Η βιόλα ντα γκάμπα, δημοφιλές μουσικό όργανο της εποχής του μπαρόκ, είχε την τιμητική της σε δύο από τις πρώτες συναυλίες ενός πολύ ενδιαφέροντος νέου κύκλου του Μεγάρου Μουσικής με τίτλο «Για τσέλα και γκάμπες» που έλαβαν χώρα το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοέμβρη στην «Αίθουσα Δημ. Μητρόπουλος».

Αμφότερες έδωσαν μίαν αρκετά αντιπροσωπευτική εικόνα του ρεπερτορίου για το όργανο αυτό, με έργα συνθετών προερχόμενων από διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες και μουσικές παραδόσεις.
Η βιόλα ντα γκάμπα είναι σχετικά εγγύτερη προς το βιολοντσέλο, παρότι δεν ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Ο λιγότερο δυνατός, πιο ευαίσθητος ήχος της οφείλεται εν πολλοίς και στις τεχνικές/κατασκευαστικές διαφορές των δύο οργάνων. Αφού εφευρέθηκε και καθιερώθηκε στο χώρο της Μεσογείου τον 15ο και 16ο αιώνα, κυριαρχώντας έκτοτε σε ανακτορικά μέγαρα και αυλές, η βιόλα ντα γκάμπα έφθασε στο απόγειό της κατά τον 17ο αιώνα και έως τα μέσα του 18ου αιώνα στη Γαλλία, με κορυφαίους δεξιοτέχνες όπως ο Ζαν ντε Σαιντ-Κολόμπ και ο Μαρέν Μαραί.
Συνθέσεις των σπουδαίων αυτών προσωπικοτήτων, δασκάλου και μαθητή αντίστοιχα, για δύο βιόλες ντα γκάμπα και μπάσο κοντίνουο περιελάμβανε αποκλειστικά το πρόγραμμα της βραδιάς της 2/11 που πρότειναν τρία μέλη του σπουδαίου γαλλικού συνόλου οργάνων εποχής «Αχέρων». Η όμορφη εικόνα της ασφυκτικά γεμάτης αίθουσας πιθανότατα συνδέεται με τη διαχρονική δημοφιλία της ταινίας «Όλα τα πρωινά του κόσμου» του Αλαίν Κορνώ και του ευπώλητου σάουντρακ της με μουσική των δύο συνθετών που υπέγραφε ο μέγας Ζόρντι Σαβάλ: η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη βιόλα ντα γκάμπα και η σημερινή άνθησή της οφείλει πολλά στη συστηματική μελέτη και συναυλιακή εκτόξευση της παλαιάς μουσικής σε διεθνές επίπεδο κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο κορυφαίος σήμερα Γάλλος γκαμπίστας Φρανσουά Ζουμπέρ-Καγέ (που έχει ήδη ξεκινήσει τον άθλο της ηχογράφησης του συνόλου των σχεδόν 600 κομματιών που συνέθεσε ο Μαραί για βιόλα ντα γκάμπα!), ο γνωστός μας Έλληνας ομότεχνός του Ανδρέας Λινός και ο Γάλλος τσεμπαλίστας Φιλίπ Γκρισβάρ έπαιξαν δύο εκτενείς Σουίτες σε ρε ελάσσονα και σολ μείζονα αλλά και το συντομότερο κομμάτι «Τάφος του Κυρίου Μελίτονος» από το 1ο Βιβλίο του Μαραί. Εμβόλιμα οι δύο γκαμπίστες απέδωσαν τα υπ’αρ. 48 και 44 Κοντσέρτα του ντε Σαιντ-Κολόμπ.
