Η συστηματική ένταξη της ελληνικής οπερέτας στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, και μάλιστα με παραστάσεις αξιώσεων, αποτελεί σίγουρα ένα από τα αδιαμφισβήτητα επιτεύγματα της θητείας του καλλιτεχνικού της διευθυντή Μύρωνα Μιχαηλίδη. Μετά από την αναβίωση σπανιοτήτων του είδους, ήλθε φέτος η ώρα του βαρέος πυροβολικού της, του «Βαφτιστικού» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη.
Η σημασία ενός νέου -μετά από πολλά χρόνια- ανεβάσματος της δημοφιλέστερης οπερέτας όλων των εποχών ήταν προφανής. Ακόμη προφανέστερη ήταν η ανάγκη να συνοδευθεί αυτό από μία από κάθε άποψη φρέσκια, σύγχρονη ματιά. Μέτρο σύγκρισης δεν αποτέλεσαν εύλογα οι παλαιότερες παραγωγές της ΕΛΣ, αλλά η πιο πρόσφατη -προ 4ετίας- συμπαραγωγή Φεστιβάλ Αθηνών και Μεγάρου Μουσικής, που διέθετε δύο έγκυρους συντελεστές στα πρόσωπα του σκηνοθέτη Βασίλη Παπαβασιλείου και του αρχιμουσικού Γιώργου Πέτρου, ο οποίος, πέραν της μουσικής διεύθυνσης, είχε επιμεληθεί και της αποκατάστασης της αυθεντικής ενορχήστρωσης (1918) του Σακελλαρίδη.
Η νέα παραγωγή στα ασφυκτικά γεμάτα «Ολύμπια» αξιοποίησε και αυτή -ορθά- το πρωτότυπο μουσικό υλικό, ενώ υπήρξε ανώτερη από σκην(οθετ)ικής πλευράς. Εμμένοντας στη συνεργασία με καταξιωμένους θεατρανθρώπους, η Λυρική ανέθεσε τη σκηνοθεσία στον ταλαντούχο Σίμο Κακάλα, ο οποίος, κατανοώντας απόλυτα τους κώδικες και την αισθητική αυτού του ιδιαίτερου μουσικοθεατρικού είδους, …έβαλε τα γυαλιά σε πολύ διασημότερους συναδέλφους του! Ο Κακάλας έστησε μίαν επεξεργασμένη σε βάθος λεπτομέρειας παράσταση, «παραδοσιακής» μεν οπτικής, η οποία, όμως, δεν αναλώθηκε στη νοσταλγία, αλλά ανέδειξε με χιούμορ και ελαφρύ σαρκασμό διαχρονικούς χαρακτήρες και παθογένειες του έθνους μας.
Η όλη δουλειά ευτύχησε, κατ’αρχάς, στην οπτικοποίησή της, που αναπαρέστησε ιδανικά την αθηναϊκή μπελ-επόκ, ιδίως μέσω του λειτουργικού σκηνικού (μία βίλα στην Κηφισιά του ’20) του Αντώνη Δαγκλίδη και των εντυπωσιακών, πολύχρωμων κοστουμιών εποχής της Κλαιρ Μπρέϊσουελ. Φωτισμοί (Παντελής Μαθιέλλης) και βιντεοπροβολές (Στάθης Μητσιός) συμπλήρωσαν, κατά τόπους ευφάνταστα, το εικαστικό σκέλος.
Η σκηνοθετική προσέγγιση ευτύχησε, ακολούθως, στην αιχμηρή προβολή χαρακτήρων και καταστάσεων, μπολιάζοντας με στοιχεία ελληνικού φολκλόρ (και μελοδραματικού «πατριωτισμού») την ανέμελη ζωή της ευρωπαΐζουσας εγχώριας αστικής τάξης σε χρόνια εθνικών θριάμβων. Αφενός, το «μεγαλοαστικό» ζευγάρι Βιβίκας-Ζαχαρούλη, το «επαρχιώτικα αστικό» ζευγάρι Κικής-Χαρμίδη, ο εξουσιομανής και ερωτομανής συνταγματάρχης, ο άξεστος βαφτιστικός Κορτάσης σκιαγραφήθηκαν με χειρουργική ακρίβεια. Αφετέρου, ένα κουαρτέτο βωβών ρόλων (υπηρέτες κλπ) με αλλόκοτες φορεσιές -συνδυασμός φράκου, φουστανέλας και τσαρουχιού!- και μάσκες από τον κόσμο των κόμικς (χαρακτηριστικών της προσωπικής γλώσσας του Κακάλα) συμμετείχε συχνά στη δράση, εισφέροντας ένα δεύτερο επίπεδο σχολιασμού της.
Καθοριστική στάθηκε, τέλος, στη διασφάλιση ροής και ρυθμού της παράστασης η στέρεη θεατρική καθοδήγηση του συνόλου της διανομής, και μάλιστα «παντρεύοντας» τα διαφορετικά χαρίσματα/ευκολίες καθενός από τους πρωταγωνιστές. Στα συν προσμετράται η χρήση ενίοτε στιλιζαρισμένης κινησιολογίας, κωμικών γκαγκς αλλά και αρκετών σκηνικών ευρημάτων ή συμβόλων.
Αξιόλογο υπήρξε και το μουσικό μέρος της παράστασης, την οποία παρακολουθήσαμε (15/5) στην πρώτη διανομή. Μολονότι δεν είναι πλέον εύκολο -ούτε, πάντως, και αναγκαίο- να ξαναϋπάρξει ένας θίασος εξειδικευμένων τραγουδιστών/ηθοποιών, όπως αυτός των δεκαετιών ‘50-‘60 υπό τον Τότη Καραλίβανο, η εξοικείωση με το διόλου ευκαταφρόνητο είδος της οπερέτας δεν πρέπει να υποτιμάται.
Και ήταν εξαιρετικά παρήγορο ότι τους πρωταγωνιστικούς γυναικείους ρόλους (Βιβίκα-Κική) υπερασπίσθηκαν, με ακμαίες φωνές, ωραία σκηνική παρουσία, μετρημένη υπόκριση και άριστο δέσιμο δύο ικανές νέες τραγουδίστριες, η υψίφωνος Άννα Στυλιανάκη και η μεσόφωνος Διαμάντη Κριτσωτάκη. Περισσότερο ανάμικτες εντυπώσεις, κυρίως από πλευράς τραγουδιού, άφησαν οι ανδρικοί ρόλοι. Προφανώς, η εγχώρια λυρική πραγματικότητα δεν διαθέτει σήμερα τενόρους με την ιδιαίτερη ποιότητα και ηδύτητα ηχοχρώματος ενός Επιτροπάκη ή ενός Χελιώτη˙ αυτό όμως δεν αρκεί να δικαιολογήσει απλώς αξιοπρεπείς φωνητικές επιδόσεις. Τουλάχιστον, οι ενσαρκώσεις των ρόλων υπήρξαν καίριες, με κορυφαίο τον απολαυστικό Χαρμίδη του τενόρου Δημήτρη Πακσόγλου, δραματ(ουργ)ικό αντίποδα του χαριτωμένου Ζαχαρούλη του τενόρου Σταμάτη Μπερή. Εύστοχα καρατερίστικος ο Κορτάσης του βαθύφωνου Παύλου Μαρόπουλου, πιο ισορροπημένος απ‘όλους ο Συνταγματάρχης του βαρύτονου Κωστή Ρασιδάκι. Τους δευτερεύοντες ρόλους ερμήνευσαν καλά οι Μανώλης Λορέντζος (Μίμης), Θανάσης Ευαγγέλου (Μαρτής) και Αγγελική Μαρινάκη (Μαγείρισσα).
Χωρίς να διαθέτει το ρυθμικό σφρίγος, την αίσθηση χρονισμού και τη χορευτική διάσταση που αντλεί από τη μουσική αυτή ένας Πέτρου, ο εμπειρότατος αρχιμουσικός Γιώργος Αραβίδης ανέδειξε θαυμάσια τη μελωδικότητα και το νοσταλγικό χαρακτήρα της μουσικής, στάθμισε ιδανικά τους ηχητικούς όγκους και συντόνισε άριστα την ορχηστρική τάφρο με τα επί σκηνής δρώμενα. Έξοχη η Ορχήστρα της ΕΛΣ, καλά προετοιμασμένη και συντονισμένη η Χορωδία, όπως και το κλιμάκιο του μπαλέτου που απέδωσε ικανοποιητικά (εκφραστικά σόλι της Γεωργίας Τρίτση), έστω και σ’ένα ασφυκτικά στενό σκηνικό χώρο, την τσιγγάνικη χορογραφία της Ιρίνας Ακριώτη-Κολιουμπάκινα.
Συνολικά, μία παραγωγή που αξίζει να βρει τη θέση της και στη νέα στέγη της ΕΛΣ στο «Κέντρο Πολιτισμού – Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος»…
Credit φωτογραφιών: Βασίλης Μακρής
YΓ.: Ο «Βαφτιστικός» θα δοθεί για 3 ακόμη παραστάσεις (20-22 Μαΐου) στο Θέατρο «Ολύμπια».