Ιδιαίτερα επιτυχημένο υπήρξε το φετινό Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ. Παρότι στενά συνδεδεμένο με τον Μότσαρτ, το Φεστιβάλ εκτείνεται παραδοσιακά όχι μόνο πέραν του έργου του διασημότερου τέκνου της πόλης (με πλήθος εκλεκτών παραγωγών όπερας και συναυλιών με σπουδαίους συντελεστές που το καθιστούν το πληρέστερο σήμερα μουσικό φεστιβάλ παγκοσμίως), αλλά και πέραν της μουσικής, με παραστάσεις θεάτρου και χορού.

Ο ιδιαίτερα αγαπητός στη φιλόμουση οικονομική αριστοκρατία του γερμανόφωνου χώρου (αλλά όχι μόνο…) θεσμός συνιστά ένα «ακριβό» καλλιτεχνικό προϊόν, που δεν μπορεί να επιβιώσει με την κρατική επιχορήγηση. Οι αναπόδραστα τσιμπημένες τιμές στα εισιτήρια ή η αναζήτηση χορηγιών από τον ιδιωτικό τομέα συνδυάζονται, πάντως, με δωρεάν προβολές παλαιότερων ή και …νέων εκδηλώσεων κάθε βράδυ στην κεντρική πλατεία της πανέμορφης πόλης. 
Αξιοσημείωτη ήταν φέτος και η ελληνική παρουσία. Η Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη υπέγραψε μιαν κάπως αιρετική σκηνοθεσία της «Λούλου» του Βέντεκιντ, στην οποία συμπρωταγωνίστησε η Αριάν Λαμπέντ. Σε επίπεδο μουσικής, ο Θόδωρος Κουρεντζής αποτέλεσε έναν από τους σταρ της διοργάνωσης, όχι μόνο για την ανορθόδοξη ερμηνεία του στην καινούργια παραγωγή της «Μεγαλοψυχίας του Τίτου» του Μότσαρτ, αλλά και για τις συμφωνικές συναυλίες του συνόλου του «MusicAeterna». Εξίσου συζητήθηκαν, για την ψαγμένη μοτσάρτια ματιά τους, οι συναυλίες του αρχιμουσικού Κων/νου Καρύδη με την Ορχήστρα του τοπικού «Μοτσαρτέουμ». 
Το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ ξαναβρήκε, εξάλλου, μετά από καιρό, και σαφές προγραμματικό στίγμα. Ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής Μάρκους Χιντερχώυζερ επιμελήθηκε ενός ερεθιστικού προγράμματος που εστίασε στην πανοπλία και τις στρατηγικές της εξουσία». Αν σε συναυλιακό επίπεδο η θεματική αυτή αφορούσε κυρίως έναν κύκλο για τις ταραχώδεις σχέσεις του Σοστακόβιτς με το σοβιετικό καθεστώς, στο χώρο της όπερας επέτρεψε την παρουσίαση συναρπαστικών παραγωγών εμβληματικών δημιουργιών μοντέρνου λυρικού θεάτρου. 
I.ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΠΕΡΑ 
Τρεις παραγωγές έργων, γραμμένων σε διαφορετικές φάσεις του «μοντέρνου» 20ού αιώνα από 3 συνθέτες με διακριτή μουσική υπογραφή, κυριάρχησαν στο οπερατικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ. Κοινός παρονομαστής τους υπήρξε η σπάνια ώσμωση θεάτρου και μουσικής: σε όλες οι σκηνοθέτες δούλεψαν στενά και επί μακρόν με εκλεκτούς ερμηνευτές και λαμπρούς αρχιμουσικούς, που διηύθυναν την ασύλληπτης ευελιξίας και εκφραστικότητας Φιλαρμονική της Βιέννης. 

Η αδιαμφισβήτητα κορυφαία παραγωγή ήταν αυτή της όπερας του Σοστακόβιτς «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» στη «Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ». Το έργο ανεβαίνει πλέον συχνότατα διεθνώς, θεωρείται δε από αυτά που εξαιρετικά σπάνια δεν τυγχάνουν ενός επιτυχημένου ανεβάσματος. 
Εν προκειμένω, ο Γερμανός θεατρικός σκηνοθέτης Αντρέας Κρήγκενμπουργκ επιμελήθηκε μίας συγκλονιστικής παράστασης. Μετέφερε τη δράση από την τσαρική στη μετασοβιετική ολιγαρχική Ρωσία, μέσα σ’έναν επιβλητικό γιγαντιαίο τσιμεντένιο σκηνικό χώρο (εργοστάσιο), που μετετράπη στο τέλος σε φυλακή. Συρόμενα, «συρταρωτά» δωμάτια όριζαν άλλοτε τον ιδιωτικό χώρο της ηρωίδας άλλοτε τους ανδρικούς θύλακες εξουσίας˙ εντυπωσιακές σκηνές πλήθους εναλλάσσονταν με περισσότερο εσωτερικές στιγμές. Στον αντίποδα των κυνικών ανδρικών ρόλων, η Καταρίνα σκιαγραφήθηκε εύστοχα όχι ως μία αποτρόπαιη δολοφόνος, αλλά ως μία καταπιεσμένη σύγχρονη γυναίκα που δίψαγε για ζωή και έρωτα, φθάνοντας μέχρι τα άκρα. Βία και σεξ αποδόθηκαν ωμά, ρεαλιστικά, ενώ κωμικές και τραγικές σκηνές διαδέχονταν η μία την άλλη με πρωτοφανή ρευστότητα. 
Θέατρο και μουσική σχημάτισαν ένα άρρηκτο όλο. Ο σπουδαίος Λετονός αρχιμουσικός Μάρις Γιάνσονς, που τόσο σπάνια διευθύνει όπερα, είναι εγνωσμένος λάτρης του έργου. Τόσο πολύ μάλιστα ώστε να ενσκήψει στο σωζόμενο μουσικό υλικό του συνθέτη, σε μια προσπάθεια αποκατάστασης κατά το δυνατό της χαμένης αρχικής παρτιτούρας. Η μουσική του διεύθυνση αποκωδικοποίησε ανάγλυφα, όσο λίγες, όλο το εύρος διαθέσεων της μουσικής: τη σκληρότητα και την πικρία, την ειρωνεία και τον γκροτέσκο χαρακτήρα. Η Φιλαρμονική της Βιέννης, αληθινός μουσικός χαμαιλέων, οργίασε με την τεράστια γκάμα ηχοχρωμάτων και δυναμικών, με τη ρυθμική σβελτάδα, με το ενίοτε συναισθηματικό παίξιμο. 
Η παραγωγή ευτύχησε, εξάλλου, να διαθέτει μία διανομή κατά 99% ρωσική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς την ιδιωματική εκφορά του λόγου και τη νοηματοδότηση του κειμένου. Στις 21/8, το πρωταγωνιστικό ζεύγος εντυπωσίασε όχι μόνο με τις φωνητικές του επιδόσεις, αλλά και με τη δεδομένη σκηνική του χημεία. Αρχικά «ντουμπλύρ» της Σουηδής ντίβας Νίνας Στέμμε που «αρρώστησε» (;) μετά τις δύο πρώτες παραστάσεις, η Ρωσίδα υψίφωνος Εβγκενία Μουραφιόβα ενθουσίασε με τη φρεσκάδα φωνής και παρουσίας, τη μεγάλη άνεση στην υψηλή περιοχή, το συνδυασμό θηλυκότητας και αποφασιστικότητας! Ο Αμερικανός τενόρος Μπράντον Τζοβάνοβιτς αποτέλεσε έναν ιδανικό μάτσο Σεργκέϊ, με τραγούδι ρωμαλέο αλλά και ευαίσθητο, όταν έπρεπε. Πατήρ (Μπόρις) και υιός (Ζηνόβυ) Ισμαΐλωφ ενσαρκώθηκαν με τον δέοντα κυνισμό και παραίτηση από τον βαθύφωνο Ντμίτρυ Ουλιάνωφ και τον τενόρο Μαξίμ Παστέρ. Ανεπίληπτη μουσικοδραματικά υπήρξε η Χορωδία της Όπερας της Βιέννης. 
Οι έντονες επευφημίες του κοινού επιβεβαίωσαν την αίσθησή μας ότι αυτή η «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» αποτέλεσε μία από τις πλέον δυνατές οπερατικές παραγωγές των τελευταίων χρόνων διεθνώς! Τι κρίμα που οι υπερβολικές οικονομικές απαιτήσεις του εκδοτικού οίκου που έχει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου δεν επέτρεψε τη βιντεοσκόπησή της… 

Η άλλη μεγάλη οπερατική παραγωγή του φετινού Φεστιβάλ ήταν αναμφίβολα αυτή του «Βότσεκ» του Μπεργκ, ενός αριστουργήματος του μοντερνισμού, σε σκηνοθεσία του σπουδαίου Νοτιοαφρικανού εικαστικού Ουίλλιαμ Κέντριτζ (με τη σύμπραξη του Λυκ Ντε Βιτ). Στο «Σπίτι για τον Μότσαρτ» (την παλιά «Μικρή Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ») γίναμε μάρτυρες (27/8) μιας μουσικοθεατρικά ιδιαίτερης πλην συναρπαστικής δουλειάς. 
Από σκην(οθετ)ικής άποψης, η παράσταση εκτυλίχθηκε σ’ένα διπλό φόντο: η δράση οριοθετήθηκε μεν σ’ένα λιτό, πολυεπίπεδο, αρκετά κλειστοφοβικό σκηνικό χώρο, επικαλυπτόμενη/σχολιαζόμενη από ένα πολυδιάστατο εικαστικό/εικονικό σύμπαν με το οποίο συνυπήρχε. Η εξπρεσιονιστική εκφραστική παλέτα του Κέντριτζ (κινούμενα σχέδια/animation, σχέδια, χαρακτικά και πίνακες -«πειραγμένες» αναφορές σε δημιουργίες των Τζωρτζ Γκρος, Όττο Ντιξ και Άνσελμ Κήφερ- βιντεοπροβολές, κούκλες) κυριάρχησε οπτικά παραπέμποντας σε μιαν αισθητική Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Συμπορεύθηκε δε με το θεατρικό του Μπύχνερ και τη μουσική του Μπεργκ, αμβλύνοντας πάντως την ένταση αμφοτέρων! Οι υποβλητικοί στο όριο του σκότους φωτισμοί συνέβαλαν καθοριστικά στην παγίωση της ζοφερής ατμόσφαιρας αυτού του δοκιμίου για την ανθρώπινη κατάσταση και τα πάθη σε μίαν εξαθλιωμένη κοινωνία. Πάντως, ο αέναος βομβαρδισμός με εικόνες δυσκόλευε την πρόσληψη, απορροφώντας διαρκώς το βλέμμα και την προσοχή… 
Και σε μουσικό επίπεδο, ο Ρώσος αρχιμουσικός Βλαντιμίρ Γιουρόφσκι απέφυγε ακρότητες και εντάσεις, υιοθετώντας μιαν καθ’όλα υποστηρίξιμη υστερο-ρομαντική οπτική. Εκμεταλλευόμενος τον καλλιεργημένο, διάφανο ήχο και τα σβέλτα ανακλαστικά της Φιλαρμονικής της Βιέννης, διέπλασε μιαν κρυστάλλινης καθαρότητας, αφηγηματικά μεστή μουσική διεύθυνση, που δικαίωσε με συναισθηματική νηφαλιότητα και πικρό λυρισμό τη δυσκολότατη παρτιτούρα. 
Από πλευράς διανομής, καθήλωσε το πρωταγωνιστικό ζεύγος. Αξιοποιώντας στο έπακρο όλες τις αρετές (άρθρωση, αποχρώσεις, εσωτερικότητα) του κορυφαίου ληντερίστα για να ισορροπήσει περίτεχνα μεταξύ τραγουδιού και Sprechgesang, ο Γερμανός βαρύτονος Ματίας Γκαίρνε ενσάρκωσε έναν ανθρώπινο, πληγωμένο Βότσεκ. Πλάι του, η αρμενικής καταγωγής Λιθουανή υψίφωνος Ασμίκ Γκριγκοριάν έθελξε ως Μαρί με φωνητική δροσιά και νεανική παρουσία. Τους ρόλους-καρικατούρες των λοχαγού, γιατρού και αρχιτυμπανιστή υποστήριξαν άψογα οι Γκέρχαρντ Ζήγκελ, Γενς Λάρσεν και Τζων Ντάσακ, ενώ ο Ελβετός τενόρος Μάουρο Πέτερ (Αντρές) ξεχώρισε για το φωτεινό, μεσογειακό ηχόχρωμα… 

Ένα διαφορετικό βλέμμα στην εξουσία έριξε η έτερη νέα παραγωγή του Φεστιβάλ, αυτή της όπερας του Άριμπερτ Ράιμαν «Ληρ», που άντλησε έμπνευση από το γνωστό σαιξπηρικό έργο. Πριν 40 χρόνια, η πρώτη της παρουσίαση στο Μόναχο συνοδεύθηκε από πλήθος αποδοκιμασιών, έχοντας χαρακτηρισθεί ως «μουσικός θόρυβος»! Κι όμως, έκτοτε, η γραμμένη για τον θρυλικό βαρύτονο Ντήτριχ Φίσερ-Ντήσκαου όπερα ανέβηκε, μαζί με την παρούσα, 29 φορές… 
Αγαθή τύχη για το Σάλτσμπουργκ, ο πάντοτε ακμαίος 81χρονος Γερμανός συνθέτης ήταν παρών τόσο στις πρόβες όσο και σε όλες τις παραστάσεις του έργου, παρέχοντας πολύτιμες συμβουλές στο μουσικό διευθυντή Φραντς Βέλζερ-Μαιστ και τον σκηνοθέτη Σάϊμον Στόουν. Ο ταχύτατα ανερχόμενος Αυστραλός σκηνοθέτης πρότεινε μια ευανάγνωστη παραγωγή με έντονα διακριτές τις δύο πράξεις, που έλαβαν χώρα και ενώπιον κερκίδας «θεατών» (χορωδών) επί της σκηνής της χτισμένης σε βράχο «Σχολής Ιππασίας» (Felsenreitschule). Στην Α’ πράξη, η σκηνή καλύφθηκε σε όλη της την έκταση με ένα τεράστιο λιβάδι από λουλούδια, επί του οποίου εκτυλίχθηκε μέχρι το καταληκτικό όργιο η επίδειξη εξουσίας του Ληρ, λίγο πριν την οικειοθελή παράδοσή της στις 3 κόρες του. 
Η σταδιακή κατάπτωση της κοινωνίας βάδισε παράλληλα με την καταστροφή της φύσης… Στη Β’ πράξη, ο πνιγμένος στο λευκό και γκρίζο χρώμα γυμνός σκηνικός τόπος σημαδεύθηκε από μία τεράστια κόκκινη κηλίδα αίματος. Σε αυτήν «κύλησαν» σταδιακά, θύματα των στυγνών παιχνιδιών εξουσίας, όλοι οι πρωταγωνιστές αλλά και οι παριστάμενοι χορωδοί, θύματα ενός αφαιρετικά τελετουργικού μακελειού! Εμπλουτίζοντας τη δράση με εύστοχες ψυχαναλυτικές πινελιές-παραπομπές στην παιδική ηλικία, η θεατρικότητα της διδασκαλίας του Στόουν κλιμάκωνε διαρκώς την αίσθηση του τρόμου, του πόνου, της απόγνωσης. 
Σε μουσικό επίπεδο, η παράσταση της 23/8 κινήθηκε σε δυσθεώρητα για ένα τέτοιας δυσκολίας έργο ύψη. Ο Ράϊμαν ξέρει να «χτίζει» σκηνές με τη βαθιά ψυχολογικών διαστάσεων μουσική του: υπαινικτική, μοντερνιστική στην εξωστρεφή πρώτη πράξη, αιχμηρά εξπρεσιονιστική στην εσωτερικότερη δεύτερη! Το πολύπλοκο ηχητικό σύμπαν της στριφνής παρτιτούρας, από τις σιωπές μέχρι τα διάτορα φορτίσσιμι, απέδωσε με σκανδαλιστική άνεση και απίθανη ευελιξία η Φιλαρμονική της Βιέννης, καθοδηγούμενη με χειρουργική ακρίβεια από τον Αυστριακό αρχιμουσικό Βέλζερ-Μαιστ. Η τοποθέτηση των κρουστών άνω και δεξιά της ορχηστρικής τάφρου επέτρεψε τη διάχυση του ήχου κατά τρόπο ώστε να μην υπερκαλύπτονται οι φωνές. 
Της εξαιρετικής πολυπληθούς διανομής ηγήθηκε, ως Ληρ, ο σπουδαίος Καναδός μπασοβαρύτονος Τζέραλντ Φίνλεϋ. Η τέχνη του τραγουδιού του, η υποδειγματική εκφορά του λόγου, η επιβλητική, γεμάτη ευγένεια υπόκριση φώτισαν όλη τη διαδρομή του βασιλιά από την ύβρι και την ταπείνωση μέχρι την πτώση/τρέλα. Έξοχα λειτούργησαν μουσικοδραματικά οι τριάδες κομβικών γυναικείων και ανδρικών ρόλων. Η αντίθεση ηχοχρωμάτων των 3 θυγατέρων του Ληρ επέτρεψε την γλαφυρή προβολή αφενός του κυνισμού και της σκληρότητας των Γκόνεριλ και Ρέγκαν από τις Γερμανίδες δραματικές υψιφώνους Έβελυν Χερλίτζιους και Γκουν-Μπριτ Μπάρκμιν, αφετέρου της ευαισθησίας και τρυφερότητας της Κορντέλια από τη συμπατριώτισσά τους λυρική σοπράνο Άννα Προχάσκα. 
Η περισσότερο καρατερίστικη, αλλά πάντοτε με μέτρο υπόκριση αντιδιέστειλε την εκ παραλλήλου εκτυλισσόμενη σχέση ενός άλλου πατέρα -του Κόμη Γκλόστερ, που σκιαγράφησε θαυμάσια ο Εσθονός βαρύτονος Λάουρι Βαζάρ- με τους 2 γιους του, τον αδίστακτο νόθο Έντμουντ του Αμερικανού τενόρου Τσαρλς Γουέρκμαν και τον άτυχο, γεμάτο ανθρωπιά Έντγκαρ/Τομ, που ενσάρκωσε ιδανικά ο Γερμανός κόντρα-τενόρος Κάι Βέσσελ. Άρτια συνέπραξαν αρκετοί μονωδοί και ηθοποιοί σε δευτεραγωνιστικούς ρόλους και μέλη της Χορωδίας της Κρατικής Όπερας της Βιέννης. 
II.ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ 
Οι συμφωνικές συναυλίες αποτελούν παραδοσιακά ένα από τα πολύ γερά χαρτιά του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ. Πουθενά αλλού ανά τον κόσμο δεν έχει κανείς τη δυνατότητα να απολαύσει μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα κορυφαίες ευρωπαϊκές και αμερικανικές ορχήστρες σε εξαιρετικά πλούσια προγράμματα! Πρόσθετο ατού του Φεστιβάλ αποτελεί η συμμετοχή της περίφημης Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης όχι μόνο σε οπερατικές παραγωγές του, αλλά και με ξεχωριστό κύκλο συναυλιών υπό τη διεύθυνση εξεχόντων αρχιμουσικών. 
Αν, φέτος, η παρέλαση σημαντικού αριθμού «μεγάλων» ορχηστρών υπήρξε πιο περιορισμένη σε σχέση με τα περασμένα χρόνια, το ενδιαφέρον κέντρισε η εστίαση πολλών προγραμμάτων στο ρεπερτόριο του μοντερνισμού, προσφέροντας μιαν ευπρόσδεκτα συμπληρωματική, συμφωνική, ματιά στο οπερατικό πανόραμα που προαναφέρθηκε. 

Οι τρεις πρώτες συναυλίες δόθηκαν στην εξαιρετικής ακουστικής «Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ». Στις 26/8, η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης και ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ αναμετρήθηκαν -ένα μόλις χρόνο μετά τους Βερολινέζους υπό τον Ρατλ- με την δύσκολη, στριφνή 7η Συμφωνία του Μάλερ. 
Εξίσου εξωστρεφής και αναλυτική, η μουσική διεύθυνση του 75χρονου Αργεντινοεβραίου αρχιμουσικού κατάφερε να προβάλλει με σαφήνεια την ανήσυχη δραματουργία του έργου. Σβέλτες ταχύτητες, ρυθμική ζωντάνια (ιδίως στο φρενήρες ροντό/φινάλε), υπερθετικές σολιστικές επιδόσεις μουσικών από όλες τις ορχηστρικές υποομάδες αποδείχθηκαν προς τούτο καταλυτικές ιδίως στις γεμάτες εντάσεις παραγράφους. Οι εξίσου καθοριστικές «Νυχτερινές μουσικές», με την αρμονική τους πολυπλοκότητα, δόθηκαν αρκετά ικανοποιητικά -κυρίως λόγω της ξεχωριστής ηχητικής ταυτότητας των Βιεννέζων μουσικών- ενίοτε, όμως, λίγο γενικόλογα, χωρίς εκφραστικό βάρος: η εσφαλμένη π.χ. τοποθέτηση στα άκρα της ορχήστρας του μαντολίνου και της κιθάρας άμβλυνε τον ποιητικό χαρακτήρα της παρέμβασής τους. 
Οι δύο φετινές φεστιβαλικές εμφανίσεις της Φιλαρμονικής του Βερολίνου σε περιπετειώδη προγράμματα, που επέλεξε -στην τελευταία του χρονιά ως επικεφαλής της- ο σερ Σάϊμον Ρατλ κατέδειξαν την άνεση της θρυλικής ορχήστρας σε ευρύτατες ζώνες του ρεπερτορίου Η δεύτερη από αυτές (28/8) έδωσε την ευκαιρία να σμίξουν συναυλιακά η πρώτη και η τελευταία από τις Συμφωνίες του Σοστακόβιτς. Και τα δύο έργα είναι δείγματα της τεχνικής του κολλάζ: στη νεανική 1η Συμφωνία, αυτή -κοιτώντας τόσο στο ρωσικό 19ο αιώνα όσο και στις σύγχρονες της, μοντερνιστικές τάσεις της Δύσης- αποτελεί τη βάση της μοτιβικής ανάπτυξης. Στην αινιγματική 15η ο Σοβιετικός συνθέτης προβαίνει σ’έναν οιονεί δημόσιο αποχαιρετισμό, ανασύροντας από την ιδιωτική μνήμη μουσικά σπαράγματα διαφορετικών συνθετών και ύφους. 
Χωρίς να διαθέτει την ιδιωματική ηχητική ταυτότητα (κυρίως στα χάλκινα) των ρωσικών ομολόγων της, η βερολινέζικη ορχήστρα χάρισε εξαιρετικά φροντισμένες, αναλυτικές αναγνώσεις, μοναδικής καθαρότητας και ακρίβειας. Απόλαυσε κανείς σε αμφότερα τα έργα τον παλμό και την πνοή της αφήγησης, που, αξιοποιώντας παίξιμο μεγάλης ποιότητας και δεξιοτεχνίας από όλες τις υποομάδες (έξοχα ξύλινα πνευστά!), φώτισε κάθε παράγραφο, κάθε λεπτομέρεια των άκρως πολυστιλιστικών παρτιτούρων. Ζητούμενο παρέμεινε, πάντως, η εναργέστερη ανάδειξη τόσο της λεπτής ειρωνείας της 1ης Συμφωνίας όσο και της διάχυτης απελπισίας της 15ης. 

Την επομένη (29/8), ακούσαμε μετά από καιρό μιαν αμερικανική ορχήστρα, και μάλιστα μία από τις ιστορικότερες, την Συμφωνική του Πίτσμπουργκ υπό τον Αυστριακό μουσικό διευθυντή της Μάνφρεντ Χόνεκ. Ολόκληρο το πρώτο μέρος του προγράμματος κάλυψε μια ιδιότυπη, σπονδυλωτή σουίτα του Λουτοσλάφσκι για βιολί και ορχήστρα, αποτελούμενη από τα έργα «Παρτίτα» και «Chain 2», τα οποία συνέδεσε ένα ορχηστρικό «Ιντερλούδιο». Σολίστ ήταν η περίφημη Γερμανίδα βιολίστρια Άννε-Ζοφί Μούττερ, στην οποία οι βιολιστικές συνθέσεις ήταν αφιερωμένες. Με άφθαστη μουσικότητα και ορθοτονικά αψεγάδιαστο ήχο, εκτύλιξε την προσωπική μοντερνιστική γραφή του Πολωνού συνθέτη από το βιολί, με αενάως εκτυλισσόμενους μονολόγους (όπου το κάθε θέμα, λίγο πριν την ολοκλήρωσή του, διαδέχεται «αλυσιδωτά» ένα άλλο!), που κατόρθωναν πάντως να «συνομιλούν» με τη διακριτική ορχήστρα. 
Σε σχέση με όσα προηγήθηκαν, η 6η Συμφωνία («Παθητική») του Τσαϊκόφσκι που ακολούθησε ήχησε εύλογα μεν εκτός κλίματος, παραδόξως δε «εκτός θέματος». Ουδείς μπορεί ν’αμφισβητήσει φυσικά την ποιότητα της ορχήστρας, το αθλητικό σφρίγος, τα ακαριαία ανακλαστικά της. Το κύκνειο άσμα του μεγάλου Ρώσου ρομαντικού ζητά οπωσδήποτε ερμηνευτές (δεξιο)τεχνικά άψογους, ικανούς να αποκωδικοποιήσουν τις επιμέρους συνιστώσες της πλούσιας, πολυεπίπεδης συμφωνικής γραφής. Όμως, το υπερχειλίζον ρομαντικό πάθος (που βασίσθηκε σε πληθώρα ντεσιμπέλ!) άμβλυνε την αναγκαία κατάδυση στις σκοτεινότερες περιοχές της δραματουργικά και συναισθηματικά φορτισμένης μουσικής έκφρασης…. 
Συνολικά, το πιο αντιπροσωπευτικό των μοντέρνων μουσικών ρευμάτων στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα πρόγραμμα ήταν αυτό που χάρισαν (25/8) στη «Σχολή Ιππασίας των Βράχων» η Ορχήστρα Νέων «Γκούσταβ Μάλερ» και ο εξειδικευμένος στο μοντερνισμό Ίνγκο Μέτσμαχερ. Η βραδιά περιελάμβανε δύο «σκοτεινά» έργα και δύο πιο ανάλαφρα. Στα πρώτα περιλαμβανόταν η σύντομη «Συνοδευτική μουσική για μία κινηματογραφική σκηνή» του Σαίνμπεργκ και το χορόδραμα «Ο θαυμαστός Μανδαρίνος» του Μπάρτοκ. Από τις σε γενικές γραμμές ακριβείς, κυρίως ρυθμικά, αλλά δραματικά κάπως αμέτοχες αναγνώσεις που άντλησε από τους ταλαντούχους νέους μουσικούς ο Γερμανός αρχιμουσικός έλειψε η εντονότερη προβολή της απειλητικής ατμόσφαιρας των έργων, και, στην περίπτωση του «Μανδαρίνου», της ιδιαίτερης εκφραστικότητας της μουσικής. 
