Ανταποκρινόμενο στην ευγενική πρόσκληση της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, το «α» κάλυψε, μόνο από το σύνολο του ελληνικού τύπου, την πρόσφατη περιοδεία της στην Πορτογαλία (19-25/7), μία αποστολή πολλαπλών στοιχημάτων.
Η πρώτη ορχήστρα της χώρας είχε μια δεκαετία να κάνει μακρά περιοδεία στο εξωτερικό. Αυτή της Πορτογαλίας αποτέλεσε αξιοσημείωτο γεγονός, όχι μόνο επειδή πραγματοποιήθηκε σε δύσκολη οικονομική συγκυρία. Καθώς οι κρατικοί πολιτιστικοί θεσμοί μας εκτίθενται ολοένα και σπανιότερα σε διεθνή ακροατήρια, ένα τέτοιο ταξίδι συνιστούσε, εύλογα, σύνθετη άσκηση εξωστρέφειας.
H αρχική πρόσκληση αφορούσε το αξιόλογο φεστιβάλ κλασικής μουσικής του Μαρβάο, που διοργανώνουν ήδη από πενταετίας στη γραφική ορεινή κωμόπολη, στα σύνορα με την Ισπανία, ο Γερμανός Κρίστοφ Πόππεν -ένας από τους αξιολογότερους αρχιμουσικούς που μετακαλεί σταθερά η ΚΟΑ- και η σύζυγός του, διακεκριμένη υψίφωνος Γιουλιάνε Μπάνζε. Προγραμματίσθηκαν, ακολούθως, εμφανίσεις στα ιστορικότερα φεστιβάλ της Αλκομπάσα και του Εστορίλ/Λισαβώνας. Την αναγκαία συμπληρωματική επιχορήγηση κάλυψε το Υπουργείο Πολιτισμού.
Η Λυδία Κονιόρδου (σπάνια περίπτωση υπουργού που τιμά με την παρουσία της -και όχι μόνο- θεσμούς και ανθρώπους της κλασικής μουσικής!) παρευρέθηκε στις συναυλίες στο Μαρβάο, στη δεύτερη μάλιστα από κοινού με τον Πορτογάλο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον ομόλογό της και τους πρέσβεις των χωρών-μελών της ΕΕ.

Μια πολυήμερη περιοδεία αποτελεί, αυτονόητα, ευκαιρία βαθύτερου συγχρωτισμού μόνιμων και έκτακτων μουσικών του συνόλου, πέρα από το στενό πλαίσιο δοκιμών και συναυλιών. Σ’αυτήν σφυρηλατούνται δεσμοί, αναδεικνύεται η πολυσχιδία χαρακτήρων και απόψεων, τονίζονται οι διαφορετικές αντοχές απέναντι σε δυσκολίες, απρόοπτα και τραγικά νέα (όπως οι πυρκαγιές στην Αττική), φωτίζονται οι σχέσεις με τον καλλιτεχνικό διευθυντή, εν προκειμένω τον δεδομένης ευγένειας και ανεκτικότητας Στέφανο Τσιαλή. Εξίσου, όμως, προβάλλονται ζητήματα όπως η αληθινή έγνοια και αγάπη για το επάγγελμά τους, η επίγνωση δυνατοτήτων και ορίων, η αγωνία για τις επιδόσεις τους, οι εμμονές σε ουκ ολίγα κλισέ…
Και οι τέσσερις συναυλίες στην Πορτογαλία (20-22, 24 Ιουλίου) δόθηκαν σε περιορισμένου μεγέθους ανοιχτούς χώρους μνημείων σπάνιας ομορφιάς και ιστορικής σημασίας, ενώπιον ακροατηρίων διαφορετικής σύνθεσης και υπό μάλλον αντίξοες συνθήκες. Ο κλειστός περίβολος του κάστρου του Μαρβάο δεν απέτρεψε την έκθεση σε αδόκητα θυελλώδεις ριπές αέρα. Στην αυλή του μοναστηριού των Κιστερκιανών της Αλκομπάσα, η ορχήστρα έπαιξε -με εξαιρετική μικροφωνική ενίσχυση- εντός πλαστικού στεγάστρου, ενώ ηχητικά προσφορότερο υπήρξε το αίθριο της περίφημης μονής των Ιερωνυμιτών στη Λισαβώνα.
Μακριά από την ασφάλεια του τακτικού της κοινού και της εγχώριας ρουτίνας, ή ακόμη αυτήν των -αναγκαίων πλην επικίνδυνων- εξορμήσεων crossover (μουσική πλαισίωση ταινιών «βωβού» κινηματογράφου, συνοδεία δημοφιλών τραγουδιστών ή/και συγκροτημάτων), η ΚΟΑ κλήθηκε να υπερβεί εαυτήν, αφήνοντας διακριτό στίγμα στο σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμικό/μουσικό χάρτη.
Εν τη απουσία μέτρου σύγκρισης, οι συναυλίες επιβεβαίωσαν τις γνωστές αρετές και αδυναμίες του συνόλου: την ενίοτε δυσανάλογη προς την ποιότητά τους απόδοση των μουσικών, τα μεγάλα περιθώρια βελτίωσης του σώματος των εγχόρδων (παρά την καλή φόρμα των βιολοντσέλων), το υψηλό κύρος των ξύλινων πνευστών, την σαφή πρόοδο των χάλκινων (ιδίως των κόρνων). Δεν έλειψαν εκλεκτές σολιστικές συνεισφορές από γνώριμες αξίες, όπως οι Χρήστος Σαλβάνος (κόρνο), Κώστας Τζέκος (κλαρινέτο), Χριστίνα Παντελίδου (αγγλικό κόρνο), ή από αδιαμφισβήτητα ταλέντα, όπως οι Στάθης Καραπάνος (φλάουτο) και Δημήτρης Γκόγκας (τρομπέτα).

