Γλυκόπικρη γεύση άφησε η πρόσφατη συναυλία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Γαλλικής Ραδιοφωνίας στο Μέγαρο Μουσικής (12/5) με τον Λεωνίδα Καβάκο σε διπλό ρόλο σολίστ και …αρχιμουσικού.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η εμφάνιση του σούπερ σταρ Έλληνα βιολιστή- μία από τις ολοένα και σπανιότερες εσχάτως- ήταν αρκετή για να κινητοποιήσει το παραδοσιακό κοινό του Μεγάρου αλλά και πλήθος φιλόμουσων, που κατέκλυσαν κυριολεκτικά την «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης». Πρόσθετο λόγο ενδιαφέροντος αποτέλεσε και η πρώτη -από την εποχή που χρημάτισε καλλιτεχνικός διευθυντής της Καμεράτας του Σάλτσμπουργκ- αθηναϊκή παρουσία στο πόντιουμ του Καβάκου, ο οποίος ουδέποτε εγκατέλειψε την ενασχόληση και με τη διεύθυνση ορχήστρας. Τέλος, η προγραμματισμένη από καιρό (και …χωρίς τη χορηγία του «γνωστού αγνώστου Έλληνα του εξωτερικού») συναυλία σηματοδότησε μία τίνι τρόπω ανεπίσημη «παράδοση εξουσίας» στον τόσο σημαντικό θεσμό, με την -έστω και εξ αποστάσεως!- συνύπαρξη της νυν και της πρώην ηγεσίας του…
Παρότι όλα, μέχρι την αποθέωση σολίστ και ορχήστρας, θύμιζαν τις παλιές καλές μέρες, οι εντυπώσεις σε αμιγώς μουσικό επίπεδο ήσαν καταφανώς άνισες. Το πρόγραμμα υπήρξε οπωσδήποτε ετερόκλητο, ενώ περιείχε και την παραδοξότητα το πρώτο μέρος του να ξεκινήσει απευθείας με το εκτενές, φωτεινό …3ο Κοντσέρτο για βιολί του Μότσαρτ και να ολοκληρωθεί με το σύντομο, πιο υποβλητικό «Ελεγειακό νανούρισμα» του Μπουζόνι! Η ερμηνεία αυτού του τελευταίου πρόβαλε συναισθηματικά αβαρής, ενώ και αυτή του Κοντσέρτου δεν ξεπέρασε το επίπεδο μιας πολύ καλής ρουτίνας, όπου, περισσότερο από μερικές θεϊκές στιγμές (στο adagio), την προσοχή κέντρισαν κάποια απειροελάχιστα -αλλά αρκούντως σπάνια για να επισημανθούν- μικροολισθήματα του βιολιστή στο εναρκτήριο allegro…
Η βραδιά έκλεισε με μίαν αξιοπρεπή, αλλά ουδόλως αξιομνημόνευτη, εκτέλεση των «Εικόνων από μια έκθεση» του Μούσσοργκσκυ στην ενορχήστρωση του Ραβέλ. Η ποιότητα της -κατά πολλούς, κορυφαίας γαλλικής- ορχήστρας δεν μπορεί φυσικά να αμφισβητηθεί, ενώ αξιοσημείωτη ήταν η ιδιαίτερη ηχητική (όξινη) ταυτότητα του κορυφαίου τρομπετίστα της, που παρέπεμπε στην υπό εξαφάνιση γαλλική σχολή των πνευστών… Όμως, ελλείψει ενός legato στη διεύθυνση, η μουσική αφήγηση του δημοφιλούς περιπάτου στερήθηκε μεγαλύτερης ρευστότητας και εντονότερων περιγραφικών αρετών, που θα διασφάλιζαν συνεκτικότερο ειρμό της. Κάποιες εικόνες στερήθηκαν δραματουργικής έντασης («Μπύντλο», «Αγορά της Λιμόζ») ή χιούμορ («Κλωσσόπουλα»), κάποιες άλλες ήχησαν υπερβολικά πομπώδεις («Μπάμπα-Γιάγκα» και «Μεγάλη πύλη του Κιέβου»).
Όλα αυτά θα είχαν, φυσικά, μικρή σημασία, αν δεν συνοδεύονταν από μάλλον ανησυχητικές σκέψεις. Πόσο σύντομα θα ξανακούσουμε, άραγε, στο Μέγαρο (αλλά και γενικότερα στην Αθήνα, δεδομένου και του σταθερά άμουσου Ελληνικού Φεστιβάλ) μία διεθνούς επιπέδου ορχήστρα; Θα έχουμε, άραγε, τη χαρά να απολαύσουμε στο προσεχές διάστημα τον Καβάκο, ο οποίος, πέρα από λαμπρός μουσικός, είναι και ένας σκεπτόμενος πολίτης που σπάνια μασάει τα λόγια του; Σε ποια καλλιτεχνική ρότα θα κατευθυνθεί εφεξής το Μέγαρο; Εν τέλει, και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη συναυλία δεν σήμανε το «τέλος εποχής» για τον πολύπαθο θεσμό, όπως εκτίμησε ένας από τους πιο έγκριτους μουσικοκριτικούς μας, σίγουρα τροφοδότησε προβληματισμούς γύρω από το παρελθόν, το μέλλον του, αλλά και το ρόλο/στίγμα του στο ταχέως μεταβαλλόμενο πολιτιστικό τοπίο της χώρας…
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης