Μία θαυμάσια συναυλία χάρισαν την περασμένη εβδομάδα (19/1) η Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης και ο ιδρυτής και μουσικός της διευθυντής Ιβάν Φίσερ στην ασφυκτικά γεμάτη «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής.

Οι φιλόμουσοι δίνουν σταθερά βροντερό «παρών» κάθε φορά που επισκέπτονται την Αθήνα σημαντικές προσωπικότητες του χώρου της κλασικής μουσικής.
Πέραν του αρχικά ανακοινωθέντος θρυλικού Ρουμάνου πιανίστα Ράντου Λούπου, που τελικά ακύρωσε την εμφάνισή του λόγω ασθενείας, τέτοια προσωπικότητα αποτελεί αδιαμφισβήτητα και ο 67χρονος -και γνωστός φιλέλληνας!- Φίσερ, όπως πιστοποιεί μεταξύ άλλων και το γεγονός πως κατάφερε να αναγάγει ένα σύνολο που ιδρύθηκε μόλις το 1983 σε μία από τις πιο φερέγγυες διεθνώς ορχήστρες. Η τόσο μακρόχρονη συνεργασία άξιων εκπροσώπων μιας μακράς και βαριάς μουσικής παράδοσης θυμίζει παλαιότερες ένδοξες εποχές, όταν αρχιμουσικοί και ορχήστρες σμίλευαν από κοινού διακριτή ηχητική, αισθητική και ερμηνευτική ταυτότητα.
Η μαθητεία -ως βοηθός- του Ούγγρου αρχιμουσικού πλάι στον σπουδαίο Νικολάους Αρνονκούρ, εκ των πρωτεργατών της αναγέννησης της παλαιάς μουσικής, άφησε το στίγμα της στο πρώτο μισό της βραδιάς.
Ατυχώς, οφείλει κανείς να προσπεράσει την ερμηνεία που προσφέρθηκε στο εναρκτήριο έργο, την 2η Ορχηστρική Σουίτα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Η έκπληξη από μιαν τέτοια προγραμματική επιλογή συνοδεύθηκε από την πάγια ένσταση ακρόασης συνθέσεων προκλασικού ρεπερτορίου σε τόσο μεγάλη αίθουσα. Πολλώ δε μάλλον, όταν ο Φίσερ διηύθυνε από φορητό εκκλησιαστικό όργανο μόλις …7 μουσικούς της ορχήστρας, προσαρμόζοντας ευπρόσδεκτα τα μεγέθη της εκτέλεσης στα περιορισμένα αριθμητικά δεδομένα των σύγχρονων συνόλων (αντιγράφων) οργάνων εποχής.
Πέραν τούτου, όμως, ουδέν: οι αισθητικές επιλογές της ερμηνείας αυτής της ακολουθίας γαλλικών χορών παρέπεμπαν σε προηγούμενες δεκαετίες, η φραστική και η άρθρωση ήσαν νωθρές, παραμένοντας διακοσμητικού μάλλον χαρακτήρα, χωρίς εσωτερικό παλμό και νεύρο. Σε ένα έργο όπου το φλάουτο τραβέρσο παίζει δεσπόζοντα ρόλο (ουσιαστικά πρόκειται για ένα οιονεί κοντσέρτο για φλάουτο), με πολλά μέρη μεγάλης δεξιοτεχνίας και δυσκολότατα περάσματα, η σολίστ -παρά την έλλειψη σχετικής πληροφόρησης, πιθανότατα η Γκαμπριέλλα Πίβον, σύζυγος του αρχιμουσικού!- χάρισε παίξιμο τεχνικά και ορθοτονικά ασφαλές, αλλά υπερβολικά καλαίσθητο, δίχως ιδιαίτερη προσωπικότητα και ρίσκα…
Περισσότερο αποκαλυπτική της αφομοίωσης των κατακτήσεων της ιστορικής ερμηνευτικής πρόβαλε η ερμηνεία του 3ου Κοντσέρτου για πιάνο του Μπετόβεν, που ακολούθησε. Από τα πρώτα μέτρα, αιφνιδίασε ο απίστευτα εστιασμένος, μαλακός, διαυγής ορχηστρικός ήχος της ….σχεδόν κολοσσιαίας ορχήστρας! Μακράν του να περιορισθούν στη διακριτική στήριξη του σολίστ, ορχήστρα και αρχιμουσικός διεκδίκησαν ρόλο ισότιμου συνομιλητή, αυξάνοντας το θεατρικό αντίκτυπο της εκτέλεσης.
Απέναντι σ’ένα έργο, που ισορροπεί περίτεχνα μεταξύ κλασικισμού και -ανατέλλοντος- ρομαντισμού, ο επίσης Ούγγρος σολίστ Ντένες Βάριον κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος, κοιτώντας προς τον -προηγούμενο- 18ο αιώνα. Με ήχο μεγάλο πλην κρυστάλλινα καθαρό, εξαιρετικά φροντισμένο -αν και ενίοτε επιτηδευμένο- φραζάρισμα, σαφή ευελιξία στις διακυμάνσεις ταχυτήτων και δυναμικών, αποκωδικοποίησε ευχερώς, δίνοντας έμφαση και στην ανάδειξη λεπτομερειών, τις (δεξιο)τεχνικές και εκφραστικές προκλήσεις της παρτιτούρας, προσφέροντας μια φρέσκια, φωτεινή ματιά. Πάντως, το μοτσάρτιο τουσέ και η όλη αισθητική της προσέγγισης δικαίωσαν, εύλογα, περισσότερο το λυρισμό του αργού ενδιάμεσου largo απ’ό,τι την ορμητικότητα και τη δύναμη των ακραίων, γρήγορων μερών.
Ο 50χρονος πιανίστας αφιέρωσε το ανκόρ, μία από τις «Παιδικές σκηνές» του Σούμαν, στην παρευρισκόμενη στην αίθουσα 7χρονη κόρη του για τα γενέθλιά της…

Η βασισμένη σε τόσο αιθέρια έγχορδα ποιότητα ορχηστρικού ήχου μόνο καλά προμήνυε για το πολυαναμενόμενο κύριο έργο της συναυλίας, τη 2η Συμφωνία του Ραχμάνινωφ, την οποία σύνολο και αρχιμουσικός έχουν ήδη ηχογραφήσει με επιτυχία. Η πανέμορφη, απερίφραστα ρομαντική σύνθεση με το ραψωδικό λυρισμό δόθηκε με ελάχιστες περικοπές, στην σχεδόν πλήρη -άνω της ωριαίας διάρκειας- εκδοχή της.
Δεν ήξερε τι να πρωτοθαυμάσει κανείς στην από κάθε άποψη συγκλονιστική εκτέλεση! Τη μεγάλη πνοή της αφήγησης που δικαίωσε την τόσο χαρακτηριστική, «ρωσική» νοσταλγικότητα του έργου; Την απίστευτη διαφάνεια και εστίαση ήχου που σε συνδυασμό με τα σβέλτα τέμπι, τη ρυθμική ακρίβεια και το ευέλικτο ρουμπάτο του Φίσερ φώτισαν με νηφαλιότητα την πυκνή ενορχήστρωση, αποφεύγοντας τη συνήθη παγίδα -και ευκολία- της χολλυγουντιανής πληθωρικότητας; Την τόσο ανάγλυφη προβολή των εναλλασσόμενων σύντομων θεμάτων, επί των οποίων βασίζεται η αέναη εξέλιξη του συμφωνικού ειρμού, πυροδοτώντας διαρκώς εντάσεις που οδηγούν σε εκφραστικές κορυφώσεις; Τις αβίαστες εναλλαγές και διαφοροποιήσεις διαθέσεων μεταξύ των τριών γρήγορων μερών και του υποβλητικής μελωδικότητας adagio που εισήγαγε το θείο σόλο κλαρινέτου (του Άκος Ατς;); Την εξίσου αβίαστη αξιοποίηση των διάσπαρτων ορχηστρικών εφέ και των ηχοχρωμάτων των μαλακών ξύλινων και των λαμπερών χάλκινων πνευστών;
Στο θερμό χειροκρότημα του υποδειγματικής προσήλωσης κοινού οι Ούγγροι μουσικοί αντιχάρισαν και πάλι ένα έργο του Ραχμάνινωφ, το δημοφιλές «Βοκαλίζ», με τη φωνητική συνδρομή των …γυναικών απ’όλες τις κατηγορίες των εγχόρδων!
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης