Αποθεώθηκε και πάλι από το ετερόκλητο κοινό που κατέκλυσε την «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής ο Θεόδωρος Κουρεντζής και το σύνολό του «MusicAeterna» στη νέα -και μοναδική- τους αθηναϊκή εμφάνιση (7/3).
Ήσαν πράγματι όλοι εκεί: το διψασμένο για «μεγάλες» ορχήστρες παραδοσιακό κοινό του ΜΜΑ, μουσικοί και απλοί φιλόμουσοι, κοσμικοί, άνθρωποι κάθε ηλικίας. Ο λίαν προβεβλημένος μηντιακά σε Ελλάδα και εξωτερικό αρχιμουσικός αποτελεί έναν από τους ροκ σταρ που τόσο έχει ανάγκη η βαριά βιομηχανία της κλασικής μουσικής. Έστω και αν δεν έχει συχνά κάτι καινούργιο να πει, ο αρχιμουσικός από το Βύρωνα δεν σταματά να προκαλεί με τις συνεντεύξεις του, ενώ συντηρεί και μίαν άκρως αντισυμβατική από κάθε άποψη εικόνα.
Χωρίς ν’αμφισβητείται η μουσική αξία του, δεν συμβαίνει πάντοτε το ίδιο με τις εξαιρετικά προσωπικές ερμηνείες του, τις οποίες πάντως επιδιώκει και καλλιεργεί συστηματικά. Και το πρόγραμμα της πρόσφατης αθηναϊκής συναυλίας επιβεβαίωσε την παραδοχή αυτή. Ριψοκίνδυνα παιχνίδια με ταχύτητες και δυναμικές, υπερβολική θεατρικότητα της διεύθυνσης χαρακτήρισαν ξανά τις ενδιαφέρουσες μεν, πλην βαθιά ιδιοσυγκρασιακές -αν όχι, επιτηδευμένες- εκτελέσεις έργων ύστερου ρομαντισμού, όπως η 1η Συμφωνία του Μάλερ ή δωδεκαφθογγικής ατονικότητας, όπως το «Κοντσέρτο για βιολί (Στη μνήμη ενός αγγέλου)» του Μπεργκ, με το οποίο άνοιξε η βραδιά.
Πριν καν εμφανισθεί η σολίστ Πατρίτσια Κοπατσίνσκαγια, η παιγμένη από λιγοστά έγχορδα μελωδία από το «Νανούρισμα» του Μπραμς ήχησε απροσδόκητα στην αίθουσα, φτιάχνοντας …υποβλητική ατμόσφαιρα. Η συμμετοχή σε αυτήν και της -ξυπόλητης!- βιολίστριας, σαν άλλης υπνοβάτιδος (αγγέλου;), υπενθύμισε την ιδέα του θανάτου που δεσπόζει σ’ένα κοντσέρτο επηρεασμένο από την πρόωρη απώλεια της 18χρονης Μανόν, κόρης του Βάλτερ Γκρόπιους και της Άλμας Μάλερ.
Ουσιαστικά «alter ego» του Έλληνα αρχιμουσικού, η 40χρονη Μολδαβή σολίστ (με την ελληνική καταγωγή) μοιράζεται την ίδια επιθυμία για προσωπικές αναγνώσεις. Ο λεπτότατος, ευαίσθητος ήχος του βιολιού, η καταφυγή σε ακραίες διακυμάνσεις τέμπι και δυναμικής και το εξαιρετικά αναλυτικό παίξιμό της οριοθέτησαν μία μονοδιάστατη ερμηνεία στις παρυφές της ηχητικής και συναισθηματικής εξαΰλωσης! Μάταια αναζητούσε κανείς τη θλίψη, τη μελαγχολία (π.χ. στον καρινθιακό λαϊκό σκοπό στο τέλος του α’ μέρους), την γλαφυρότερη προβολή του μπαχικού κοράλ στο β’ μέρος.
Την έντονη αίσθηση διάρρηξης του μουσικού ειρμού -μέχρι αποδομήσεως!- του κοντσέρτου επέτεινε η αντίστοιχης αισθητικής ορχηστρική συνοδεία του Κουρεντζή. Φθάνοντας στα άκρα την προσπάθεια να ηχεί το πολυπληθές σύνολο σαν τεράστια ορχήστρα δωματίου, ο αρχιμουσικός τράβηξε την εκλέπτυνση μέχρι τα όρια της σιωπής, προσπερνώντας την αναγκαία ανάδειξη της σκοτεινής, νυχτερινών αρωμάτων ενορχήστρωσης του Μπεργκ…
Η εκτέλεση της «Συμφωνίας αρ. 1» του Μάλερ έθεσε ανάλογους προβληματισμούς. Παρότι ελεύθερη λαθών, σφριγηλή/ορμητική, θεατρική, βασίσθηκε και αυτή σε ακραίες διαφοροποιήσεις δυναμικών/ταχυτήτων, σε τραχιά φραστική, κυρίως όμως στην ανάδειξη της ανήσυχης δραματουργίας όχι του συνόλου του έργου αλλά κάθε μέρους/επεισοδίου ξεχωριστά. Έτσι, όμως, χάθηκε κάθε έννοια συνοχής στην αφήγηση, αφού η διαδοχή ανάμεσα στις αέναες αντιθέσεις θριαμβικών εξάρσεων και τις στοχαστικές καταλλαγές, με βάση τις οποίες οργανώνεται η παραγραφοποίηση των μερών (που φέρουν, είναι η αλήθεια, στοιχεία κολλάζ) δεν έγινε «οργανικά». Ο Κουρεντζής στα μεν ακραία μέρη υπογράμμισε εμφαντικά τα εφέ, ενώ στα αργά περιορίσθηκε στην απόδοση της -φαινομενικά απλής- μελωδικής και αρμονικής γραμμής, αποφεύγοντας να ανοίξει διαύλους για βαθύτερο συναίσθημα ή περισυλλογή, στοιχεία αποφασιστικής σημασίας στον Μάλερ.
Ανεξάρτητα από τις πάγιες ενστάσεις περί της διαχρονικής αδυναμίας κατανόησης του μαλερικού ιδιώματος από τα ρωσικά σύνολα, εν προκειμένω ούτε ο ορχηστρικός ήχος της «MusicAeterna» πληρούσε στο έπακρο τις ποιότητες που απαιτεί η μουσική του σπουδαίου ρομαντικού συνθέτη. Παρά τους καλούς σολίστες-μουσικούς, τα αξιόλογα -πλην ελάχιστα ποιητικά- ξύλινα και χάλκινα πνευστά, τα έγχορδα δεν διέθεταν τον καλλιεργημένο -μαλακό ή πιο μεστό- ήχο των κεντροευρωπαϊκών συνόλων, ενώ το γεγονός ότι -ως συνήθως- έπαιξαν όρθιοι δημιούργησε και προβλήματα εστίασης του ήχου! Οι αλλεπάλληλες δε βίαιες κορυφώσεις και αποφορτίσεις άμβλυναν εξάλλου τον αντίκτυπο του συνειδητά θυελλώδους, οργασμικού φινάλε, όπου μάλιστα τα κόρνα -αντίθετα απ’ότι γίνεται σε όλες τις ορχήστρες ανά τον κόσμο- έπαιξαν καθήμενα…
Από την συνολικά (υφολογικά/αισθητικά) εξωστρεφή προσέγγιση έλειψαν, εύλογα, το συναισθηματικό βάρος, η νοσταλγική δύναμη των παιδικών αναμνήσεων, εν ολίγοις το κυρίαρχο εκφραστικό/νοηματικό φορτίο του δημοφιλούς «Τιτάνα»…
Έλλειψη αισθησιασμού και μυστηρίου χαρακτήρισε και το -εντός θέματος- ανκόρ που ο Κουρεντζής αντιχάρισε στο παραληρούν κοινό, τον ρυθμικά άρτιο «Χορό των επτά πέπλων» από την όπερα «Σαλώμη» του Ρίχαρντ Στράους, για τον οποίο εκλεκτοί σολίστ ξύλινων πνευστών της ΚΟΑ συνέπραξαν με τους Ρώσους μουσικούς.
Τελικά, με δεδομένο ότι η αξιολογότατη «MusicAeterna» δεν υπερέχει προς το παρόν οιασδήποτε καλής ευρωπαϊκής ορχήστρας, η απήχηση των συναυλιών και των ηχογραφήσεών της μάλλον πρέπει να αποδοθεί στην ισχυρή προσωπικότητα του αρχιμουσικού της και στην πρωτοφανή ώσμωση των μουσικών με τις επιλογές του. Η δίψα για νέα «είδωλα» θα φέρει αμφότερους το καλοκαίρι και στο περίφημο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ για σειρά εμφανίσεων, μεταξύ των οποίων και με το ίδιο πρόγραμμα που ακούσαμε στην Αθήνα. Εν αναμονή της άποψης των συναδέλφων κριτικών (όποια αξία και αν της δώσει κανείς), το ερώτημα για την -ουσιαστική ή επιδερμική- απήχηση τέτοιων «φαινομένων» στο χώρο της κλασικής μουσικής παραμένει προς ώρας ανοιχτό…
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης