Την ευκαιρία απόλαυσης της λαμπερής δεξιοτεχνίας αλλά και προβληματισμού για τα όριά της έδωσαν οι παρουσίες του Ιάπωνα βιολιστή Ρίου Γκότο και του Έλληνα πιανίστα Βασίλη Βαρβαρέσου ως σολίστ σε δύο τακτικές συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Αμφότερες έλαβαν χώρα, υπό τη διεύθυνση Γερμανών αρχιμουσικών, το Μάϊο στην «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής.
Στις 13/5 ο Γκότο ερμήνευσε το «Κοντσέρτο για βιολί αρ. 1» του Παγκανίνι, ένα μυθικό έργο της σχετικής φιλολογίας, που ακούγεται όμως ολοένα και σπανιότερα στις μέρες μας. Η σαγήνη και η δυσκολία του συγκεκριμένου κοντσέρτου έγκειται στη μελωδικότητα των θεμάτων και πρωτίστως στην υπερβατική δεξιοτεχνία της γραφής. Οι ασύλληπτου ύψους απαιτήσεις για τον σολίστ περιλαμβάνουν κάθε λογής ακροβατικά «περάσματα» σε όλην την έκταση του οργάνου, προϋποθέτοντας σπάνια ικανότητα περίτεχνων δακτυλισμών αλλά και ελέγχου ιδιαίτερων τεχνικών του δοξαριού. Ο 28χρονος βιολιστής διέθετε στο έπακρο σκανδαλιστικές (δεξιο)τεχνικές ευκολίες και ολύμπια αυτοπεποίθηση/σιγουριά, τις οποίες συνδύαζε με φινέτσα και με ήχο ανεπίληπτης ορθοτονίας και μυριάδων αποχρώσεων. Μεριμνώντας εξίσου για την ανάδειξη των μπελ-καντίστικων, φωνητικών ποιοτήτων του ενδιάμεσου adagio, ο Γκότο κατάφερε να προβάλει το ακριβές στίγμα του κοντσέρτου, το οποίο ουδέποτε ήχησε σαν μία κενή νοήματος, απλά βιρτουοζίστικη επίδειξη/ άσκηση!
Η ερμηνεία κέρδισε πολλά και από την καλή ορχηστρική συνοδεία, όχι τόσο λόγω της χωρίς πρόβλημα απόδοσης μίας παρτιτούρας στερούμενης ενορχηστρωτικών καινοτομιών, όσο λόγω του άριστου διαλόγου με τον σολίστα, την ανάγκη του οποίου γνώριζε ακριβώς και εγγυήθηκε ο -άλλοτε βιολιστής- Πόππεν…
Εκτός προγράμματος, ο Γκότο απέδωσε τον δημοφιλή «Διαλογισμό» από την όπερα «Θαΐς» του Μασσνέ με αργά τέμπι και έμφαση -ενίοτε υπερβολική- στην προβολή κάθε φθόγγου/φράσης, με τρόπο δηλ. που παρέπεμπε κάπως στη …φιλοσοφία του ζεν της Άπω Ανατολής!
Η παρουσία του Πόππεν, αρχιμουσικού με τον οποίο η ΚΟΑ έχει αναπτύξει στενή και γόνιμη συνεργασία κατά τα τελευταία χρόνια, υπήρξε καθοριστική για τις επιτυχημένες εκτελέσεις και των υπόλοιπων έργων του προγράμματος. Τη συναυλία άνοιξε μία αέρινη, σφριγηλή απόδοση της ορχηστρικής εισαγωγής «Η όμορφη Μελουζίνα» του Μέντελσον. Εκμαιεύοντας εστιασμένο παίξιμο από τα -έχοντα καίριο δραματουργικό ρόλο- έγχορδα και ποιητικές συνεισφορές από τα ξύλινα πνευστά, ο 60χρονος αρχιμουσικός διασφάλισε αφήγηση ικανής ρευστότητας που ανέδειξε ισορροπημένα τις λυρικές και τις δραματικές πτυχές της απερίφραστα ρομαντικής σύνθεσης που γράφτηκε με αφορμή το γνωστό, τραγικό μεσαιωνικό μύθο της γυναίκας-γοργόνας...
Με ένα αριστούργημα του ρομαντισμού, την 2η Συμφωνία του Μπραμς, ολοκληρώθηκε και η βραδιά. Η ανάγνωση κύλησε αβίαστα, με επαρκή ανάδειξη των εναλλαγών διαθέσεων (εντάσεις/υφέσεις) του έργου, χωρίς να θίγεται ο κυρίαρχος λυρισμός του. Έχοντας πλήρη έλεγχο της αρχιτεκτονικής και του περιεχομένου του, ο Πόππεν έκανε σοφή χρήση ταχυτήτων και δυναμικών, ενώ άντλησε από όλες τις ορχηστρικές υπο-ομάδες (και κυρίως τα έγχορδα) προσεγμένη φραστική και ρυθμομελωδική ακρίβεια. Μόνη, αλλά ουσιαστική ένσταση η ανεπαρκής ώσμωση του ήχου των χάλκινων με την υπόλοιπη ορχήστρα, ιδίως στις διάφορες κορυφώσεις.
Μια εβδομάδα αργότερα (20/5), ο Βασίλης Βαρβαρέσος, ένας από τους καλύτερους πιανίστες μας, αναμετρήθηκε μ’ένα ακόμη διασημότερο κοντσέρτο -που, παραδόξως, παίζεται μάλλον αραιά εσχάτως, τουλάχιστον στη χώρα μας-, το «Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 1» του Τσαϊκόφσκι. Ο Βαρβαρέσος διαθέτει δύο βασικά προσόντα που απαιτεί κάθε προσέγγιση του συγκεκριμένου έργου: γνήσιο ρομαντικό ταμπεραμέντο και μεγάλο, στιβαρό ήχο. Από τα πρώτα κιόλας μέτρα του εντυπωσιακού εναρκτήριου μέρους ήταν προφανής η απόλυτη κατανόηση των εκφραστικών και συναισθηματικών μεγεθών της μουσικής. Κατά τούτο, και παρά κάποια σποραδικά ολισθήματα, δεξιοτεχνία και μουσικότητα έσμιξαν επαρκώς και εν προκειμένω.
Όμως, οι γοργές ταχύτητες του 33χρονου πιανίστα και μια κάποια διάθεση επίδειξης της ικανότητάς του να αίρεται πέρα και πάνω από την ορχήστρα διέρρηξαν την ισοτιμία του διαλόγου μαζί της. Αν συνυπολογισθεί ο ενίοτε θαμπός ή/και ασυντόνιστος ήχος των εγχόρδων και η μέτρια βραδιά των ξύλινων πνευστών (ιδίως, η ορθοτονικά επισφαλής υψηλή περιοχή του κλαρινέτου του Στάθη Κιοσόγλου), η συνολική ερμηνεία ήχησε γενικόλογα επιτυχημένη. Η δύναμή της ήταν, πάντως, τέτοια που προκάλεσε θερμές επευφημίες του ακροατηρίου, στις οποίες ο Βαρβαρέσος αντιχάρισε δύο διάσημα πιανιστικά ανκόρ, την «Καμπανέλλα» των Παγκανίνι/Λιστ και την «Φαντασία-Αυτοσχεδιασμό» του Σοπέν. Παρότι ούτε εδώ οι εκτελέσεις ήσαν ελεύθερες λαθών, η ποιότητα ήχου, η ειλικρίνεια και ο αυθορμητισμός του παιξίματος έκλεψαν εύκολα τις εντυπώσεις.
Η βραδιά είχε ξεκινήσει με τη σύντομη σύνθεση «Νόστος Ι για ορχήστρα» του Χρήστου Σαμαρά, ένα νεο-ρομαντικό κολλάζ ελληνικών μοτίβων, από τη λαϊκή και τη δημοτική μουσική …μέχρι τον εθνικό ύμνο!
Αντίστοιχη λογική κολλάζ, διαφορετικού βέβαια επιπέδου επεξεργασίας, διέθετε και η 1η Συμφωνία του Σοστακόβιτς, που κάλυψε όλο το δεύτερο μέρος του προγράμματος. Παρότι η ΚΟΑ αναμετράται πλέον σπανιότατα με το έργο του μεγάλου Σοβιετικού συνθέτη, κατάφερε να ακολουθήσει με ασφάλεια την αναλυτική διεύθυνση του Βύτσικ. Οι πολιστιλιστικές επιρροές του έργου, που εκτείνονταν από τον ύστερο ρομαντισμό (εμφανή στο στοχαστικό αργό μέρος με το έξοχο σόλο όμποε του Βάμβα) μέχρι τα πρώτα μοντερνιστικά ακούσματα αναδείχθηκαν με σαφήνεια, αν και ενίοτε εκφραστικά συγκρατημένα.
Χωρίς να απογειωθεί, η ερμηνεία κέρδισε πολλά από τα σβέλτα αντανακλαστικά των εγχόρδων (ωραία σόλι Ν. Μάνδυλα και Τσιτσελίκη) και τις επιτυχημένες παρεμβάσεις των πνευστών, τόσο των ξύλινων (Δράκος, Στ. Κιοσόγλου, Βάμβας, Λιοδάκης) όσο και των χάλκινων (οι τρομπέτες των Καίσαρη, Μπαλαμού, το κόρνο του Σίσκου), αλλά και του πιάνου (Γουβέλης) ή των κρουστών (Λάμπουρας), που παρουσίαζαν μεμονωμένα τις διάφορες θεματικές ιδέες, άλλοτε αιχμηρές και γκροτέσκες, άλλοτε χιουμοριστικές.