ΣΑΛΣΑ

ΣΑΛΣΑ

  • SALSA
  • 1988
  • Έγχρ.

Ενας νεαρός λατινοαμερικανός, που δουλεύει σε γκαράζ, φιλοδοξεί ν' ανακυρηχθεί βασιλιάς της σάλσα.