Με δύο μεγάλα θεάματα σ’ ένα κατάμεστο Ηρώδειο ολοκληρώθηκε, κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Ιούλη, το Φεστιβάλ Αθηνών σε ό,τι αφορά την κλασική μουσική. Την αρχή έκανε η Εθνική Λυρική Σκηνή με 4 sold οut παραστάσεις (21-27/7) παλαιότερης παραγωγής (2012) του κοσμαγάπητου «Τροβατόρε» του Βέρντι, ενώ τις προάλλες (29/7) η Καμεράτα με τον Γιώργο Πέτρου, πιστοί στο ετήσιο ραντεβού τους με το μουσικό θέατρο, πρότειναν το μιούζικαλ «Σουίνι Τοντ» του Σόντχαϊμ. Η αναπόφευκτη σύγκριση εξηγεί ποιος και γιατί έκλεψε τις εντυπώσεις…

Ήταν όντως δύσκολο να φαντασθεί κανείς ότι ένα πολυβραβευμένο έστω, αλλά όχι και τόσο γνωστό -πλην της κινηματογραφικής μεταφοράς/προσαρμογής του από τον Τιμ Μπάρτον- μουσικό θρίλερ, θα μπορούσε να σαγηνεύσει το -εθισμένο βέβαια, εσχάτως, στα μιούζικαλς- ελληνικό κοινό. Όπως φάνηκε από την αναμφίβολη επιτυχία, το brand name «Καμεράτα – Πέτρου» είναι πλέον πολύ ισχυρό και εντός τειχών. Και δικαίως θα συμπληρώναμε, εάν αναλογισθούμε τι δουλειά επενδύθηκε για ουσιαστικά …μία παράσταση! Καθώς με τους συγκεκριμένους συντελεστές η σοβαρότητα σε μουσικό επίπεδο είναι αδιαπραγμάτευτη, εν προκειμένω εξέπληξε περισσότερο αυτή της θεατρικής προετοιμασίας και δη η σκηνοθεσία του ίδιου του Πέτρου. Σαφής, ατμοσφαιρική, γεμάτη ρυθμό, ανέδειξε τόσο την τραγική διάσταση όσο και το μαύρο χιούμορ του έργου, κυρίως όμως σεβάσθηκε απόλυτα τη μουσική, ξεκινώντας από αυτήν, εν ολίγοις εστίασε στα -διόλου- αυτονόητα για το πώς πρέπει να ανεβαίνει το μουσικό θέατρο. 
Επωφελήθηκε, βέβαια, της έξοχης δουλειάς μιας σταθερής ομάδας συντελεστών, οι οποίοι υπέγραψαν λειτουργικά σκηνικά (Πάρις Μέξης) και κοστούμια (Γιωργίνα Γερμανού) «εποχής», δραματουργικά εύστοχους φωτισμούς (Γιώργος Τέλλος), ανάλαφρη κινησιολογία-χορογραφία (Ζωή Χατζηαντωνίου), ζωντανεύοντας το ζοφερό, βικτωριανό Λονδίνο του 19ου αιώνα. Στα συν της παράστασης πρέπει να προσμετρηθεί και η καλή απόδοση -ένας μικρός άθλος!- στα ελληνικά από τον Πέτρου …του συνόλου (πρόζα και στίχοι τραγουδιών) του μιούζικαλ, η οποία δικαιολογήθηκε από το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο έργο το μεγαλύτερο μέρος της δράσης εξελίσσεται με το κείμενο πλήρως μελοποιημένο. 
Σε επίπεδο μουσικής εκτέλεσης, ο αρχιμουσικός άντλησε από την 35μελή Καμεράτα μίαν ισορροπημένη, σφριγηλή και λυρική συνάμα, ερμηνεία της ενδιαφέρουσας (αντίστιξης και αρμονίας), πρωτίστως συμφωνικής διάστασης παρτιτούρας. Άριστα προετοιμασμένη από τον Δημήτρη Γιάκα, η πολυπληθής νεανική διανομή συνδύαζε τραγουδιστές του λυρικού θεάτρου που ξέρουν να παίζουν και ηθοποιούς που ξέρουν να τραγουδούν! Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρωταγωνιστικό ζεύγος Χάρη Ανδριανού – Νάντιας Κοντογεώργη. Απεκδυόμενος του πηγαίου κωμικού ταλέντου του, ο καλός βαρύτονος ενσάρκωσε έναν περισσότερο ανθρώπινο, πληγωμένο παρά δαιμόνιο και απειλητικό Κουρέα της Φλητ Στρητ. Η Κοντογεώργη έλαμψε ως κα Λάβετ, έστω και αν «προδόθηκε» δις από την μικροφωνική ενίσχυση των φωνών. Από τους ομοτέχνους της ξεχώρισαν ο αεικίνητος Άρης Πλασκασοβίτης (Τομπίας) και η Άννα Κουτσαφτίκη (Ζητιάνα/ Λούσυ). 
Από τους λυρικούς καλλιτέχνες, που απέφυγαν εύστοχα οπερατικούς κώδικες, εξαιρετικά καλοτραγουδισμένες συνεισφορές χάρισαν η υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη (Τζοάννα) και οι τενόροι Γιάννης Καλύβας (Άντονυ) και Χρήστος Κεχρής (Μπάμφορντ). Εντυπωσιακός στον κόντρα-ρόλο του Πιρέλλι ήταν ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος, ενώ ο Δικαστής Τέρπιν του βαρύτονου Χριστόφορου Σταμπόγλη, παρά το δεδομένο σκηνικό κύρος του, ήχησε κάπως υποτονικός. Υψηλού επιπέδου και συντονισμού κίνηση και τραγούδι προσέφερε ένα 15μελές σύνολο ταλαντούχων νέων τραγουδιστών. 
Για όσους δεν πρόλαβαν, η εξαιρετική παραγωγή θα επαναληφθεί στον ίδιο χώρο την 31/8. Αν μάλιστα επαληθευθούν οι φήμες που έντονα κυκλοφορούν, αυτή θα είναι και η -προσωρινά;- τελευταία συναυλιακή εμφάνιση εντός συνόρων της Καμεράτας με τη σημερινή μορφή υπό τον Γιώργο Πέτρου. Εν αναμονή του διαταχθέντος από το Υπουργείο Πολιτισμού διαχειριστικού ελέγχου, οι αβέβαιου βηματισμού /προοπτικής ή περί άλλα τυρβάζοντες εγχώριοι θεσμοί φαίνεται να μην χρειάζονται τις ευάριθμες, ευφάνταστες και ποιοτικές εκδηλώσεις που οι συγκεκριμένοι συντελεστές -και μόνον αυτοί!- προτείνουν σε ετήσια βάση. Με δεδομένη τη γενικότερη ένδεια του προγραμματισμού τους, μια τέτοια επιλογή προβάλλει τουλάχιστον παράδοξη…

Σχεδόν μια εβδομάδα νωρίτερα (21/7), έκανε πρεμιέρα στο εξίσου κατάμεστο ρωμαϊκό κοίλο ο «Τροβατόρε» του Βέρντι, η δεύτερη παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που φιλοξενείται παραδοσιακά στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Επιλέγοντας -με την ατυχή λογική ανακύκλωσης ενός περιορισμένου αριθμού «popular classics»- μια τόσο δημοφιλή όπερα, η εισπρακτική επιτυχία υπήρξε εύλογα αναμενόμενη. Σε καλλιτεχνικό όμως επίπεδο τα πράγματα κύλησαν λιγότερο καλά, μιας και η παράσταση ουδέποτε απογειώθηκε. 
Για τούτο έφταιξε εν πρώτοις η παραγωγή του Στέφανο Πόντα. Όταν πρωτοπαρουσιάσθηκε προ πενταετίας, είχαμε επισημάνει ότι η ονειρική, «αρχαϊκή» ματιά του Ιταλού σκηνοθέτη «κινήθηκε σε συμβολικά πλαίσια, αλλά αποστέγνωσε το έργο από οποιαδήποτε έννοια πάθους και συναισθήματος. Συχνά τελετουργικής μεγαλοπρέπειας, η εστέτ αυτή προσέγγιση προσέκρουσε στην στατικότητά της, που επεκτάθηκε και στην κινησιολογία των τραγουδιστών». Παρά τις όποιες ψυχολογικές προεκτάσεις των γιγαντιαίων συμβόλων, της παρουσίας των κομπάρσων ή ακόμη των υποβλητικών φωτισμών, η επιτήδευση της εικαστικά καλαίσθητης προσέγγισης άμβλυνε, υπερβολικά ίσως, τη συγκινησιακή αμεσότητα του έργου… 
Εξίσου όμως έφταιξε και η μουσική διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη, δραματικά αμέτοχη, αφηγηματικά ωχρή, κυρίως όμως χωρίς βερντιανό παλμό και πολυεπίπεδη εποπτεία (σε τέμπι, δυναμικές, αποχρώσεις) της δυσκολότατης, πυρετώδους έντασης παρτιτούρας. Έχοντας ως πρώτιστο μέλημα τη συνοδεία των τραγουδιστών, υστερούσε συχνά στο συντονισμό των επί σκηνής δρώμενων. Αν η Ορχήστρα της ΕΛΣ δεν αντιμετώπισε προβλήματα, η Χορωδία προσέφερε μία από τις λιγότερο πειστικές πρόσφατες εμφανίσεις της. 
Τέλος, ούτε και σε επίπεδο τραγουδιού, παρά το σε γενικές γραμμές αξιόλογο επίπεδο της διανομής, δικαιώθηκαν ρόλοι δυσθεώρητων απαιτήσεων σε ό,τι αφορά δραματική εξαγγελία και φωνητική επάρκεια. Οι δύο άνδρες πρωταγωνιστές, ο Ιταλός τενόρος Βάλτερ Φρακκάρο (Μανρίκο) και ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς (Λούνα) χάρισαν μεν στεντόρειο τραγούδι (έστω οριακά ο πρώτος, κυρίαρχα ο δεύτερος), αλλά και εξαιρετικά αναιμική υπόκριση. Η Ρουμάνα υψίφωνος Τσέλια Κοστέα (Λεωνόρα) υπήρξε δραματικά πειστικότερη, πλην όμως από φωνητικής άποψης έγιναν -για πρώτη φορά (!)- εμφανή κάποια προβλήματα ορθοτονίας και βιμπράτο. Ανακοινωθείσα ασθενής, η εκλεκτή Ρωσίδα μεσόφωνος Γελένα Μανίστινα ανταπεξήλθε οριακά -ιδίως στην υψηλή περιοχή- στον ακανθώδη ρόλο της τσιγγάνας Ατζουτσένα. Ο πολύ καλός Φερράντο του μπάσου Τάσου Αποστόλου πρόβαλε ηλικιακά αρκετά νεανικός σε σχέση με τους υπόλοιπους κεντρικούς χαρακτήρες, αντίθετα προς τις επιταγές του λιμπρέτου. Απολογισμός, συνεπώς, μάλλον φτωχός για ένα τέτοιο αριστούργημα… 
Credit φωτογραφιών: Αναστασία Παπαδούλη (Σουίνι Τοντ) / Βασίλης Μακρής (Τροβατόρε)