Πόσο συχνά προσφέρεται η ευκαιρία -όπως την Παρασκευή 16/3 στο Μέγαρο Μουσικής - να απολαύσουμε ταυτόχρονα έναν από τους επιφανέστερους παγκοσμίως μαέστρους, έναν από τους κορυφαίους Έλληνες μουσικούς και την καλύτερη ορχήστρα της χώρας;

Ήταν το καλοκαίρι του 2016, στο Ηρώδειο, όταν ο σπουδαίος αρχιμουσικός Βλαντιμίρ Ασκενάζυ διηύθυνε για τελευταία φορά την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Μεταξύ των έργων του προγράμματος περιλαμβανόταν το «Κοντσέρτο για κλαρινέτο» του Μότσαρτ, με σολίστα τον γιο του Ντιμίτρι.
Η καλή, πλην κάπως εκ του ασφαλούς ερμηνεία, μας είχε οδηγήσει στο να διατυπώσουμε αμφιβολίες (βλ. κριτικό μας σημείωμα της 11/8: για τη χρησιμότητα της μετάκλησης «… όταν η ΚΟΑ διαθέτει ένα σολίστ της κλάσης του Σπύρου Μουρίκη, που έχει επανειλημμένα -και λαμπρά- ερμηνεύσει το συγκεκριμένο κοντσέρτο (ακόμη και σε όργανο εποχής!)….».
Ενάμιση χρόνο αργότερα, το επί σκηνής σμίξιμο Ασκενάζυ και Μουρίκη έγινε δυνατό από τα παιχνίδια της τύχης και το θάνατο του Χαράλαμπου Φαραντάτου! Ο κορυφαίος κλαρινετίστας και έφορος της ΚΟΑ, λαμπρός μουσικοπαιδαγωγός -επί 36 (!) χρόνια δάσκαλος στο Ωδείο Αθηνών-, μέλος .του ΕΤΟΣ της ορχήστρας και πιστός ακροατής στις συναυλίες της μετά τη συνταξιοδότησή του, έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών, την 1-7-2017.
Εύλογα, δεν θα φανταζόταν κανείς υποδειγματικότερο φόρο τιμής από το να ακουσθεί το μοναδικό «Κοντσέρτο για κλαρινέτο» του Μότσαρτ, και μάλιστα από τον Σπύρο Μουρίκη, σολίστ διεθνούς διαμετρήματος, μαθητή του Φαραντάτου και διάδοχό του στα αναλόγια της ΚΟΑ και στο Ωδείο Αθηνών. Πρόσθετο πόλο έλξης αποτελεί ότι αυτό το απαύγασμα της μοτσάρτιας συνθετικής ωριμότητας, που φανερώνει βαθιά κατανόηση των ποικίλων δυνατοτήτων και ηχητικών ιδιαιτεροτήτων του οργάνου, θα ερμηνευθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα , στο εξειδικευμένο κλαρινέτο ντι μπασέτο για το οποίο γράφτηκε.
Ο Μουρίκης θα έχει έτσι μία ακόμη πρωτιά στο -βαρύ- βιογραφικό του, αφού θα έχει ερμηνεύσει το συγκεκριμένο έργο τόσο σε σύγχρονο κλαρινέτο και σε αντίγραφο κλαρινέτου «εποχής» όσο και σε κλαρινέτο ντι μπασέτο!
Τη στοχαστική μελωδικότητα του Μότσαρτ θα διαδεχθεί στη συγκεκριμένη συναυλία η βαθιά προσωπική και συναισθηματικά φορτισμένη γραφή του Σοστακόβιτς. Η πρεμιέρα της «Συμφωνίας αρ. 10» δόθηκε το Δεκέμβρη του 1953, μερικούς μήνες μετά το θάνατο του Στάλιν, το μουσικό πορτρέτο του οποίου σκιαγραφείται στο δεύτερό της μέρος. Ο Σοβιετικός συνθέτης είχε ταλαιπωρηθεί από τη λογοκρισία κατά την σταλινική περίοδο και η 10η Συμφωνία αποτέλεσε το πρώτο έργο του στο οποίο το μεγαλόπρεπο, απροσδόκητα αισιόδοξο φινάλε φαίνεται να υπερνικά το φόβο, την αγωνία και τη μελαγχολία όλων των προηγούμενων μερών.
Άλλη ειρωνεία της τύχης: δέκα χρόνια αργότερα, το 1963, ένας βραχύσωμος εξαιρετικά ταλαντούχος πιανίστας εβραϊκής καταγωγής εγκατέλειπε οριστικά τη γενέτειρά του Σοβιετική Ένωση για τη Δύση, όπου βρήκε καταφύγιο και υπηκοότητα στην Ισλανδία, χώρα καταγωγής της συζύγου του. Ίσως όχι τυχαία, ο Ασκενάζυ προσέγγιζε ανέκαθεν τον Σοστακόβιτς αρκετά διαφορετικά από τους υπόλοιπους Ρώσους αρχιμουσικούς, επιμένοντας στη συστηματική ανάδειξη των κρυμμένων συναισθημάτων και της πικρής ποιητικής των ορχηστρικών του έργων.
Η συνέχεια επί της σκηνής της «Αίθουσας Χρ. Λαμπράκης»…