Οι θαυμάσιες στο σύνολό τους ερμηνείες βασίσθηκαν στην ισοτιμία, την κομψότητα και τη διαφάνεια του διαλόγου που ανέπτυξαν οι δύο γκάμπες. Το μοναδικής εκφραστικής εκλέπτυνσης και ευγένειας παίξιμό τους ζωντάνεψε -από τις στα όρια της σιωπής μέχρι τις λιγοστές πιο εξωστρεφείς παραγράφους- τον διακριτικού λυρισμού, νηφάλιο κόσμο του Μαραί και αυτόν, αυστηρό του Σαιντ-Κολόμπ. Η ποιότητα ήχου και η αβίαστη δεξιοτεχνία, η εύπλαστη, ρευστή φραστική και η ξεκάθαρα αρθρωμένη αφήγηση συνέβαλαν καθοριστικά στην άρτια ανάδειξη της στοχαστικής, μελαγχολικής -ελέω ελάσσονος τονικότητας!- διάθεσης έργων με υφέρποντα λικνιστικό βηματισμό. Η ρυθμικά ακριβής συμπόρευση του τσέμπαλου έδωσε, πάντως, τροφή για προβληματισμό ως προς το κατά πόσο το όργανο αυτό ενδείκνυται περισσότερο π.χ. απ’ό,τι μια θεόρβη ή μια κιθάρα για σταθερό βάσιμο στο συγκεκριμένο είδος μουσικής…

Με έργα Μαραί (τον «Τάφο του Κυρίου Μελίτονος» και μερικά «Couplets de Folies για βιόλα ντα γκάμπα» από το 2ο Βιβλίο) ολοκλήρωσαν το ρεσιτάλ τους, λίγες μέρες αργότερα (13/11), και οι Κριστίν Πόττερ Κυπριανίδη και Γιάννης Τουλής, συνοδευόμενοι στο τσέμπαλο από την Κατερίνα Μιχοπούλου. Πρωτύτερα είχε ακουσθεί το «13ο κοντσέρτο σε σολ μείζονα για δύο όργανα» από τη συλλογή «Les goûts réunis ou Nouveaux concerts» του Φρανσουά Κουπρέν.
Με αφορμή την έλευση στη χώρα μας της καταξιωμένης -συναυλιακά, δισκογραφικά και παιδαγωγικά- Ελληνοαμερικανίδας σολίστ του μπαρόκ βιολοντσέλου και της βιόλας ντα γκάμπα για την αναγόρευσή της ως Επιτίμου Διδάκτορος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, το ρεσιτάλ αυτό ξεχώρισε πρωτίστως για το εξαιρετικά ενδιαφέρον πρόγραμμά του. Και τούτο γιατί προσέφερε ένα χαρακτηριστικό πανόραμα της εργογραφίας για βιόλα ντα γκάμπα της εποχής του μπαρόκ από 3 χώρες (Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία).
Τα κομμάτια άγγλων συνθετών γράφτηκαν τον 17ο αιώνα, έναν δηλ. αιώνα μετά την έλευση του οργάνου στην Αγγλία και την καθιέρωσή του στο ευρύ κοινό. Η Πόττερ Κυπριανίδη ερμήνευσε την «Παβάνα για σόλο βιόλα ντα γκάμπα» του Χιουμ, ενώ μαζί με τον Τουλή έπαιξαν το «Ντούο» του Λοκ και τις «Divisions» του Κρ. Σίμσον, δικαιώνοντας την διακοσμητικού χαρακτήρα απλότητα των κομματιών.
Πολύ πιο ερεθιστικές πρόβαλαν οι γερμανικές συνθέσεις των 17ου και 18ου αιώνα, όπως η χορευτική «Σερενάτα για δύο βιόλες ντα γκάμπα και μπάσο κοντίνουο» του Κύνελ, η «Σονάτα σε λα ελάσσονα για βιόλα ντα γκάμπα και μπάσο κοντίνουο» του Τέλεμαν, κυρίως όμως το «Αντάτζιο» και το «Αλέγκρο», αμφότερα σε ρε ελάσσονα, του -μεγαλύτερου Γερμανού γκαμπίστα εκείνης της περιόδου- Άμπελ, δύο δεξιοτεχνικά σύντομα κομμάτια για σόλο βιόλα ντα γκάμπα, που απέδωσε έξοχα ο Τουλής.
Σε γενικές γραμμές, οι συντελεστές έδωσαν ακριβή εικόνα του διακριτού στίγματος και χαρακτήρα κάθε κομματιού, ενώ και ο διάλογός τους πρόβαλε ισορροπημένος, παρά τον εύλογα ευκαιριακό χαρακτήρα της σύμπραξης. Η έλλειψη μεγαλύτερης ώσμωσης μεταξύ τους ενίσχυσε, πάντως, την εντύπωση μιας καταφανώς ακαδημαϊκής προσέγγισης μιας μουσικής που απαιτεί άφθονη φαντασία…
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης