Η Αμερικανίδα σκηνοθέτις επιστρέφει με το «Somewhere», γκριζάροντας για ακόμη μία φορά τη χολιγουντιανή λάμψη και αναζητώντας λίγη ανθρωπιά πίσω από την υλιστική ασφυξία.
Μπαρουτοκαπνισμένη στα βρόμικα πεδία μαχών τού «Αποκάλυψη Τώρα!» και παραδομένη από μικρή ηλικία στο οργανωμένο έγκλημα και τους περίτεχνους «Νονούς» του, η κόρη του Φράνσις Φορντ Κόπολα δεν κατάφερε να απογαλακτιστεί από το σελιλόιντ. Μπορεί η καριέρα της ως ηθοποιού να τερματίστηκε ουσιαστικά σε ηλικία μόλις 18 ετών, με το «άγουρο» χρυσό βατόμουρο που της απονεμήθηκε για την ερμηνεία της στον «Νονό 3», και η ίδια να πέρασε ένα φεγγάρι από το χώρο της μόδας, αλλά –όπως αποδείχτηκε– η θέση της ήταν πίσω από την κάμερα. Ήπιος χαρακτήρας, λάτρης της εναλλακτικής μουσικής και κουλτούρας, η Σοφία απείχε πολύ από το πρότυπο του κακομαθημένου παιδιού ενός μεγάλου σταρ. Η ίδια εκλάμβανε πάντα τη δημοσιότητα ως κατάρα και τον καλλιτεχνικό νεποτισμό ως χολιγουντιανή κακοδαιμονία. Κιόλας από τα πρώτα ταινιάκια της, φρόντισε να κάνει εμφανές το διακριτό δημιουργικό της στίγμα στο ανεξάρτητο σινεμά. Το 1999 ο Θέρστον Μουρ του θορυβώδους ροκ συγκροτήματος Sonic Youth της πάσαρε το cult bestseller «Αυτόχειρες Παρθένοι» του Τζέφρι Ευγενίδης και αυτή το μετέτρεψε σε αυθεντικό indie cine-hit. Τέσσερα χρόνια αργότερα με το «Χαμένοι στη Μετάφραση», όμως, θα ερχόταν η παγκόσμια αναγνώριση και η Κόπολα θα γινόταν μόλις η τρίτη γυναίκα που θα προτεινόταν για Όσκαρ σκηνοθεσίας. Μετά την ανεξήγητη κι εμπορικά αποτυχημένη της έμπνευση να πειραματιστεί με τη «Μαρία Αντουανέτα» και τις ταινίες εποχής, η 39χρονη σκηνοθέτις επιστρέφει στιλιστικά με το «Somewhere» στην ατμόσφαιρα του «Χαμένοι στη Μετάφραση», μετακομίζοντας ωστόσο το παράδοξο πρωταγωνιστικό ντουέτο της ταινίας από το Τόκιο στο Λος Άντζελες. Η ανθρώπινη αποξένωση, ο κούφιος υλισμός και το εμπορευματοποιημένο σεξ θα μπουν και πάλι στο στόχαστρό της, με το αμερικανικό όνειρο να σέρνεται ημιθανές στα δεξιοτεχνικά πλάνα της.