Στο «Κοντσέρτο για πιάνο» του Γκέρσουιν, η ορχηστρική συνοδεία ήχησε βαριά, μακριά από την αναψυκτική ελαφράδα μιας jazz-band. Ευτυχώς, ο έμπειρος Γάλλος σολίστ Ζαν-Υβ Τιμπωντέ πρόβαλε άριστα τις διάφορες πτυχές του έργου (ρομαντικές, ιμπρεσιονιστικές), χωρίς εκπτώσεις σε νεύρο και σουίνγκ. Στη 2η Σουίτα από το μπαλέτο «Δάφνης και Χλόη» του Ραβέλ, η αναλυτική, συμφωνικής οπτικής ερμηνεία φώτισε τα παστέλ ηχοχρώματα και το λυρισμό της παρτιτούρας σε βάρος του αισθησιασμού και της λικνιστικής της διάστασης… 
ΙΙΙ. ΜΠΑΡΟΚ ΚΑΙ ΜΠΕΛ-ΚΑΝΤΟ 
Το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ φημίζεται, τέλος, εδώ και χρόνια για την -οικονομική και καλλιτεχνική- δυνατότητά του να προσελκύει τα μεγαλύτερα ονόματα και στο χώρο της όπερας. Έτσι και φέτος, η σύγχρονη ντίβα Άννα Νετρέμπκο πρωταγωνίστησε σε μία μάλλον αδιάφορη παραγωγή της «Αΐντας» του Βέρντι υπό τον πολύ Ρικάρντο Μούτι και ο 76χρονος Πλάθιντο Ντομίνγκο σε μία συναυλιακή παρουσίαση των βερντιανών «Δύο Φόσκαρι» υπό τον Μαριόττι. 
Δύο άλλοι σούπερ σταρ, του μπαρόκ και του μπελ-κάντο αντίστοιχα, οι Τσετσίλια Μπάρτολι και ο Χουάν Ντιέγκο Φλόρες, δήλωσαν εξίσου βροντερό «παρών». 

Η Ιταλίδα μεσόφωνος είναι εδώ και λίγα χρόνια επιτυχημένη καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ της Πεντηκοστής του Σάλτσμπουργκ, από το οποίο προτείνει κάθε καλοκαίρι σε επανάληψη τη βασική οπερατική παραγωγή με εκείνην …ως πρωταγωνίστρια! Φέτος, ήταν η σειρά του «Αριοδάντη» του Χαίντελ, μίας από τις ωραιότερες όπερες του μπαρόκ, που ανέβηκε και πάλι στο «Σπίτι για τον Μότσαρτ» (22/8). Η θαυμάσια παραγωγή του Γερμανού σκηνοθέτη Κρίστοφ Λόϋ, ανάλαφρη και σφριγηλή συνάμα, δικαίωσε όλες τις συμβάσεις του μπαρόκ: έξυπνη διαχείριση του χώρου (βάθος σκηνής, είσοδοι-θύρες), του χρόνου, των κοστουμιών (εποχής ή/και σύγχρονα), έξοχη αξιοποίηση του χορευτικού στοιχείου. Οι υπερβολές του μπαρόκ ζωντάνεψαν με διάφορα γκαγκς ή πιο προχωρημένα παιχνίδια φύλου (ελέω ερωτικής προδοσίας, ο πολεμιστής Αριοδάντης ανακαλύπτει σταδιακά τη «θηλυκή» του πλευρά, οπτικοποιημένος ως άλλη Κοντσίτα Βουρστ!), ενώ συνάρπασε η θεατρικότητα της διδασκαλίας και της κίνησης των μονωδών, και η αιχμηρή απόδοση της ψυχολογίας τους. 
Σε μουσικό επίπεδο, η εκλεκτή διανομή συνδύαζε μεγάλα ονόματα με νέα ταλέντα. Κεντρικός άξονας υπήρξε ο επώνυμος πρωταγωνιστικός ρόλος της Μπάρτολι, πειστικός σκηνικά, φερέγγυος φωνητικά, και από πλευράς δεξιοτεχνίας (παρότι το τραγούδι δεν ηχεί τόσο αβίαστο όσο άλλοτε) και -κυρίως- από πλευράς μουσικότητας. Δύο καταξιωμένοι Γάλλοι μπαροκίστες, ο κόντρα-τενόρος Κριστόφ Ντυμώ και η υψίφωνος Σαντρίν Πιω ερμήνευσαν εξαιρετικά τους κομβικούς ρόλους του Πολινέσσο και της Νταλίντας. Η νεαρή Αμερικανίδα σοπράνο Κάθρυν Λιούεκ (Τζινέβρα) διαθέτει μια ηχηρή, υγιή φωνή με μεγάλη άνεση στην κολορατούρα, αλλά υστερεί ακόμη σε εκφραστικότητα. Σε δευτεραγωνιστικούς ρόλους συμμετείχαν ο δημοφιλέστατος εδώ Μεξικανός τενόρος Ρολάντο Βιγιασόν (Λουρκάνιο), σκιά του άλλοτε λαμπρού εαυτού του, και ο Καναδός μπασοβαρύτονος Νέηθαν Μπεργκ (Βασιλιάς της Σκωτίας). 
Ως μοναδική παραφωνία σημειώνουμε τη μάλλον αδύναμη ορχήστρα που ίδρυσε η Μπάρτολι «Μουσικοί του Πρίγκηπα – Μονακό» (…κατώτερη της ημέτερης Καμεράτας!), την οποία διηύθυνε νευρικά και χωρίς συνεκτικό αφηγηματικό ειρμό ο Ιταλός αρχιμουσικός Τζανλούκα Καπουάνο.

Την αφορμή να συμπράξουν επί σκηνής δύο καλλιτέχνες περιωπής, ιδιαίτερα αγαπητοί στο κοινό του Σάλτσμπουργκ, ο Περουβιανός τενόρος Χουάν Ντιέγκο Φλόρες και η Βουλγάρα υψίφωνος Κρασιμίρα Στογιάνοβα αποτέλεσε η συναυλιακή απόδοση της όπερας «Λουκρητία Βοργία» του Ντονιτζέττι («Μεγάλη Αίθουσα Συναυλιών του Φεστιβάλ», 30/8), με την οποία ολοκληρώθηκαν οι φεστιβαλικές εκδηλώσεις. 
Το ρομαντικό μπελ-κάντο δεν έχει μυστικά για τον πρώτο: η μουσικότητα, η λαμπερή δεξιοτεχνία, η ευγένεια της παρουσίας και του συναισθήματος τον κατέστησαν ιδανικό Τζενάρο. Αντίθετα, η δεύτερη έδειξε να κινείται πιο διστακτικά σ’έναν κόσμο υφολογικά μάλλον ξένο προς το ταμπεραμέντο και τις φωνητικές αρετές της, όπως φάνηκε από την περιορισμένη εκφραστική παλέτα (διανθίσεις, τρίλιες) και την κάπως αβέβαιη κολορατούρα. Η μεγάλη τέχνη του τραγουδιού της επέτρεψε, βέβαια, να κερδίσει τις εντυπώσεις με μιαν ερμηνεία σπάνιου λυρισμού, αν και κάπως αποστασιοποιημένη, χωρίς την προβολή των σκοτεινών πτυχών και της ιδιαίτερης ψυχολογίας του πρωταγωνιστικού ρόλου. 
Θαυμάσιος ήταν ο Μάφφιο Ορσίνι της Ιταλίδας μεσοφώνου Τερέζας Ιερβολίνο, επιβλητικός ο Ντον Αλφόνσο του Ρώσου βαθύφωνου Ιλντάρ Αμπντραζάκωφ, ενώ από τους δευτερεύοντες ρόλους ξεχώρισε ο Καναδός τενόρος Άντριου Χάτζι (ως Ρουστιγκέλλο) με το σπάνιας ομορφιάς τίμπρο του.
 Άρτια -αν και χωρίς το δέον μεσογειακό χρώμα- ήταν η συμμετοχή της Ορχήστρας του «Μοτσαρτέουμ» και της Χορωδίας της Όπερας της Βιέννης υπό τη στρωτή, αφηγηματικά εύροη μουσική διεύθυνση του έμπειρου Ιταλού αρχιμουσικού Μάρκο Αρμιλιάτο. 
Credits φωτογραφιών: Salzburger Festspiele – Thomas Aurin («Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» & «Ληρ») / Ruth Walz («Βότσεκ») / Μarco Borrelli (Συμφωνικές συναυλίες & «Λουκρητία Βοργία») / Monika Rittershaus («Αριοδάντης»)