
Τα 150 χρόνια από την ίδρυσή του γιόρτασε το Νοέμβρη ο «Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός» με σειρά εκδηλώσεων που επιβεβαίωσαν το διαχρονικά ισχυρό αποτύπωμά του στην πολιτιστική και ευρύτερη κοινωνική ζωή της πρωτεύουσας. Μεταξύ αυτών, ξεχώρισαν δύο σημαντικά ρεσιτάλ πιάνου και τραγουδιού που δόθηκαν στη νεοκλασική -μοναδικής ακουστικής και αισθητικής- αίθουσά του σε διάστημα μιας εβδομάδας.

Οι διοργανωτές είχαν τη θαυμάσια ιδέα όχι μόνο να τιμηθεί σε κάθε ρεσιτάλ μία εξέχουσα ελληνική μουσική προσωπικότητα -η σταδιοδρομία της οποίας συνδέθηκε, περισσότερο ή λιγότερο, με την ιστορική αίθουσα- αλλά και να αποδοθεί η τιμή από ακμαίους Έλληνες σολίστ με κύρος και σημαντική διεθνή σταδιοδρομία. Έτσι, το μεν ρεσιτάλ του Κύπριου πιανίστα Μαρτίνου Τιρίμου (20/11) ήταν αφιερωμένο στη μνήμη της σπουδαίας ομολόγου του Τζίνας Μπαχάουερ, ενώ αυτό της υψιφώνου Δήμητρας Θεοδοσίου (27/11) στη μνήμη της θρυλικής Μαρίας Κάλλας.
Της κάθε εκδήλωσης προηγήθηκε εκτενής εισαγωγική ομιλία, ικανής διάρκειας, γύρω από τις τιμώμενες καλλιτέχνιδες. Αυτή του μουσικοκριτικού και Προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών Κυριάκου Λουκάκου προσέγγισε, με τη γνωστή πυκνότητα λόγου και επιχειρημάτων αλλά και τη βαθιά γνώση του αντικειμένου, το μύθο Κάλλας στο σύνολό του, φωτίζοντας τόσο τη γενεσιουργία και το χτίσιμό του όσο και την ουσία της παρακαταθήκης του. Αντιθέτως, αυτή του πιανίστα, συνθέτη και ραδιοφωνικού παραγωγού Χρίστου Παπαγεωργίου, μην έχοντας να προσθέσει πολλά γύρω από τη λαμπρή σταδιοδρομία της Μπαχάουερ, επικεντρώθηκε -κάπως γενικόλογα και χωρίς να αποφύγει σφάλματα (ο Μπόϊτο σύγχρονος του Σοπέν;!)- στους συνθέτες και τα έργα του προγράμματος.

Κορυφαίες δημιουργίες των Σούμπερτ και Σοπέν, τις οποίες έχει ηχογραφήσει αλλά κυρίως ερμηνεύσει δεκάδες φορές στη διακεκριμένη πορεία του, επέλεξε να παρουσιάσει ο Κύπριος πιανίστας Μαρτίνος Τιρίμος. Εύλογα, αυτό που προσφέρθηκε αίρεται υπεράνω κριτικής, επειδή ακριβώς αποτελούσε το απόσταγμα μιας μακράς και διαρκούς αναμέτρησης του εκλεκτού 73χρονου σολίστ με το πιανιστικό opus των συγκεκριμένων συνθετών! Ελάχιστη σημασία είχαν εν προκειμένω κάποια μικροολισθήματα ή μερικές, ενίοτε αδόκητες επιλογές π.χ. σε ταχύτητες ή στην προβολής της μιας ή της άλλης λεπτομέρειας.
Και τούτο διότι πόσο συχνά βιώνουμε ήχο τέτοιας ποιότητας, αφήγηση τέτοιας δύναμης, συναίσθημα τέτοιας έντασης, όπως αυτά που οριοθέτησαν την συναρπαστική ερμηνεία της «Σονάτας για πιάνο αρ. 21 D.960» του Σούμπερτ, ενός από τα εμβληματικότερα έργα της παγκόσμιας πιανιστικής φιλολογίας; Γοργά αλλά όχι βιαστικά τέμπι, πεντακάθαρη άρθρωση και περάσματα, επιβλητικές τρίλιες, εκφραστικό ρουμπάτο συνέθεσαν ένα πλούσιο οπλοστάσιο που ανέδειξε τη φορτισμένη δραματουργία της τελευταίας σονάτας που συνέθεσε ο μεγάλος ρομαντικός μουσουργός…
Στα «24 Πρελούδια» του Σοπέν, που κάλυψαν ολόκληρο το δεύτερο μισό της βραδιάς, ο Τιρίμος χάρισε μια ανάγνωση μεγάλης πνοής, που ενοποίησε τον κύκλο αυτών των άκρως απαιτητικών μικρογραφιών, χωρίς να αγνοήσει την προβολή του ξεχωριστού χαρακτήρα της καθεμιάς τους! Αξιοποιώντας παιχνίδια με τις δυναμικές, εξαιρετικά ευέλικτη φραστική και μελωδική γραμμή φωνητικών ποιοτήτων, το παίξιμό του πάντρεψε δεξιοτεχνία με μουσικότητα, ισορρόπησε περίτεχνα μεταξύ φινέτσας και πάθους, ανέδειξε τη συναισθηματική ειλικρίνεια της σύνθεσης.

Λίγες μέρες αργότερα, το ρεσιτάλ της Δήμητρας Θεοδοσίου άφησε μάλλον ανάμικτες εντυπώσεις, παρά τις μεγάλες προσδοκίες. Και ήσαν μεγάλες, όχι μόνο γιατί η υψίφωνος αποτελεί μία από τις λίγες Ελληνίδες λυρικές τραγουδίστριες που έκαναν μακρόχρονη και αξιόλογη διεθνή καριέρα στη μετα-Κάλλας εποχή, αλλά και γιατί το θαυμάσια δομημένο πρόγραμμα εστίαζε σε ρόλους που ερμήνευσαν αμφότερες, επί σκηνής και όχι μόνο. Η δυσκολία του προγράμματος ήταν, βέβαια, τέτοια που μόνο …μία Κάλλας στις δόξες της θα μπορούσε να το διεκπεραιώσει άρτια! Το να περνάς κατά τη διάρκεια ενός ρεσιτάλ από τον Βέρντι στον Πουτσίνι και τον βερισμό, και από εκεί στο ρομαντικό μπελ-κάντο και στον Βάγκνερ απαιτεί τέχνη και γενναιότητα…
Η Θεοδοσίου διαθέτει, σίγουρα, και τα δύο, αλλά στη βραδιά της 27/11 δεν βρέθηκε στην καλύτερη της φόρμα. Οπωσδήποτε έγιναν αισθητές η δραματική αλήθεια των βερντιανών ηρωίδων (Λεονώρα από τη «Δύναμη του πεπρωμένου», Δυσδαιμόνα, Ονταμπέλλα) και η νοηματοδότηση του αδόμενου λόγου, όμως οι έντονες οξύτητες και αστάθειες στις ψηλές νότες όπως και το διακριτό βιμπράτο απομείωσαν την απόλαυση σε καθαρά φωνητικό επίπεδο. Όχι παράδοξα, ίσως, η θεατρικότητα των ερμηνειών δικαίωσε περισσότερο τις προσωπογραφίες από όπερες του βεριστικού ρεπερτορίου (των Πουτσίνι – Μασκάνι), με το οποίο δεν συνδέει κανείς εύκολα την έμπειρη υψίφωνο: η τρυφερότητα της Τσο-Τσο-Σαν, η ικεσία της Τόσκας, η απόγνωση της Σαντούτσας (σε μία μάλιστα διαδραστική ερμηνεία μεταξύ των θεατών!) συγκίνησαν, πέρα από και παρά τις ρωγμές του τίμπρου…
Η σκηνή της τρέλας της Ιμογένης από τον «Πειρατή» του Μπελλίνι κατέδειξε έμμεσα -και ανεξάρτητα από τις αδυναμίες στην τεχνική ή την έλλειψη των άλλοτε ξακουστών πιανίσσιμι της- το πόσο θα μπορούσε να υπηρετήσει το ρεπερτόριο του μπελ-κάντο. Τέλος, η θαρραλέα αναμέτρηση με τη βαγκνέρεια Ιζόλδη -έστω και στην ιταλική γλώσσα, όπως και η Divina- υπενθύμισε τους πολλούς εξαιρετικά βαρείς ρόλους δραματικής υψιφώνου που η Θεοδοσίου ανέλαβε σταδιακά, με πείσμα και συχνά με επιτυχία, αλλά όχι χωρίς κόστος για τη λυρική φωνή της! Δεν ήταν, βέβαια, η μόνη μεταξύ των επιγόνων της Κάλλας που ακολούθησε το -εσφαλμένο- παράδειγμα του προτύπου… Εξαιρετική ήταν η πιανιστική συνοδεία του Δημήτρη Γιάκα, ο οποίος στήριξε άριστα την τραγουδίστρια και φρόντισε για τις αναγκαίες εμβόλιμες ανάπαυλες, ερμηνεύοντας σύντομα κομμάτια, πρωτότυπα ή σε διασκευή, από όπερες των Βέρντι και Μασνέ.
Credit φωτογραφιών: Χρήστος Σακελλαρόπουλος