Πιστοί στις -καλές- συνήθειές τους να προτείνουν, με αξιοσημείωτη ευελιξία και επάρκεια, διαφορετικά προγράμματα από την ευρύτατη γκάμα της λεγόμενης «σοβαρής» μουσικής, οι Μουσικοί της Καμεράτας και ο Γιώργος Πέτρου επανήλθαν και φέτος στο αμερικανικό μουσικό θέατρο με το «Company» («Παρέα») του Σόντχαϊμ στην πιο πρόσφατη αναθεωρημένη του εκδοχή.

Η ξαφνική κακοκαιρία ακύρωσε την πρώτη από τις δύο προγραμματισμένες παραστάσεις στο Ηρώδειο, και πιθανότατα απέτρεψε το sold out στη δεύτερη και εν τέλει μοναδική που δόθηκε στις 9/7 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Λιγότερο γνωστό από τα «Kiss me Kate», «West Side Story», «Sweeney Todd» που απολαύσαμε τα τελευταία χρόνια, το πολυβραβευμένο «Company» δεν υστερεί σε ποιότητα. Δεν είναι, σίγουρα, τυχαίο ότι ανεβαίνει σταθερά στις μεγαλύτερες θεατρικές σκηνές του αγγλοσαξωνικού κόσμου. Ισορροπημένο μουσικοδραματικά, επιβεβαίωσε για μίαν ακόμη φορά την πολιστυλιστική γραφή του Στήβεν Σόντχαϊμ (γ. 1930), που αξιοποιεί -εν έτει 1970- επιρροές κλασικής, τζαζ, ροκ, λάτιν (μπόσσα νόβα) ακόμη και γκόσπελ μουσικής ως ψηφίδες ενός περίτεχνου, ξεχωριστά προσωπικού μωσαϊκού. Υπό τη ρυθμικά σβέλτη αλλά και συναισθηματικά νηφάλια διεύθυνση του Πέτρου, οι μουσικοί της Καμεράτας, ενισχυμένοι με άξιους -έμπειρους ή νεώτερους- συναδέλφους τους, δεν αντιμετώπισαν καμία δυσκολία στην απόδοση της φροντισμένης ενορχήστρωσης. Η μικροφωνική ενίσχυση όμως του ορχηστρικού ήχου υπήρξε υπερβολική, ακόμη και για έναν τόσο μεγάλο ανοιχτό χώρο…
Επικουρούμενος από τη σταθερή ομάδα συνεργατών του, ο Πέτρου υπέγραψε και πάλι τόσο τη σκηνοθεσία όσο και την απόδοση στα ελληνικά του συνόλου της πρόζας και του αδόμενου λόγου. Παρά κάποιες μικροαστοχίες, η μετάφρασή του υπήρξε αρκετά ακριβής, ρευστή και συνεκτική, ενώ προσαρμόσθηκε καλά και στις ανάγκες του τραγουδιού, που έχει δραματουργικά ενεργό ρόλο, εξελίσσοντας τη δράση.
Σκηνοθετικά, η παράσταση διέθετε ρυθμό και θεατρικό αισθητήριο, αναδεικνύοντας χωρίς υπερβολές τη σπονδυλωτή δραματουργία του Τζωρτζ Φερθ, που έθιξε με χιούμορ ζητήματα που παραμένουν επίκαιρα μέχρι σήμερα, όπως οι ανθρώπινες σχέσεις και ο γάμος. Με αφορμή το πάρτυ γενεθλίων ενός αμετανόητου εργένη, 5 ζευγάρια φίλων του και 3 κατακτήσεις του αφηγούνται, επί δυόμισι ώρες, προσωπικές ιστορίες και απωθημένα. Γραμμένο στην αυγή μιας εποχής άνθησης πολλών ελευθεριών, το έργο απεδείχθη όχι τόσο τυπικά «αμερικανικό» όσο θα νόμιζε κανείς, ίσως γιατί το μεσοαστικό κοινό στο οποίο απευθυνόταν και το οποίο απεικόνιζε δεν έχει μεγάλες διαφορές με το σημερινό στις περισσότερες χώρες του -άλλοτε- Δυτικού κόσμου…
Το λιτό αλλά ευρηματικό σκηνικό του Πάρι Μέξη -ένας καναπές τύπου «Τσέστερφηλντ» και μια σειρά από διαφορετικού μεγέθους κουτιά/κύβοι, που παρέπεμπαν σε δώρα γενεθλίων, λειτουργώντας όμως ως έπιπλα και οριοθετώντας χώρους- επέτρεψε την αδιάλειπτα χορευτική κίνηση (Τζων Τοντ) του συνόλου της διανομής. Τα πολύχρωμα κοστούμια της Γιωργίνας Γερμανού γείωσαν όμορφα τη δράση στο σήμερα, ενώ οι φωτισμοί του Γιώργου Τέλλου ήσαν λειτουργικοί.

Όπως κάθε μιούζικαλ του Μπρόντγουαιη, και το «Company» απαιτεί ερμηνευτές ικανούς να παίζουν, τραγουδούν και χορεύουν εξίσου καλά! Αποτελούμενη από 14 τραγουδιστές και ηθοποιούς, η ομοιογενής διανομή -που χρησιμοποίησε μικρόφωνα-ψείρες- ανταποκρίθηκε επάξια στο σύνολο των προκλήσεων. Ευτύχησε δε να διαθέτει έναν πρωταγωνιστή (Ρόμπερτ/Μπόμπυ) της κλάσης του Τάση Χριστογιαννόπουλου. Ο διεθνής μας βαρύτονος διέπλασε μιαν ερμηνεία με σπάνιο μέτρο, λεπτό χιούμορ και μπελκαντίστικο τραγούδι, κρατώντας τις αναγκαίες εξάρσεις για ένα συναρπαστικό «Being alive».
Οι προερχόμενοι από τον κόσμο του λυρικού θεάτρου τραγουδιστές (Νέζη, Μαργαρίτη, Σταμίδου, Ανδριανός, Ναλμπάντης, Κεχρής, Σαραντίδης, Καλύβας) ερμήνευσαν τους ρόλους τους με σωστό δραματικό ένστικτο, απέφυγαν ευπρόσδεκτα -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- το οπερατικό φωνητικό ποστάρισμα και κινήθηκαν με άνεση.
Εντυπωσιακές ήσαν γνωστές ηθοποιοί, όπως οι Ναταλία Τσαλίκη (με ξεχωριστό σκηνικό κύρος και μεγάλη μουσικότητα!), Ευαγγελία Καρακατσάνη και Κατερίνα Παπουτσάκη, κεφάτη η Ξένια Ντάνια, γεννημένη για μουσικό θέατρο η Μαρία Κοσμάτου.
Εν ολίγοις, άλλο ένα κερδισμένο στοίχημα για την Καμεράτα, που κατάφερε να παρουσιάσει με πενιχρά μέσα και σπάνιο επαγγελματισμό μία παράσταση που θα ζήλευαν πολλές από τις κρατικά επιχορηγούμενες σκηνές μας…
Η αγάπη για τη μουσική δεν αρκεί, βέβαια, για τους απολύτως εγκαταλελειμμένους από κρατικούς θεσμούς και ιδιωτικούς χορηγούς Μουσικούς της Καμεράτας, το μόνο εγχώριο ορχηστρικό σύνολο -ας μην ξεχνάμε- με διεθνή προβολή και καταξίωση. Την επομένη της παράστασης, διοργάνωσαν συνέντευξη τύπου, στην οποία εξέθεσαν τις αφόρητες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Δεν είναι, φυσικά, διόλου απλό ν’αντιμετωπισθούν ταχέως τα νομικά προβλήματα της Καμεράτας, ιδίως στην ελληνική πραγματικότητα. Ακόμη περισσότερο όταν στην επίλυσή τους εμπλέκεται το Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο διαχρονικά ουδέποτε επέδειξε τα θεσμικά αντανακλαστικά του για την αποτροπή ή τον έγκαιρο έλεγχό τους…
Credit φωτογραφιών: Θωμάς Δασκαλάκης