Τρεις διαφορετικές οπερατικές προτάσεις χάρισαν στους φιλόμουσους κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτώβρη το Μέγαρο Μουσικής και η Εθνική Λυρική Σκηνή. Διαφορετικές όχι μόνο ως προς το ρεπερτόριο (κλασικισμού και ρομαντισμού, αντίστοιχα), όσο -και κυρίως- ως προς τον τρόπο ανεβάσματος.
Το Μέγαρο επέμεινε σε συναυλιακές («κοντσερτάντε») παρουσιάσεις λυρικών έργων Μπετόβεν και Μότσαρτ. Στις 30/10, η Αθήνα ξαναμπήκε στον ευρωπαϊκό μουσικό χάρτη, ως ενδιάμεσος σταθμός της περιοδείας μιας εκλεκτής ομάδας συντελεστών υπό τον διάσημο Ρενέ Γιάκομπς με τη «Λεονώρα» του Μπετόβεν. Η συγκεκριμένη εμφάνιση στην «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» οφείλεται, βέβαια, πιθανότατα στους στενούς δεσμούς με τη χώρα μας της πρωταγωνίστριας της, Γερμανίδας υψιφώνου Μάρλις Πέτερσεν. Σε κάθε περίπτωση, η ευκαιρία να ακουσθεί -σε πανελλήνια πρώτη;- η αρχική (1805) εκδοχή του «Φιντέλιο» -μοναδικής όπερας του Τιτάνα της μουσικής- απέβη πολύτιμη, δεδομένου του υψηλότατου επιπέδου της προσφερθείσης ερμηνείας.
Στον δίπρακτο «Φιντέλιο», το δραματουργικό και μουσικό κέντρο βάρους εστιάζεται στη δοκιμασία του πρωταγωνιστικού ζεύγους και της συζυγικής πίστης σε εποχές τυραννίας και την προβολή των κυρίαρχων μετά τη Γαλλική Επανάσταση αιτημάτων της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, πάγιων ιδανικών του Διαφωτισμού. Στην τρίπρακτη «Λεονώρα», πάλι, οι συγκεκριμένες θεματικές εμφανίζονται -κάπως αμβλυμμένες, όμως- στις δύο τελευταίες πράξεις, ενώ η πιο ανάλαφρη πρώτη πράξη περιστρέφεται γύρω από την αισθηματική ζωή της Μαρτσελλίνε, κόρης του δεσμοφύλακα Ρόκκο, η οποία ερωτεύεται τη -μεταμφιεσμένη σε Φιντέλιο για να σώσει τον φυλακισμένο σύζυγό της Φλόρεσταν- Λεονώρα.
Οι ξεχωριστές ισορροπίες των δύο εκδοχών αυτού του χαρακτηριστικού δείγματος «όπερας σωτηρίας» αντανακλούν και στη μουσική και την αισθητική της. Στη «Λεονώρα», χαρακτηριστικό δείγμα του δημοφιλούς τότε Singspiel (είδους opéra comique/«κωμικής» όπερας), ο λυρισμός και η οικειότητα ενός οικογενειακού δράματος είναι πιο έντονα. Ο λαϊκότροπος χαρακτήρας των σολιστικών μελωδιών συνοδεύεται από τον αρκετά περιορισμένο ρόλο της χορωδίας, ενώ και η εισαγωγή (η μετέπειτα γνωστή ως «Λεονώρα αρ. 2») είχε λιγότερο «αρρενωπά» συμφωνικά χαρακτηριστικά.
Ευφυής και εξαιρετικά πεπειραμένος αρχιμουσικός, ο Φλαμανδός Γιάκομπς αντελήφθη στο έπακρο τις μουσικές ιδιαιτερότητες της αρχικής εκδοχής. Η ιστορικά ενημερωμένη διεύθυνσή του διακρίθηκε περισσότερο για τη ρευστότητα απ’ό,τι για τις αιχμές της, την αφηγηματική της συνοχή παρά την προβολή αντιθέσεων. Καθοριστικής σημασίας αποδείχθηκε εν προκειμένω η εξαιρετική καλλιέπεια ήχου των οργάνων εποχής της έξοχης Ορχήστρας Μπαρόκ του Φράϊμπουργκ, με σπάνιας ευκρίνειας και ποιότητας σολιστικές συνεισφορές από έγχορδα (πρώτο βιολί, κοντραμπάσα!), χάλκινα και ξύλινα πνευστά. Οι εσωτερικές ισορροπίες και οι λεπτομέρειες της ανάγνωσης ήσαν θαυμαστές, κάτι που αναμένεται να επιβεβαιώσει και η επικείμενη δισκογραφική της αποτύπωση (από τη -μεταγενέστερη της αθηναϊκής- συναυλιακή παρουσίαση της όπερας στο Παρίσι).
Για ένα έργο που δεν διακρίνεται -σε καμία εκδοχή του- ούτε για την θεατρική φλέβα ούτε για την πρωτοτυπία της φωνητικής γραφής του, εξίσου θετικά λειτούργησε ο ημισκηνοθετημένος τρόπος παρουσίασης, που κράτησε αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του πολυπληθούς ακροατηρίου.
Από την εν γένει ισορροπημένη διανομή με το χωρίς βιμπράτο τραγούδι, ξεχώρισε αναντίρρητα η θαυμάσια Λεωνόρα/Φιντέλιο της Πέτερσεν. Παρότι δεν αποτελεί τη δραματική υψίφωνο που απαιτεί ο ρόλος, το φωτεινό ηχόχρωμα, η άνεση στις υψηλές νότες και το δεδομένο θεατρικό ταλέντο της τραγουδίστριας της επέτρεψαν να σμιλεύσει ένα συγκινητικό -πιο «θηλυκό» απ’ό,τι ανδρόγυνο- πορτρέτο της κεντρικής ηρωίδας. Εξίσου επιτυχημένα από μουσικοδραματική άποψη ενσάρκωσαν τους -βοηθητικούς, πλην σημαντικούς- ρόλους του Ρόκκο και της Μαρτσελλίνε, ο Ρώσος βαθύφωνος Ντμίτρυ Ιβαστσένκο και η Αμερικανίδα σοπράνο Ρόμπιν Τζοχάνσεν.
Ο Αυστριακός ελαφρύς τενόρος Γιοχάννες Κουμ υποστήριξε άρτια τον ρόλο του Τζακίνο και απλώς ικανοποιητικά …αυτόν, πρωταγωνιστικό του Φλόρεσταν, αντικαθιστώντας την τελευταία στιγμή -και με μία μόλις πρόβα!- τον ασθενήσαντα Μαξιμίλιαν Σμιτ. Ως μοχθηρός Ντον Πιτσάρρο, ο Νορβηγός βαρύτονος Γιοχάννες Βάϊσσερ διέθετε μεν το σκηνικό κύρος του ρόλου, αλλά η φωνή ηχούσε γκρίζα, χωρίς χρώματα. Αντιθέτως, εντυπωσίασε με το υγιές, πλούσιο τίμπρο ο Ντον Φερνάντο του -με καταγωγή από το Κουβέϊτ- Γερμανού μπάσου Ταρέκ Ναζμί.
Άριστη -ακριβής, αιχμηρή και καλοσυντονισμένη- υπήρξε η συμμετοχή της Χορωδίας της Ακαδημίας Τραγουδιού της Ζυρίχης.
Στις 19/10, στην «Αίθουσα Δημ. Μητρόπουλος» του Μεγάρου, ο Σύλλογος «Οι Φίλοι της Μουσικής» (που πριν από λίγες μέρες θύμισε σε μία σεμνή, πλην ουσιαστική εκδήλωση τελετή τη σημαντική δραστηριότητά του) σε συνεργασία με το Σωματείο «Υποτροφίες Μαρία Κάλλας» πρότειναν με πρωτότυπο τρόπο εκτενή αποσπάσματα από την αριστουργηματική όπερα του Μότσαρτ «Η μεγαλοψυχία του Τίτου».
Στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών δράσεων του Σωματείου, παλαιοί και τωρινοί υπότροφοι ερμήνευσαν τα κυριότερα μουσικά σύνολα και τις άριες του έργου, υπό την καθοδήγηση της καταξιωμένης μεσοφώνου Δάφνης Ευαγγελάτου και με την πολύτιμη σύμπραξη του πιανίστα Δημήτρη Γιάκα (μουσική προετοιμασία και συνοδεία) και του κλαρινετίστα Γιάννη Σαμπροβαλάκη. Ο Νίκος Πετρόπουλος επιμελήθηκε του λιτού σκηνικού χώρου, τον οποίο κόσμησαν γλυπτά (θώρακες) της Αλεξάνδρας Αθανασιάδη. Άπαντες οι συντελεστές της παράστασης προσέφεραν ευγενικά τη συμμετοχή τους υπέρ των υποτροφιών «Μαρία Κάλλας».
Η ιδιαιτερότητα του συναυλιακού αυτού ανεβάσματος έγκειτο στην περιεκτική και γλαφυρή παρουσίαση και δραματουργική ανάλυση από την -εγνωσμένα και λαμπρή παιδαγωγό, Καθηγήτρια στην Ανωτάτη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου- Ευαγγελάτου της δράσης της όπερας, την οποία συμπλήρωνε η ερμηνεία των φωνητικών αποσπασμάτων. Η βραδιά απευθύνθηκε, έτσι, ευπρόσδεκτα τόσο στη νεώτερη γενιά φιλόμουσων όσο και στους πιο έμπειρους ακροατές.
Υπό την εύροη, ρυθμομελωδικά ακριβή πιανιστική συνοδεία του Γιάκα, το σύνολο της νεανικής διανομής ανταποκρίθηκε επαρκώς μεν, άνισα δε στις αυξημένες από πλευράς τραγουδιού απαιτήσεις. Οι τρεις εμπειρότεροι μονωδοί ανέλαβαν τους βασικούς ρόλους. Ο Τίτος του τενόρου Κωνσταντίνου Κληρονόμου ήταν καλλιεπής, αλλά κάπως σφιγμένος. Η υψίφωνος Άννα Στυλιανάκη ενσάρκωσε μια δυναμική Βιτέλλια, ρόλο πάντως σχεδόν απαγορευτικό για την υψηλή φωνητική της περιοχή. Η -εκ νέου- μεσόφωνος Άρτεμις Μπόγρη υπήρξε ένας παθιασμένος, πλην μονοδιάστατος Σέστο. Σαφέστερη εικόνα των διλημμάτων που ο συγκεκριμένος χαρακτήρας αντιμετώπιζε έδωσε η ερμηνεία μιας άριας του από την Ευαγγελάτου.
Οι δευτεραγωνιστικοί ρόλοι ικανοποίησαν περισσότερο: ο στιβαρός Πόπλιος του μπασοβαρύτονου Μάριου Σαραντίδη, ο αποφασιστικός, καλοτραγουδισμένος (οριακά όμως για τη φωνή της) Άννιος της μεσοφώνου Μάρθας Σωτηρίου, κυρίως δε η μουσικότατη Σερβίλια της υψιφώνου Βάσιας Αλάτη. Το φωτεινό ηχόχρωμα, το σπάνιας γραμμής και αρτιότητας τραγούδι, η επιβλητική σκηνική παρουσία επιβεβαίωσαν τις πολλές προσδοκίες που συνοδεύουν τη νυν υπότροφο «Μαρία Κάλλας».
Ανεξαρτήτως των όποιων αδυναμιών, το ενδιαφέρον αυτό «λυρικό εργαστήρι» θα άξιζε να επαναληφθεί και με άλλα έργα στο μέλλον…
Μετά από δύο τόσο διακριτές συναυλιακές προσεγγίσεις, η επανάληψη παλαιότερης παραγωγής του σταθερά δημοφιλούς «Ριγολέττου» του Βέρντι που πρότεινε η Εθνική Λυρική Σκηνή στο «Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» (29/10) ήταν για άλλους λόγους χρήσιμη.
Λιγότερο σίγουρα για την επιβεβαίωση της ανθεκτικότητας της δουλειάς του Νίκου Πετρόπουλου (μίας πειστικής από κάθε άποψη -εικαστική, αισθητική, δραματουργική- μεταφοράς της δράσης στη φασιστική Ιταλία του 1938) ή την άνετη προσαρμογή της στη μεγάλη σκηνή της «Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος» (αφού είχε προηγηθεί το προ τετραετίας ανέβασμα στην «Αίθουσα Τριάντη» του ΜΜΑ), έστω και αν η πλήρης απουσία εσωτερικών χώρων δυσκόλευε την κατάδυση στο σύνθετο ψυχολογικό κόσμο των χαρακτήρων. Το αυτό ισχύει και για την οριακή ανταπόκριση του -πάντως, καλά προετοιμασμένου- τενόρου Γιάννη Χριστόπουλου στις απολύτως ιδιαίτερες φωνητικές και υποκριτικές απαιτήσεις του ρόλου του Δούκα της Μάντοβας.
Η παρούσα αναβίωση (από τον Ίωνα Κεσούλη) χρησίμευσε περισσότερο για τη διεξοδικότερα επεξεργασμένη -επιτέλους!- ερμηνεία από τον βαρύτονο Δημήτρη Πλατανιά του επώνυμου πρωταγωνιστικού ρόλου, που εκτόξευσε τη διεθνή του καριέρα. Η φωνητική του αρτιότητα παραμένει δεδομένη, όπως και αυτή της λυρικής υψιφώνου Χριστίνας Πουλίτση. Παρότι το τίμπρο ηχεί πλέον πιο μεστό, η πάντοτε ανεπίληπτη κολορατούρα και η όμορφη σκηνική παρουσία διασφάλισαν την αναγκαία για το ρόλο της Τζίλντας δροσιά. Καλό θα ήταν, βέβαια, να αποφεύγονται κάποιοι παλιομοδίτικοι, θεατρικά αχρείαστοι ακκισμοί. Σε γενικές γραμμές, επαρκείς -αν και όχι αξιομνημόνευτοι- ήσαν όλοι οι δευτεραγωνιστικοί ρόλοι, ενώ αξιοπρεπώς τραγούδησε και κινήθηκε η Χορωδία.
Την αρνητική έκπληξη αποτέλεσε η ελάχιστα συνεκτική (σε τέμπι, ειρμό και αφήγηση) μουσική διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη, που δεν μπόρεσε να εμφυσήσει στην Ορχήστρα της ΕΛΣ και συνεπακόλουθα στην όλη παράσταση την τόσο αναγκαία δραματική πνοή…
Credits φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης («Λεονώρα» - «Μεγαλοψυχία του Τίτου») / Δημήτρης Σακαλάκης («Ριγολέττος»)