Με μία προσεγμένη, αλλά ουδόλως αξιομνημόνευτη νέα παραγωγή του «Ναμπούκο» του Βέρντι εγκαινίασε και φέτος η Εθνική Λυρική Σκηνή το Φεστιβάλ Αθηνών.

Τιμώντας την παράδοση, το φιλόμουσο κοινό αλλά και πολλοί ξένοι επισκέπτες έσπευσαν να κατακλύσουν το Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Αυτονόητα, θα έλεγε κανείς, αν αναλογισθεί τη σταθερή δημοφιλία του πανέμορφου έργου και την παρουσία του αγαπητού βαρύτονου Δημήτρη Πλατανιά στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το ενδιαφέρον κίνησε, όμως, και η ανάθεση της σκηνοθεσίας στον Ιταλό Λέο Μουσκάτο, ο οποίος πρότεινε ένα ευανάγνωστο ανέβασμα, που απέφυγε τον ψευδοϊστορικό ρεαλισμό. Μεταφέροντας τη δράση στα μέσα του 20ού αιώνα, σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης/κράτησης, χωρίς σαφή αναφορά τόπου και χρόνου, οι Εβραίοι πέφτουν εν προκειμένω θύματα των Βαβυλωνίων, που κυβερνώνται από κάποιο απολυταρχικό καθεστώς.
Η ενδιαφέρουσα ιδέα έμεινε, δυστυχώς, στον πρώτο βαθμό, δραματουργικά ανεπεξέργαστη, μολονότι οι περιπτώσεις εθν(οτ)ικών μειονοτήτων διωκομένων σε σύγχρονα ανελεύθερα καθεστώτα ουδόλως σπανίζουν! Παράλληλα, σ’ένα έργο που απαιτεί πολλά περισσότερα από τον όποιο «πολιτικό» επισχολιασμό, η απόδοση του εξίσου κρίσιμου θανάσιμου παιχνιδιού διεκδίκησης της εξουσίας, όπως και η σκιαγράφηση των ισχυρών χαρακτήρων έγιναν μάλλον αδρομερώς. Απουσίασε δε και η σαφέστερη θεατρική διδασκαλία τόσο των μονωδών όσο -και κυρίως- της Χορωδίας, που δεν αντιμετωπίσθηκε ως «μάζα», αλλά ως χωριστές ομάδες ανδρών-γυναικών, με αρκετές συνέπειες ως προς τον δραματουργικό της ρόλο και την ομοιογένεια του τραγουδιού...
Ευτυχώς, η σκηνή του Ηρωδείου δεν επιβαρύνθηκε με βαριές σκηνικές κατασκευές, ενώ η αισθητική ταυτότητα των σκηνικών (Τιτσιάνο Σάντι) και των κοστουμιών (Σίλβα Αϋμονίνο) -έμμεση αναφορά στους Ναζί και το Τρίτο Ράϊχ- υπηρέτησε καλά τη σκηνοθετική άποψη. Στα συν της παράστασης προσμετρώνται οι εξπρεσιονιστικοί φωτισμοί του Αλεσσάντρο Βεράτσι και οι θαυμάσιες βιντεοπροβολές του Λούκα Αττίλιι.
Σε κάθε περίπτωση, και παρότι η παράσταση είχε ρυθμό και έρρευσε χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα, το γεγονός ότι η σκηνοθεσία δεν διέθετε κάποιο ξεχωριστό στίγμα ή πρωτοτυπία (κινούμενη στα γνωστά ποιοτικά επίπεδα και στερεότυπα μικρομεσαίων ιταλικών θεάτρων) έκανε πολλούς ν’αναρωτιούνται για τα κριτήρια, τους λόγους και το νόημα τέτοιων μετακλήσεων…

Σε μουσικό επίπεδο, και μετά από μία κατά γενική ομολογία μέτρια πρεμιέρα, τα πράγματα κύλισαν καλύτερα -αν και όχι ιδανικά- στην παράσταση της 3/6, που παρακολουθήσαμε. Αδιαφιλονίκητα, τις εντυπώσεις κέρδισε η γεμάτη παλμό, συναίσθημα και ρευστότητα αφήγησης μουσική διεύθυνση του Φιλίπ Ωγκέν. Ο πολύπειρος και ειδικευμένος στην όπερα Γάλλος αρχιμουσικός στήριξε άριστα τους τραγουδιστές (επίτευγμα, εν προκειμένω!), ενώ συντόνισε δίχως πρόβλημα σκηνική δράση και ορχηστρική συνοδεία. Δεδομένης της άριστης απόδοσής της (έξοχες σολιστικές συνεισφορές από τον φλαουτίστα Νίκο Νικόπουλο και τον τσελίστα Νικόλα Καβάκο), η Ορχήστρα της ΕΛΣ δίκαια καταχειροκροτήθηκε.
Σ’ένα έργο όπου διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο, η Χορωδία της ΕΛΣ ικανοποίησε (κυρίως το γυναικείο τμήμα της) χωρίς να ενθουσιάσει. Τοπικά προβλήματα αποσυντονισμού ή/και νωθρότητας οφείλονταν πιθανότατα στην προαναφερθείσα ατυχή σκηνική χωροθέτησή της.
Τις μεγαλύτερες ενστάσεις ήγειρε, πάντως, το ελάχιστα ανταποκρινόμενο στις βερντιανές προδιαγραφές τραγούδι του συνόλου (!) μάλιστα της διανομής. Θα ήταν, σίγουρα, άδικο να παραγνωρισθούν τα φωνητικά χαρίσματα ενός εκάστου των μονωδών και η καλλιέπεια του τραγουδιού τους. Οι περισσότεροι, όμως, δεν μπορού(σα)ν να υποστηρίξουν τις αυξημένες απαιτήσεις των ρόλων τους για ορμητικά αρθρωμένο, φορτισμένο από χειμαρρώδεις εξάρσεις δυναμικής τραγούδι, που δεν (θα) στερείται εκφραστικών μελωδικών εκλεπτύνσεων.
Παραδόξως, η ίδια επιφύλαξη ίσχυσε και για τον πρωταγωνιστή της παράστασης, τον διεθνούς κύρους, γνήσια βερντιανό βαρύτονο Δημήτρη Πλατανιά. Η φωνή ήχησε θαμπή, χωρίς την γνωστή ένταση ιδίως στο Β’ Μέρος, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να απομειωθεί η αυθάδεια και αλαζονεία του Ναμπούκο. Μετά την σκηνή της πτώσης του βασιλιά (Γ’ Μέρος), η ομορφιά του ηχοχρώματος δεν μπόρεσε ν’αντισταθμίσει μια σκηνική κίνηση που άγγιζε (ελέω σκηνοθετικής επιλογής;) ενίοτε τα όρια της μανιέρας, παραπέμποντας ευθέως σ’έναν άλλο «πεσμένο» -πλην διαφορετικό, παρά την κοινή «πατρική» διάσταση του ρόλου- ήρωα, τον Ριγολέττο. Μοιραία, το πορτρέτο του στερήθηκε της αναγκαίας συνθετότητας/ πληρότητας.
Πλάι του, η Κορεάτισσα σοπράνο Σάε-Κιουνγκ Ριμ έκανε το ντεμπούτο της στο ρόλο της Αμπιγκαΐλλε, έναν από τους δυσκολότερους του ρεπερτορίου. Οι ολόλαμπρες υψηλές νότες (που κατίσχυαν εύκολα στις σκηνές πλήθους των φωνών του συνόλου των συμπρωταγωνιστών της!) και οι μεγάλες αντοχές της έσωσαν την παρτίδα, χωρίς όμως να κρύψουν το γεγονός ότι δεν διέθετε την τεσσιτούρα δραματικής υψιφώνου με θερμή χαμηλή περιοχή που απαιτεί ο ρόλος… Στον αντίποδα, ως Ζαχαρίας, ο εκλεκτός Ιταλός βαθύφωνος Ρικκάρντο Τζανελλάτο πρόβαλε μεν τις μπελ-καντίστικες ποιότητες του ρόλου -όντας και ιδανικός ερμηνευτής του προτύπου του, δηλ. του ροσσίνειου Μωυσή- χωρίς όμως να διαθέτει τον ενδεδειγμένο φωνητικό όγκο!
Πάντα αξιόπιστη -παρά το διακριτό βιμπράτο- η Φενένα της Μολδαβής μεσοφώνου Έλενας Κασσιάν, ενώ ο τενόρος Δημήτρης Φλεμοτόμος χάρισε, ως Ισμαήλ, καλαίσθητο, πλην εκφραστικά συγκρατημένο τραγούδι. Από τους λοιπούς δευτεραγωνιστικούς ρόλους ξεχώρισε και πάλι -ιδίως στο καταληκτικό σύνολο- η Άννα της υψιφώνου Βαρβάρας Μπιζά, μιας καλλιτέχνιδας που αξίζει να προσεχθεί…
Παιχνίδια της τύχης: όπως η επισήμανση των παραπάνω φωνητικών ψεγαδιών της διανομής επιτάθηκε από την ανέμπνευστη, συμβατική θεατρική/σκηνική καθοδήγησή της από τον Μουσκάτο, αυτή θα πέρναγε σε δεύτερη μοίρα σε περίπτωση υπερβάσεων από πλευράς τραγουδιού!
Credit φωτογραφιών: Δημήτρης Σακαλάκης