Μία ενδιαφέρουσα, «διαφορετική» παράσταση του «Ορφέα» του Μοντεβέρντι, μίας από τις πρώτες όπερες της ιστορίας (1607), πρότειναν στην «Αίθουσα Αλεξ. Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής (24-25/11) ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος και το σύνολό του παλαιάς μουσικής Latinitas Nostra, με αφορμή τα 450 χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη.

20 χρόνια μετά την πρώτη -και μοναδική έως σήμερα- παρουσίαση του έργου στην Ελλάδα (και πάλι στο ΜΜΑ), η ευκαιρία να παρουσιασθεί σκηνικά ο «Ορφέας» με τους όρους και τις συνθήκες της ιστορικά ενημερωμένης ερμηνευτικής αξιοποιήθηκε ευπρόσδεκτα, μέχρις ενός σημείου όμως.
Αιτία ήταν το -συνειδητό, βέβαια- ιδιότυπο πάντρεμα/συνομιλία του ήχου των οργάνων εποχής με τον ηλεκτρ(ον)ικό ήχο, της παλαιάς μουσικής με την ηλεκτρονική που επιμελήθηκε και ερμήνευσε ζωντανά ο συνθέτης Πάνος Ηλιόπουλος. Ενταγμένη στο πλαίσιο κύκλου του Μεγάρου υπό τον τίτλο «With a twist / Όπερα – Μουσικό θέατρο», η όντως «πειραγμένη» αυτή προσέγγιση του «Ορφέα», που θα μπορούσε σίγουρα να χαρακτηρισθεί ως «μπαρόκ» στη σύλληψη και στόχευσή της, μορφοποιήθηκε εν τέλει σε ένα ακρόαμα και θέαμα συγγενέστερα του σύγχρονου μουσικού θεάτρου, πολλώ δε μάλλον που φιλοξενήθηκε σε μια τεράστια αίθουσα.
Κομβική από μουσικοδραματική άποψη στάθηκε η επιλογή παράκαμψης του συνήθους happy end (finale lieto) υπέρ της αρχικής εκδοχής του -αμελοποίητου (;)- φινάλε του σωζόμενου λιμπρέτου του Στρίτζο με τον αυθεντικό ελληνικό μύθο. Αντί λοιπόν της ανάληψης του Ορφέα στους ουρανούς κατόπιν παρέμβασης του Απόλλωνα, επελέγη ο βασανισμόςμέχρι θανάτου του απαρηγόρητου πλην περιφρονούντος το γυναικείο φύλο ήρωα από τον εξοργισμένο διονυσιακό θίασο των Μαινάδων.
Σε μουσικό επίπεδο, αυτό σήμανε όχι κάποια μουσικολογική ανακατασκευή, αλλά τη σύνθεση -και ερμηνεία- από τον Ηλιόπουλο ειδικά για το φινάλε αυτό «κινηματογραφικής» μουσικής με τη χρήση ηλεκτρονικών και ηλεκτρικών οργάνων (live electronics, θέρεμιν, ηλεκτρική κιθάρα). Σχετικά ακούσματα και εφέ είχαν προστεθεί σε αυτά των οργάνων εποχής ήδη από την Γ’ πράξη (και την κάθοδο του Ορφέα στον Άδη). Η ατμοσφαιρική πρόσμιξη ήχων (ηχητικός σχεδιασμός: Κατερίνα Βάμβα) ενίσχυσε τη σκοτεινή, σχεδόν ψυχεδελική διάσταση της μουσικής, αλλά το κατά πόσο κρίνεται επιτυχής είναι εν πολλοίς θέμα γούστου. Οι πιο παραδοσιακοί φιλόμουσοι θα τη θεωρήσουν «ασέβεια», ως μη αποδεκτό crossover, αντίθετα ίσως από το νεώτερο και λιγότερο εξοικειωμένο με την όπερα κοινό, που αντάμειψε ούτως ή άλλως τους συντελεστές με ζεστό χειροκρότημα.
Σε κάθε περίπτωση, οι αναγκαίες στο μπαρόκ ποιότητες μουσικής δωματίου χάθηκαν, καθώς ο «ορχηστρικός» ήχος αποδόθηκε με -ενίοτε υπερβολική- ενίσχυση, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να υπερκαλύπτει τις -ωσαύτως ενισχυμένες!- φωνές των μονωδών. Αντιπαρερχόμενοι προς το παρόν τη συχνά παρατηρούμενη (βλ. και στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ) τάση μικροφωνικής ενίσχυσης, είναι σαφές ότι το τραγούδι με «ψείρες», παρότι κρίθηκε αναγκαίο περισσότερο λόγω του μεγέθους του σκηνικού χώρου απ’ό,τι λόγω του άνισου φωνητικού όγκου των μελών της διανομής, προκαλεί συχνά αλλοίωση δυναμικών και ηχοχρωμάτων.

Από σκηνοθετικής πλευράς, η προσεγμένα υλοποιημένη παράσταση άφησε ανάμικτες εντυπώσεις. Θεωρώντας ότι ο μύθος του Ορφέα αποτελεί μια παραβολή για το φως και το σκοτάδι, η βυθισμένη σε μία μόνιμη αχλύ (ατμοσφαιρικοί και λειτουργικοί φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα) προσέγγιση του Θάνου Παπακωνσταντίνου αξιοποίησε μία έξυπνη ιδέα. Τα πρόσωπα της ιστορίας αποτέλεσαν εξ αρχής τμήμα ενός μεταμφιεσμένου διονυσιακού θιάσου. Έκαστος ήταν υπεύθυνος για κάθε στάδιο μύησης του Ορφέα, συνοδεύοντάς τον διαδοχικά σ’ένα ταξίδι από το γαμήλιο γλέντι της πρώτης πράξης μέχρι και τη θυσία του στο στιλιζαρισμένο τραγικό φινάλε που παρέπεμπε σε σπλάττερ.
Όμως, παρά την σαφώς πολυαναφορική -και ερεθιστική για τους πιο ψαγμένους θεατές/ακροατές- σκηνική αφήγηση με την άλλοτε εύστοχη άλλοτε άναρχη χρήση σειράς συμβόλων (σκηνικά και κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού) και την φροντισμένη κίνηση μονωδών και χορού (Ίρις Κυριακοπούλου), η σκηνοθεσία έμεινε στον πρώτο βαθμό, ούσα επίπεδη, θεατρικά άνευρη και χωρίς φαντασία ειδικά στις σκηνές του Κάτω Κόσμου. Παραμερίζοντας τη μουσική και το λιμπρέτο σαν δραματουργικούς άξονες, το όλο περιορίσθηκε σε μία -καλαίσθητη, έστω- διαδοχή ταμπλώ/εικόνων, με δεδομένες επιρροές από το εικαστικό σύμπαν ενός Μπομπ Γουίλσον.
Σε επίπεδο μουσικής εκτέλεσης, στην παράσταση της 25/11 η σφριγηλή διεύθυνση του Χρυσικόπουλου διασφάλισε ένα σφιχτό και ισορροπημένο, πλην ενίοτε ιδιοσυγκρασιακό ακρόαμα, συγκεράζοντας άριστα τους δύο «διαφορετικούς» κόσμους/συνιστώσες του. To καταξιωμένο σύνολο παλαιάς μουσικής Latinitas Nostra, ενισχυμένο με προσκεκλημένους μουσικούς, απέδωσε άρτια και με ιστορικά ενημερωμένο τρόπο την τολμηρή παρτιτούρα του Μοντεβέρντι, στην οποία ενίοτε παρενέβαινε με διασκευές/παραμορφώσεις και ζωντανή ηλεκτρονική επεξεργασία του ήχου ο Ηλιόπουλος.
Απαρτιζόμενη από έμπειρους και νεότερους μονωδούς, η διανομή συνδύασε σκηνική πειθώ και αισθητικά καλλιεπές recitar cantando, δηλ. τη χαρακτηριστική στις αρχές του 17ου αιώνα μουσική αφήγηση. Αυτής ηγήθηκαν ο Ισπανός τενόρος Χουάν Σάντσο, φωτεινός, καλοτραγουδισμένος Ορφέας και η -ως συνήθως- έξοχη μεσόφωνος Θεοδώρα Μπάκα, μουσικότατη …Μουσική!
Εξίσου εντυπωσίασε με το φροντισμένο τραγούδι και το πλούσιο τίμπρο η μεσόφωνος Σοφία Πάτση (Αγγελιοφόρος), ενώ ξεχώρισαν ακόμη η υψίφωνος Λένια Ζαφειροπούλου (Ελπίδα), ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (Πλούτων) και ο βαρύτονος Μάριος Σαραντίδης (Χάρων). Αξιόλογες ήταν οι συμμετοχές σε μικρότερους ρόλους των υψιφώνων Μαρίας Παλάσκα (Περσεφόνη) και Ειρήνης Μπιλίνη (Νύμφη), του τενόρου Χρήστου Κεχρή (Βοσκός) και της μεσοφώνου Αναστασίας Κότσαλη (Ευρυδίκη). Στο ρόλο της πρωθιέρειας του Διονύσου εμφανίσθηκε η Σαβίνα Γιαννάτου.
Στην παραγωγή συμμετείχε Χορός από δευτεροετείς φοιτητές της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών, ενώ χρησιμοποιήθηκαν κοστούμια και σκηνικά στοιχεία που παραχώρησε η Εθνική Λυρική Σκηνή.
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης