Το μουσικό θέατρο είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις φετινές καλοκαιρινές εκδηλώσεις. Με κοινό παρονομαστή το άξιο Ergon Ensemble, τόσο το Φεστιβάλ Αθηνών όσο και η Εθνική Λυρική Σκηνή χάρισαν ενδιαφέρουσες σκηνικές παραγωγές σύγχρονων έργων, που ξεχώρισαν πάντως περισσότερο ως αντιπροσωπευτικά δείγματα ρευμάτων και αναζητήσεων της εποχής σύνθεσής τους, παρά για το επίκαιρο στίγμα τους.

Στις 24/6, στη «Σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη» του θεάτρου Ρεξ (Εθνικό Θέατρο), το Ergon Ensemble πρότεινε την παράσταση «Madness», ένα τρίπτυχο σύντομων μονολόγων με θέμα την «τρέλα». Ακούσθηκαν δύο «ιστορικά», γνωστά στο ελληνικό κοινό έργα, τα «Οκτώ τραγούδια για έναν τρελό βασιλιά» για ανδρική φωνή και ενόργανο σύνολο του Βρετανού Πήτερ Μάξουελ Ντέηβις (1969) και η «Κασσάνδρα» για βαρύτονο και σόλο κρουστά του Ιάννη Ξενάκη (1987), προσθήκη-απόσπασμα από την όπερά του «Ορέστεια», και -εμβόλιμα- η σύνθεση του Αυστριακού Τόμας Λάρχερ «Η αρρώστια μου είναι το γιατρικό που χρειάζομαι» για υψίφωνο, βιολί, τσέλο και πιάνο (2002/2013).
Παρά την άρτια, γεμάτη ένταση μουσικοδραματική απόδοση των μονολόγων τροφίμων ψυχιατρείων από την υψίφωνο Άρτεμη Μπόγρη, το νεώτερο έργο ήχησε μάλλον αδιάφορα σε σχέση με τα υπόλοιπα. Σε αυτά, η διακριτή υπογραφή των συνθετών, η συγκλονιστική παρουσία του ερμηνευτή τους Χόλγκερ Φαλκ και η εύστοχη σκην(οθετ)ική προσέγγιση του Πάρι Μέξη έκλεψαν εύκολα την παράσταση.
Γραμμένο την οργιώδη δεκαετία του ‘60, το έργο του Μάξουελ Ντέηβις αποτέλεσε, με τον αναιδή τόνο και την ευφάνταστη ενορχήστρωσή του (οι ήχοι ως «ενσάρκωση» της τρέλας), μια τολμηρή, «πρωτοποριακή» πρόκληση στον συντηρητισμό της αγγλικής μουσικής σκηνής της εποχής. Ο συνδυασμός ενός κατάλληλα οριοθετημένου σκηνικού πλαισίου στο οποίο αξιοποιήθηκαν λιτά, συμβολικά αντικείμενα (χάρτινο στέμμα, μάσκες μουσικών) και της απαστράπτουσας φωνητικής δεινότητας και ευελιξίας (σε οκτάβες και κάθε είδους εφέ!) του Φαλκ ανέδειξε επιτυχημένα τη διάχυτη ανησυχία/παρωδία των 8 τραγουδιών, που προέρχονταν από ισάριθμες μελωδίες ενός σωζόμενου μηχανικού οργάνου που ανήκε στον διαταραγμένου ψυχισμού βασιλιά Γεώργιο Γ´ της Αγγλίας.
Ο Γερμανός βαρύτονος εντυπωσίασε ακόμη περισσότερο στην «Κασσάνδρα» του Ξενάκη: στο ιδιότυπο αυτό «ηχομεγεθυμένο» ντούο για …φαλσεττίστα (Κασσάνδρα) και βαρύτονο (χορό γερόντων) οργίασε φωνητικά (έστω και σε ερασμιακώς προφερόμενα αρχαία ελληνικά), συνδιαλέχθηκε ισάξια με τα κρουστά (Μπάμπης Ταλιαδούρος), αλώνισε τη σκηνή (είτε κρατώντας κανονάκι αντί ψαλτηρίου/αρχαίας λύρας …είτε κάνοντας στριπ-τηζ)!
Συνολικά, ο επαγγελματισμός και η ακρίβεια του Ergon Ensemble υπό τον Ολλανδό αρχιμουσικό Κάσπερ ντε Ρου, όπως και η ευθύβολη, αφαιρετική σκηνοθεσία, που στηρίχθηκε στις ερμηνευτικές και υποκριτικές ικανότητες των τραγουδιστών, συνέβαλαν σε μία υποδειγματική βραδιά, που δικαίωσε το «μοντερνιστικό» στίγμα των έργων. Βέβαια, σημαντικές επιφυλάξεις εγείρονται ως προς τη μουσική αξία αυτών, ιδίως σε σχέση με τη φωνητική γραφή: κινούμενα στα απώτατα όρια του Sprechgesang, αποσυνδέουν ουσιαστικά τη μουσική από τον «αδόμενο» λόγο, ηχώντας σαν ερμητικά κλειστές -αν όχι μονήρεις- ασκήσεις σε συγκεκριμένο ιστορικά χρόνο, με ελάχιστα ευδιάκριτο αποτύπωμα στην εξέλιξη του μουσικού θεάτρου και της όπερας εν γένει…

Λίγες μέρες νωρίτερα (18/6), στο πλαίσιο του εξαιρετικά ενδιαφέροντος κύκλου «Ημέρες Μουσικού Θεάτρου» της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής και των εκδηλώσεων «Summer Nostos Festival» του ΚΠΙΣΝ, παρακολουθήσαμε τη σύντομη όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη «Έσσεται ήμαρ…» (1986/1995).
Αντλώντας στιχουργικό υλικό από τα δύο ομηρικά έπη γύρω από το γνωστό επεισόδιο του Δούρειου Ίππου στην Τροία, η νεανική αυτή σύνθεση μοντερνιστικού μουσικού θεάτρου αιωρείται από πλευράς δομής μεταξύ αναγεννησιακής ραψωδίας/σκηνικής καντάτας και όπερας. Διαδοχικές εικόνες, μουσικά συνεχόμενες αλλά με χαλαρή δραματουργική σύνδεση, ξετυλίγουν στιγμές από τη ζωή της ωραίας Ελένης, αινιγματικής μορφής σε έναν ανδρικό κόσμο πόλεμου, θανάτου και επικείμενης καταστροφής.
Αξιοποιώντας το λιτό σκηνικό/εικαστική εγκατάσταση (μία τάφρο – τα σωθικά του θεάτρου) του Πέτρου Τουλούδη, ο οποίος υπέγραψε και τα παραπέμποντα στον κόσμο της φυλακής κοστούμια, και τους φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ, η σκηνοθεσία του Έκτορα Λυγίζου δεν απέφυγε μία τελετουργική συμβατικότητα.
Η στατικότητα της «δράσης» και το κυρίαρχο Sprechgesang, μπολιασμένο με στοιχεία μέλους και ψαλμωδίας, επέβαλε, όντως, ν’αφεθεί η πρωτοκαθεδρία στο λόγο και τη μουσική. Η παρακολούθηση της παράστασης άφηνε την αίσθηση μουσικής για αρχαίο δράμα με έντονο ψυχολογικό υπόβαθρο, επιτρέποντας πρωτίστως μίαν αναδρομική ανίχνευση της δημιουργικής πορείας του Κρητικού συνθέτη.
Η αρχιμουσικός Ζωή Τσόκανου καθοδήγησε με ασφάλεια τους μουσικούς του Ergon Ensemble (που ανέλαβαν και το ρόλο της χορωδίας), ενώ πειστικοί στους ρόλους τους (παρότι οι φωνές τους καλύπτονταν συστηματικά λόγω της εγγύτητας με το ορχηστρικό σύνολο) ήσαν ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης (τυφλός αοιδός) και η υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη (Ελένη). Τα εντυπωσιακά φαλσέττι του Σούρμπη στην αρχή του έργου θύμισαν ότι ο καλός τραγουδιστής είχε ερμηνεύσει πέρσι στη Ρεν της Γαλλίας την ….«Κασσάνδρα» του Ξενάκη!
Credit φωτογραφιών: Σάκης Μπιρμπίλης («Τρέλα») / Βασίλης Μακρής («Έσσεται ήμαρ…»)