Κάτι άλλο που επιβεβαιώθηκε είναι η αξία της καλής προετοιμασίας των προγραμμάτων. Έτσι, παρά τις δύσκολες καιρικές συνθήκες (αέρας/υγρασία) στο Μαρβάο, ο Πόππεν διασφάλισε την επιτυχία της βραδιάς Ντβόρζακ (20 Ιουλίου), που είχε εν μέρει ρονταρισθεί στην Αθήνα λίγες μέρες νωρίτερα (Μέγαρο Μουσικής, 17 Ιουλίου). Η Γερμανίδα Βερόνικα Έμπερλε απογείωσε, με παίξιμο άψογης ορθοτονίας, άρτιας φραστικής και ευγενούς συναισθήματος, το ραψωδικό «Κοντσέρτο για βιολί». Η Μπάνζε, χωρίς να διαθέτει αέρινο ηχόχρωμα ή μεγάλη άνεση στην υψηλότερη φωνητική περιοχή, ενστάλαξε στην -τραγουδισμένη στα πορτογαλικά!- άρια της «Ρούσαλκα» τη μελαγχολία του φάντο, υπό μίαν έννοια ταιριαστή στην γυναικεία πτυχή της άτυχης νεράϊδας… Η δραματική εκτέλεση της 8ης Συμφωνίας έσφυζε από παλμό και ρυθμική σβελτάδα, αμβλύνοντας τη συνήθη φωτεινή, λυρική της διάσταση, την οποία υπενθύμιζαν σποραδικά οι ωραίες παρεμβάσεις των ξύλινων. Εξαιρετικά ομοιογενή και σταθερά ήχησαν εν προκειμένω τα χάλκινα.
Αντίστοιχα ίσχυσαν και στο έτερο -και ετερόκλητο- πρόγραμμα υπό τον Τσιαλή, που επαναλήφθηκε τρις (21-22, 24 Ιουλίου)! Παρότι οι ερμηνείες δεν διαφοροποιήθηκαν επί της ουσίας, παρότι η συναυλία της Λισαβώνας προσέφερε -έστω με τη σύμπραξη των γλάρων του Τάγου!- τις καλύτερες εν γένει συνθήκες, ήταν αυτή της Αλκομπάσα που επέτρεψε (λόγω και της μικροφωνικής ηχητικής ενίσχυσης) την πληρέστερη αποτίμηση της απόδοσης της ΚΟΑ. Στο απαραίτητο ελληνικό έργο, τις «4 Εικόνες» του Σκαλκώτα, πολύτιμη απέβη η εμπειρία της πρόσφατης ηχογράφησής του για τη Naxos (άλλο ένα σημαντικό δείγμα εξωστρέφειας): η απαιτητική, πλην μάλλον άνισης έμπνευσης γραφή της μικρής χορευτικής σουίτας με εικόνες εργασιών των χωρικών στη φύση, αποδόθηκε με επαρκή ρυθμομελωδική γλαφυρότητα.
Το 2ο Κοντσέρτο για κλαρινέτο του Βέμπερ ήταν η μόνη σύνθεση που δουλεύθηκε -ατελώς- in loco. Ευτυχώς, η διαύγεια της ορχηστρικής συνοδείας επέτρεψε την ανάδειξη των αρετών του εξαιρετικά ταλαντούχου ντόπιου σολίστ Οράσιο Φερρέϊρα: τον γεμάτο ήχο (παρά κάποια τονική αστάθεια), την αίσθηση γραμμής και ύφους, το εκφραστικό καντάμπιλε και την αφηγηματική ευφράδεια του παιξίματός του. Συνοδευόμενος από τους κορυφαίους των εγχόρδων, ο 29χρονος κλαρινετίστας χάρισε ως ανκόρ το «Sholem Alekhem, rov Feidman!» του Μπέλα Κόβατς, ύμνο στην παράδοση του εβραϊκού κλέτζμερ.
Τέλος, η γοητευτική Συμφωνία του Φρανκ αποτέλεσε μάλλον τον πιο αδύναμο συναυλιακό κρίκο, ίσως γιατί η αναγκαία σύζευξη ορμής και εσωτερικότητας που διασφαλίζει την πλαστική εκτύλιξη του -άλλοτε φωτεινού/λυρικού άλλοτε περισσότερο σκοτεινού/δραματικού- θεματικού υλικού της δύσκολα επιτυγχάνεται σε ανοιχτούς χώρους. Ήταν σαφής η πρόθεση του Τσιαλή να αποφύγει τις βαγκνέρειες πυκνότητες του έργου, αλλά ούτε η ΚΟΑ -πλην ξυλίνων- μπόρεσε να δικαιώσει ηχητικά το «γαλλικό» στίγμα του ούτε η διεύθυνση διέθετε τις ιδέες για να τονώσει το ενδιαφέρον της αφήγησης. Αναπόφευκτα, παρότι οι εκτελέσεις κέρδισαν σταδιακά σε ενέργεια και διαφάνεια σε σχέση με αυτήν του Ηρωδείου (13 Ιουλίου), στερήθηκαν ξανά φωτοσκιάσεων και μυστηρίου…
Σε κάθε περίπτωση, οι θετικές εντυπώσεις από την όλη περιοδεία στη χώρα της Ιβηρικής κατέδειξαν ότι για την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών η διαρκής και συνεπής εξωστρέφεια αποτελεί μονόδρομο για την πρόοδο και εξέλιξή της…
ΥΓ: Το παρόν κείμενο αποτελεί ανεπτυγμένη και συμπληρωμένη εκδοχή αυτού που δημοσιεύεται στο τεύχος αρ. 952 / 9-8-2018 του περιοδικού.