Η «Μποέμ» του Πουτσίνι αποτελεί και φέτος (από 7/12) τη χριστουγεννιάτικη πρόταση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που επέλεξε να αναβιώσει την παλιότερη επιτυχημένη σκηνοθεσία του Γκρέιαμ Βικ. Ο Ευτύχης Δ. Χωριατάκης εξηγεί γιατί η συγκεκριμένη επιλογή παραμένει άκρως επίκαιρη.
Λίγες όπερες παραμένουν τόσο σταθερά δημοφιλείς όσο η «Μποέμ» του Πουτσίνι, πιθανότατα λόγω του ότι μια σπαρακτική ιστορία καθημερινών χαρακτήρων με έντονα συναισθήματα επενδύεται με μια μουσική μοναδικής μελωδικότητας. Ακόμη λιγότερες επιλέγονται –σε διεθνές επίπεδο μάλιστα– να παρουσιάζονται τόσο συχνά κατά την περίοδο των γιορτών, ίσως επειδή ο έρωτας ανάμεσα στον ποιητή Ροντόλφο και στη ράφτρα Μιμή γεννιέται στο παγωμένο χριστουγεννιάτικο Παρίσι του 19ου αιώνα.
Ακολουθώντας με θρησκευτική ευλάβεια τη συγκεκριμένη πρακτική, η Λυρική επέλεξε φέτος να ξαναπροτείνει την επιτυχημένη σκηνοθεσία του Γκρέιαμ Βικ ακριβώς δέκα χρόνια μετά το πρώτο της ανέβασμα στο Ολύμπια. Τον Δεκέμβριο του 2007, βέβαια, ο Στέφανος Λαζαρίδης, ο άνθρωπος που την είχε παραγγείλει, είχε αποχωρήσει από το πηδάλιο της ΕΛΣ. Ωστόσο εύλογα αυτή η «Μποέμ» αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη έναρξη του αφιερώματος του θεσμού στον πρώην διευθυντή του, η καλλιτεχνική προσφορά του οποίου υπήρξε αναντίρρητα αντιστρόφως ανάλογη της σύντομης θητείας του. Τo αφιέρωμα στον Λαζαρίδη συνοδεύεται από μεγάλη έκθεση του σκηνογραφικού και σκηνοθετικού του έργου σε Ελλάδα κι εξωτερικό, που θα πραγματοποιηθεί στο αίθριο του τέταρτου ορόφου της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο ΚΠΙΣΝ.
Η δραματουργικά αιχμηρή δουλειά του Βικ παίχτηκε επί μία τριετία προτού εγκαταλειφθεί από την προηγούμενη διοίκηση της ΕΛΣ, που προτίμησε –σε καιρούς κρίσης– την αναβίωση της ακόμη παλιότερης και πιο ανώδυνης παραγωγής της Λίνα Βερτμίλερ. Κι όμως, η σύγχρονη, σκληρή ματιά του Βρετανού σκηνοθέτη σπουδαίου δεν έχει χάσει την επικαιρότητά της. Η μεταφορά της δράσης στις ανήσυχες γειτονιές των σημερινών μεγαλουπόλεων (από τα παρισινά banlieux μέχρι τα αθηναϊκά Εξάρχεια!) αποκαλύπτει κυνικά το ρηχό συναισθηματισμό του έργου και αντιπαρατίθεται γόνιμα με την τρυφερή, ενίοτε γλυκερή μουσική του Πουτσίνι. Την τολμηρή σκηνοθετική άποψη στηρίζουν πιστά τα σκηνικά και τα κοστούμια του Ρίτσαρντ Χάντσον, ετερόκλητα, ευτελή σπαράγματα μίζερης πραγματικότητας, καθώς και οι λιτοί, ψυχροί φωτισμοί του Τζουζέπε ντι Ιόριο.
Όπως αναφέρει ο Βικ στο σημείωμά του: «Επιχειρήσαμε να ξεδιπλώσουμε την ουσία του έργου, ώστε να υπάρχει κάτι το οικουμενικό, που θα ταιριάζει σε κάθε εποχή. Όχι τόσο ως διαχρονικότητα όσο ως διαπίστωση ότι η ανθρωπότητα δεν αλλάζει ποτέ. ο θάνατος θα είναι πάντα θάνατος, η φτώχεια θα είναι φτώχεια και οι φοιτητές θα είναι φοιτητές. Άλλωστε, τα πρόσωπα της παρέας των τεσσάρων επίδοξων νεαρών καλλιτεχνών και της συντροφιάς τους είναι αναγνωρίσιμα στον καθέναν. Τα προβλήματα, οι έννοιες και τα αστεία τους, καθημερινά τότε, παραμένουν καθημερινά και σήμερα. Ο άτυχος έρωτας του Ροντόλφο για τη Μιμή αποκτά απρόσμενα τραγική διάσταση, μια και η ιστορία τους θα μπορούσε να διαδραματίζεται στο διπλανό διαμέρισμα, ανάμεσά μας».
Στο βαθμό που κάθε αναβίωση μιας οπερατικής παραγωγής (οφείλει να) συνιστά δημιουργική και πολύπλευρη διαδικασία, πρόσθετο ενδιαφέρον προσδίδει και η διπλή διανομή με πολλά νέα πρόσωπα. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, η υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου –κορυφαία singing actress της χώρας– δεν είχε ποτέ μέχρι σήμερα αναμετρηθεί με τον ρόλο της Μιμής (παρότι έχει τραγουδήσει αυτόν της Μουζέτας στη Metropolitan Opera). Στη δεύτερη διανομή τη Μιμή ερμηνεύει η υψίφωνος Άννα Στυλιανάκη, που θα έχει ως παρτενέρ (εναλλασσόμενο στον ρόλο του Ροντόλφο με τον Γιάννη Χριστόπουλο) τον τενόρο Άγγελο Σαμαρτζή, ο οποίος σταδιοδρομεί σε γερμανικά λυρικά θέατρα. Το αυτό ισχύει και για τη Μουζέτα του πρώτου καστ, την υψίφωνο Ευμορφία Μεταξάκη, που μοιράζεται τον πικάντικο ρόλο με την ομόλογό της Μαρία Παλάσκα. Τον ζωγράφο Μαρτσέλο ενσαρκώνουν οι βαρύτονοι Διονύσης Σούρμπης και Γιώργος Ιατρού, τον φιλόσοφο Κολίνε οι Ρώσοι μπάσοι Όλεγκ Μπουνταράτσκι και Γκλεμπ Περιάζεφ, ενώ τον μουσικό Σονάρ οι βαρύτονοι Γιάννης Σελητσανιώτης και Νίκος Κοτενίδης. Την ορχήστρα της ΕΛΣ διευθύνουν οι αρχιμουσικοί Ηλίας Βουδούρης και Βλαδίμηρος Συμεωνίδης.
Η «Μποέμ» θα παρουσιαστεί στην αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» του ΚΠΙΣΝ για 10 παραστάσεις (7-8, 13, 17, 20, 24, 27 και 30/12 καθώς και στις 3 και 5/1).