Ο Νεοϋορκέζος δημιουργός μας μιλάει για την αποκαλυπτική εμπειρία των γυρισμάτων στην καρδιά της Χασιδικής κοινότητας του Μεγάλου Μήλου για τις ανάγκες της ταινίας «Μενάσε: Ένας Ξεχωριστός Άνθρωπος».
Έχετε γυρίσει ντοκιμαντέρ στο παρελθόν, και αναπόφευκτα στην ταινία είναι εμφανής η ντοκιμαντερίστικη λογική στη σκηνοθεσία της. Ήταν κάτι που επιδιώξατε εξαρχής;
Προσέγγισα την ταινία σα να έγραφα ένα άρθρο για το New Yorker. Δηλαδή σα μια ρεαλιστική κατάδυση σε αυτόν τον κόσμο για να τον μελετήσω, καταγράφοντας αληθινές στιγμές οι οποίες θα ήταν αδύνατο να τις σκαρφιστεί κάποιος.
Επειδή ανέκαθεν αγαπούσα τον ευρωπαϊκό και αμερικανικό νεορεαλισμό, και στα ντοκιμαντέρ μου μού αρέσει να δίνω μερικές δημιουργικές πινελιές, όταν γυρίζω μυθοπλασία υιοθετώ κάποια στοιχεία του ντοκιμαντέρ. Η αλήθεια είναι πως σαν είδος είναι ευκολότερο από τη μυθοπλασία γιατί αρκετές φορές απλώς εμφανίζεσαι σε ένα μέρος και τραβάς. Εν προκειμένω όμως δεν είναι έτσι, έπρεπε να ήμουν προετοιμασμένος.
Στο «Μενάσε» ήθελα να μεταδώσω στο θεατή την αίσθηση πως κρυφακούει, ενώ την ίδια στιγμή ήθελα οι ηθοποιοί μου να νιώθουν άνετα μπροστά από την κάμερα. Ήταν σημαντικό για εμένα να γνωρίζουν πως μπορούν είναι ο εαυτός τους και να κάνουν λάθη. Από την άλλη, το γύρισμα στις γειτονιές του Μπρούκλιν όπου ζουν οι Χασιδικοί ήταν δύσκολο. Δεν ήθελαν καθόλου να κινηματογραφηθεί η ζωή τους, έτσι χρειάστηκε να μεταφέρουμε το γύρισμα τρεις και τέσσερις φορές. Επίσης υπήρχαν πράματα που δεν καταλάβαιναν. Για παράδειγμα τους ενημερώναμε ότι το γύρισμα θα διαρκούσε 6 ώρες, και έπειτα από μισή ώρα αναρωτιόντουσαν «ακόμα να τελειώσετε»;
Ο Μενάσε Λάστινγκ υποδύεται τον εαυτό του στην ταινία, η οποία γυρίστηκε σε περίοδο δύο ετών κατά τα οποία εσύ δε μιλούσες καθόλου τη γλώσσα του. Πόσο δύσκολο ήταν να τον πείσετε να παίξει στην ταινία;
Εν τέλει το γύρισμα διήρκησε 4 χρόνια, ακριβώς επειδή η γλώσσα έγινε πρόβλημα. Στο σετ είχαμε δύο μεταφραστές. Οι ηθοποιοί πρόβαραν τις σκηνές στα αγγλικά, και αφού την ντεκουπάραμε, τότε δούλευαν ξανά αλλά στα χασιδικά. Αυτό μας ωφέλησε γιατί μιλώντας στην μητρική τους γλώσσα μπόρεσαν να δώσουν περισσότερο βάθος στην ερμηνεία τους.
Ήθελα να διατηρηθεί σε κάθε περίπτωση η χασιδική γλώσσα στην ταινία, για να μη χάσουμε σε αυθεντικότητα. Θέλαμε επιπλέον να είμαστε πιστοί και στην απόδοσή της στους υπότιτλους, κάτι που δεν ήταν εύκολο αφού σχεδόν κάθε γειτονιά έχει και δική της διάλεκτο. Για παράδειγμα για μια απλή λέξη όπως το «φούρνος μικροκυμάτων», θα μπορούσαν να υπάρχουν επτά διαφορετικές λέξεις στα χασιδικά, ήταν μια τρέλα!
Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με τη χασιδική κοινότητα του Μπρούκλιν;
Το 2014 είχα περάσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι κάνοντας ντοκιμαντέρ για ζόρικα θέματα όπως τη φροντίδα ετοιμοθάνατων ασθενών, την εντατική και τη φυματίωση, ταξιδεύοντας από την Ινδία έως τη Νότιο Αφρική. Όταν ήμουν στην Αφρική, έκανα μια πεζοπορία για να εμπνευστώ μερικές ιδέες για ταινίες. Μία από αυτές ήταν για τους Χασιδικούς.
Τους θυμήθηκα γιατί όταν ήμουν μικρός, πήγαινα συχνά στο μαγαζί του παππού μου με παιχνίδια στο Μπρούκλιν, και στη διαδρομή παρατηρούσα πάντα τις γειτονιές όπου ζούσαν. Έτσι, αποφάσισα να επιστρέψω εκεί και να τους κινηματογραφήσω με τη λογική που θα είχα εάν γύριζα ένα εθνογραφικό ντοκιμαντέρ.
Στο τέλος της ταινίας ο Μενάσε έρχεται αντιμέτωπος με ένα σκληρό δίλημμα: να μείνει ή να εγκαταλείψει την κοινότητα. Πόσο εύκολο θα ήταν για εκείνον να προσαρμοστεί σε μια νέα τελείως διαφορετική ζωή; Και τι θα έδειχνε ένα πιθανό σίκουελ;
Η αλήθεια είναι πως συζητούσαμε σοβαρά το ενδεχόμενο να γυρίζαμε δεύτερη ταινία, η οποία θα λάμβανε χώρα δέκα χρόνια μετά, με τους ίδιους ηθοποιούς. Θα βλέπαμε τη ζωή του Ρούμπεν Νιμπόρσκι ο οποίος θα ετοιμαζόταν για γάμο και θα αφοσιωνόταν σε σχεδόν απόλυτο βαθμό με τη θρησκεία.