
Ούτε ένα, ούτε δύο αλλά …πέντε ρεσιτάλ κλασικού τραγουδιού έλαβαν χώρα τον τελευταίο μήνα σε Αθηναϊκές αίθουσες. Πλην του τακτικού πλέον ραντεβού μιας εγνωσμένης αξίας ερμηνεύτριας του είδους, όπως η υψίφωνος Λένια Ζαφειροπούλου, κοινό χαρακτηριστικό των υπολοίπων ήταν η ποικιλία των προγραμμάτων και κυρίως το γεγονός ότι δόθηκαν από τραγουδιστές καταξιωμένους πρωτίστως στην όπερα.

Από τα τρία ρεσιτάλ Ελλήνων καλλιτεχνών που φιλοξένησε η «Αίθουσα Δημ. Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, αυτό της Έλενας Κελεσίδη (26/5) κέρδισε σαφώς τις εντυπώσεις, επειδή η ερμηνεύτρια αποστασιοποιήθηκε ορθά από τον κόσμο του λυρικού θεάτρου. Η υπό τη συνοδεία του πιανίστα Δημήτρη Γιάκα βραδιά, με τίτλο «μελωδικά ταξίδια στη Ρωσία», διοργανώθηκε από το Σύλλογο «Οι Φίλοι της Μουσικής» σε συνεργασία με το «Σωματείο Υποτροφίες Μαρία Κάλλας».
Αρκετά χρόνια μετά από ένα αντίστοιχης θεματικής ρεσιτάλ στον ίδιο χώρο, που είχε δοθεί σχεδόν παράλληλα με τη διεθνή κυκλοφορία του εξαιρετικού CD της με ρωσικές ρομάντσες, η Ποντιακής καταγωγής, ομογενής υψίφωνος από το Καζακστάν επέστρεψε στη μουσική γενεαλογική της γλώσσα. Το έξοχο ρεσιτάλ πάντρεψε ρομαντικές μελωδίες σπουδαίων συνθετών (Γκλίνκα, Νταργκομίσκι, Α. Ρουμπινστάϊν, Ρίμσκυ-Κόρσακωφ & Τσαϊκόφσκι) με πιο ανάλαφρες των Βαρλάμωφ και Μπουλάκωφ, 3 παλιά ρωσικά τραγούδια και 2 δημοφιλή «ανκόρ» σε τσιγγάνικους ρυθμούς.
Δεν ήξερε τι να πρωτοθαυμάσει κανείς εκείνο το βράδυ: την ανεπιτήδευτη απλότητα, αμεσότητα και συναισθηματική ευγένεια του τραγουδιού, τη γλαφυρότητα της αφήγησης που ανέδειξε η έξοχη άρθρωση του ποιητικού λόγου και οι καίριες θεατρικές πινελιές, το φωνητικό τίμπρο, που, παρά και πέρα τις όποιες ρωγμές και το ευδιάκριτο βιμπράτο, πρόβαλε ιδανικό σε έκταση και αποχρώσεις για την απόδοση των σύντομων αυτών κομψοτεχνημάτων του 19ου αιώνα… Οι ερμηνείες της Κελεσίδη διέθεταν αυτόν τον ξεχωριστό συνδυασμό νοσταλγικότητας και μελαγχολίας, που συνιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα της ρωσικής ψυχής. Την ευφορία ακρόασης μιας πραγματικής καλλιτέχνιδας επέτεινε η ισόκυρη συνοδοιπορία από το πιάνο του Γιάκα, ο οποίος εξύφανε ένα συναρπαστικό, ορχηστρικών ποιοτήτων μουσικό καμβά.
Τι κρίμα που, μετά από μία καθ’όλα αξιόλογη διεθνή καριέρα σε μεγάλες σκηνές του εξωτερικού και την επιστροφή της στην πατρίδα, η Λυρική δεν σκέφθηκε ποτέ να προσφέρει στην εκλεκτή υψίφωνο κάποιους από τους σημαντικούς ρόλους του ρωσικού οπερατικού ρεπερτορίου…

Στις 11/5, η ίδια αίθουσα υποδέχθηκε, στο πλαίσιο του κύκλου «Lied: φωνή και πιάνο» του Μεγάρου, έναν άλλο ακμαίο «διεθνή» λυρικό τραγουδιστή μας, τον βαρύτονο Δημήτρη Πλατανιά, που φημίζεται για την ωραία, πλούσια και ταγμένη για μεγαλύτερους σκηνικούς χώρους φωνή του. Το πρόγραμμα του ρεσιτάλ του συνδύασε τον «αγγλοσαξωνικό λυρισμό και το ρωσικό πάθος», χαρίζοντάς μας τη σπάνια ευκαιρία και απόλαυση γνωριμίας με δύο από τους σημαντικότερους κύκλους τραγουδιών που γράφτηκαν ποτέ.
Αρχικά ακούσθηκαν τα «Τρία τραγούδια» (έργο 2) του Μπάρμπερ και τα περίφημα «Τραγούδια του ταξιδιού» του Βων Ουίλλιαμς. Η αξιέπαινη εγκατάλειψη των οπερατικών αισθητικών κωδίκων και η εξαιρετική αγγλική προφορά του τραγουδιστή δεν μπόρεσαν ν’αντισταθμίσουν μια κάποια μονοτονία των ερμηνειών, που οφείλεται πιθανότατα στην έλλειψη ενός πιο μαλακού τίμπρου και ενός πιο εύπλαστου φραζαρίσματος, που θα διευκόλυναν την εντελέστερη ανάδειξη του ραψωδικού λυρισμού και των διαφορετικών διαθέσεων των έργων.
Εντονότερη ευχαρίστηση προσέφερε το ρωσικό σκέλος της βραδιάς. Τα τρία άκρως μελωδικά και γεμάτα ρομαντικό πάθος τραγούδια του Ραχμάνινωφ διαδέχθηκε ο εμβληματικός κύκλος «Τραγούδια και χοροί του θανάτου» του Μούσσοργκσκι. Η δραματική ένταση της ερμηνείας και η ανάγλυφη προβολή της ιδιαίτερης δραματουργίας καθεμιάς από τις τέσσερις μικρογραφίες δικαίωσαν το σκοτεινό, τραγικό περιεχόμενό τους, μεταδίδοντας άριστα συναισθήματα και ατμόσφαιρες.
Η μουσικότατη και ρυθμομελωδικά νηφάλια συνοδεία ενός πιανίστα της κλάσης του Γιάννη Βακαρέλη στήριξε άριστα τον Πλατανιά, έστω και αν αμφότεροι δεν φάνηκαν να κινούνται πάντοτε στο ίδιο μήκος κύματος….

Αντιθέτως, στα άλλα δύο ρεσιτάλ, η οπερατική αρματωσιά των τραγουδιστών παρέμεινε κυρίαρχη, έστω και με διαφορετικούς όρους. Στο πλαίσιο του ίδιου κύκλου του Μεγάρου, ο τενόρος Μάριο Τζεφίρι έδωσε στις 22/4, συνοδευόμενος από τον Γερμανό πιανίστα Μάνουελ Λάνγκε, ένα ρεσιτάλ με τραγούδια των Λιστ και Ρίχαρντ Στράους. Υπό τον τίτλο «Δώρα αγάπης», το πρόγραμμα αναπαρήγαγε αυτό του ομότιτλου CD, που βραβεύθηκε πέρσι από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών με τη διάκριση για δισκογραφία ελληνικού ενδιαφέροντος.
Τενόρος με ευδόκιμη θητεία στο μπελ-κάντο, ο Τζεφίρι αντιμετωπίζει τον κόσμο του κλασικού τραγουδιού με ξεκάθαρα οπερατική ματιά, ευνόητα συνδεδεμένη με μια κάποια δεξιοτεχνική και εκφραστική επιτήδευση. Μια τέτοια προσέγγιση χάρισε μιαν υπέρμετρη ιταλική εξωστρέφεια (σε διανθίσεις!) στα «Τρία Σονέτα του Πετράρχη» του Λιστ, αλλά ταίριαξε γάντι στα τέσσερα «Τραγούδια σε ποίηση Βικτόρ Ουγκό» του ίδιου συνθέτη. Η γλυκύτητα της έκφρασης, ο καλύτερος έλεγχος στα πορταμέντι, η φροντισμένη φραστική, η άριστη προφορά της γαλλικής γλώσσας συνέβαλαν στην αναμφίβολα κορυφαία στιγμή της βραδιάς.
Τραγούδια του Ρίχαρντ Στράους κάλυψαν ολόκληρο το δεύτερο μέρος του προγράμματος. Για την επαρκή επικοινωνία του λυρισμού της γραφής αξιοποιήθηκαν καίρια η ανεπίληπτη άρθρωση της γερμανικής και η νοηματοδότηση κάθε στίχου. Όμως, οι ερμηνείες των πολύ γνωστών «Τεσσάρων λήντερ» του έργου 27 ήχησαν κάπως υπερβολικές και παλιομοδίτικης αισθητικής, ενώ αυτές των εσωστρεφών «Τραγουδιών της Ανατολής» -σε μία σπανιότατη απόδοση από φωνή τενόρου- δεν κατάφεραν να αναδείξουν πάντοτε τον ιδιότυπο αισθησιασμό τους. Τις άνισες εντυπώσεις επέτεινε η ακριβής μεν, πλην μάλλον ακαδημαϊκή πιανιστική συνοδεία του Λάνγκε.
Σημειώνεται ότι, μετά το πέρας του ρεσιτάλ, το Ίδρυμα Europäische Kulturwerkstatt τίμησε τον Έλληνα τενόρο με την απονομή του τίτλου του Kammersänger, τιμώντας 25 χρόνια συνεπούς και διακεκριμένης διεθνούς σταδιοδρομίας.

Μια ακόμη ακμαία λυρική τραγουδίστρια, την Γιούλια Ρουτιλιάνο υποδέχθηκε το Ίδρυμα Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη, στην πρώτη (14/5) από τις δύο Αθηναϊκές εμφανίσεις της, με ένα ρεσιτάλ γερμανικών και ισπανικών τραγουδιών. Τη Γερμανίδα μεσόφωνο είχαμε παρακολουθήσει πέρσι, ως μία από τις Κόρες του Ρήνου και μία από τις Βαλκυρίες, στο καινούργιο -και αμφιλεγόμενο- «Δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ» του Φεστιβάλ Βάγκνερ του Μπαϋρώυτ. Κάτοχος μεγάλης φωνής και ενός έντονα θεατρικού ταμπεραμέντου, που κατέκλυσαν τη μικρή υπόγεια αίθουσα, η Ρουτιλιάνο δείχνει γεννημένη περισσότερο για την οπερατική σκηνή παρά για την οικειότητα του ρεσιτάλ.
Στα «Πέντε νέγρικα τραγούδια» του Καταλανού συνθέτη Μονσαλβάτζε, με τα οποία ξεκίνησε το πρόγραμμα, διέκρινε κανείς την έλλειψη ιδιωματικής εκφοράς του λόγου και μια κάποια ρυθμική αστάθεια.
Σταδιακά η φωνή «ζεστάθηκε» και ο βηματισμός με τον καλό συνοδό πιανίστα Γιάννη Γιαννόπουλο συντονίσθηκε, με αποτέλεσμα μιαν επιτυχημένη ερμηνεία των «5 Τραγουδιών σε ποίηση Ματθίλδης Βέζεντονκ» του Βάγκνερ. Πάντως, η συναισθηματική φόρτιση μεταδόθηκε περισσότερο από τον διάχυτο αισθησιασμό τους, ίσως γιατί το ειδικό, μελωδικό και όχι μόνο, βάρος της απερίφραστα ρομαντικής γραφής αποδόθηκε με κάποια τραχύτητα, χωρίς εσωτερικότητα και εκλεπτύνσεις. Παρά την ανεπίληπτη άρθρωση του αδόμενου λόγου, την ίδια αίσθηση μιας μάλλον εξπρεσιονιστικής προσέγγισης είχε κανείς και στα 4 νεανικά τραγούδια του Ρίχαρντ Στράους. Σε κάθε περίπτωση, τα σπάνια εφόδια της τραγουδίστριας φαίνεται να την προορίζουν για σημαντικές αναθέσεις στις λυρικές δημιουργίες των δύο μεγάλων Γερμανών συνθετών.
Την αληθινή έκπληξη της βραδιάς προσέφερε μία εκτός προγράμματος -και κλίματος!- άρια από την «Κάρμεν» του Μπιζέ, στην οποία έλαμψε από κάθε άποψη -ηχόχρωμα, σκηνική παρουσία, έκφραση- η Ρουτιλιάνο…

Κατόπιν τούτων, το νέο ρεσιτάλ της υψιφώνου Λένιας Ζαφειροπούλου με λήντερ των Μπετόβεν, Σούμπερτ, Σούμαν (και Μπραμς, ως «ανκόρ») στην Αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» (20/5) αποκατέστησε την …τάξη και την υφολογική και αισθητική ορθότητα στην ερμηνεία του έντεχνου, κλασικού τραγουδιού. Συνεχίζοντας με συνέπεια, γνώση και γούστο την περιήγησή της στο μαγικό -και ανεξάντλητο- κόσμο του γερμανικού ρομαντικού τραγουδιού, στηρίχθηκε και πάλι στις γνωστές αρετές του τραγουδιού της: καλλιέπεια εκφοράς, ορθοτονική ασφάλεια, συναισθηματική ειλικρίνεια.
Σ’αυτές πρέπει να προστεθεί ακόμη και η επίδειξη υψηλής συγκέντρωσης και επαγγελματισμού, που της επέτρεψαν να προσπεράσει τη μεγάλη διακοπή που προξένησε η αδόκητη βλάβη στο πιάνο Steinway κατά τη διάρκεια του κύκλου «Στη μακρινή αγαπημένη» του Μπετόβεν, με τον οποίο άνοιξε η βραδιά. Εύσημα, βεβαίως, αξίζουν εξίσου στην πιανίστα Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου για την ψυχραιμία της.
Οι πιστοί θεατές που ανέμεναν υπομονετικά ανταμείφθηκαν στη συνέχεια, αρχικά με 3 κομψοτεχνήματα του Σούμπερτ και ένα του Μπετόβεν, που ζωντάνεψαν τα αισθήματα της λαχτάρας, της μοναξιάς και της φθοράς, κυρίως όμως με τον περίφημο κύκλο «Αγάπη του Ποιητή» του Σούμαν. Μολονότι τα 16 τραγούδια του αποδίδονται πληρέστερα από ανδρική φωνή ή έστω σκουρότερο ηχόχρωμα μεσοφώνου και δεν επιδέχονται εύκολα μιας συνεκτικής ερμηνευτικής «ενοποίησης», η Ζαφειροπούλου αξιοποίησε έξυπνα τη φωτεινή υψηλή περιοχή της φωνής, καταφέρνοντας να διασφαλίσει και ρευστότητα εξαγγελίας και εκφραστική απόδοση των διαφόρων διαθέσεων των ποιημάτων του Χάϊνε.
Και δεν ατύχησε, τέλος, ούτε αυτήν τη φορά στην επιλογή πιανίστα, δεδομένης της εμπειρίας και των ικανοτήτων της Παπαστεφάνου στο συγκεκριμένο ρεπερτόριο, και δη στον Σούμαν. Παρά τη θαυμαστή ανάδειξη του πλούτου της πιανιστικής γραφής, η συνοδεία της φωνής θ’απαιτούσε ίσως ιδανικά λιγότερες διακινδυνεύσεις σε δυναμικές και ταχύτητες…
Credit φωτογραφιών 1-3: Χάρης Ακριβιάδης