
Οι βρικόλακες δείχνουν και πάλι τους κυνόδοντές τους στη μεγάλη οθόνη και ξαναγίνονται μόδα, προσφέροντας όμως καινούργιες, διαφορετικές εκδοχές του βαμπιρικού μύθου. Με αφορμή τις ταινίες «Λυκόφως» και «Άσε το Κακό να Μπει», μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία τους, η οποία μετά τον «Δράκουλα» του Κόπολα γνωρίζει ξανά νύχτες δόξης λαμπρές.

Το αμερικανικό «Λυκόφως» και το σκανδιναβικό «Άσε το Κακό να Μπει» αναβιώνουν φέτος έναν από τους ισχυρότερους κινηματογραφικούς μύθους αποδεικνύοντας ότι οι μύθοι δεν σβήνουν, απλώς λοξεύουν από την ιστορική τους συνέχεια και ανασυντίθενται σύμφωνα με τις σύγχρονες εμπορικές επιταγές.
Οι δύο αυτές ταινίες ανακυκλώνουν τη βαμπιρική θεματολογία, πατώντας πάνω στο νουάρ ρομαντισμό και τον ανεξίτηλο τρόμο του αιωνόβιου Δράκουλα. Όλα ξεκίνησαν το 1897, όταν ο Ιρλανδός συγγραφέας Μπραμ Στόουκερ εμπνεύστηκε τη δαιμονική μορφή ενός αθάνατου πλάσματος, το οποίο αναζωογονείται πίνοντας ανθρώπινο αίμα. Τα χρώματα του άσπρου και του μαύρου, πάνω στα οποία ξεκίνησε η 7η Τέχνη, ταίριαζαν απόλυτα στον απόκοσμο Δράκουλα. Γι’ αυτό μόλις το 1922 ο Φρίντριχ Μουρνάου θα μεταφέρει τη γοτθική αύρα του μυθιστορήματος στη μεγάλη οθόνη («Νοσφεράτου»). Το 1931 ο Τοντ Μπράουνινγκ θα μεταλλάξει τον αιμοδιψή κόμη σε βαμπίρ-αριστοκράτης («Δράκουλας»), ενώ το 1958 θα εμφανιστεί η ερμηνευτικά χαρακτηριστικότερη βερσιόν του Δράκουλα, ο Κρίστοφερ Λι, στο θρυλικό «Βρικόλακα των Καρπαθίων».
The Bloodfather – ξαναβλέποντας το μύθοΚι ενώ η ερεβώδης μορφή του νεκροζώντανου κόμη αποτελεί τον αγαπημένο πρωταγωνιστή του σινεμά του φανταστικού, το 1992 ο Φράνσις Φορντ Κόπολα επανέρχεται για να εκσυγχρονίσει τη χιλιοειπωμένη βαμπιρική ιστορία. Μέσα από την «ντελιριακή και μεγαλομανή οπτική του», ο Αμερικανός σκηνοθέτης θα προσδώσει στον ήρωά του έντονο ερωτισμό, στον οποίο θα παραδοθούν και οι επόμενες γενιές new age βρικολάκων. Δύο χρόνια αργότερα, ο Μπραντ Πιτ θα εκμυστηρευτεί την ερωτική ιστορία του στο «Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα» του Νιλ Τζόρνταν, ενώ ημίγυμνες βαμπιρίνες θα χορέψουν σαγηνευτικά στο «Από το Σούρουπο ως την Αυγή» (1996), την καλτ βαμπιρική εκδοχή του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ. Για ακόμη μία φορά τα φολκλόρ στοιχεία του μ ύθου θα συνυπάρξουν με το απαραίτητο πλέον ρομάντζο στην μπλοκμπάστερ σειρά «Underworld». Το revival της βαμπιρικής θεματολογίας θα πάρει παγκόσμιες διαστάσεις ταξιδεύοντας από το Μεξικό με το «Cronos» (1993) του Γκιγέρμο ντελ Τόρο μέχρι τη Ρωσία με τους «Φύλακες του Σκότους» (2004) του Τιμούρ Μπεκμαμπέτοφ. Ακόμη και οι βρικόλακες που είχαν παρεισφρήσει στα κόμικς ως σατανικοί πρωταγωνιστές της «μαύρης» ποπ κουλτούρας θα μεταφερθούν στην οθόνη με την τριλογία «Blade» και το «30 Μέρες Νύχτα» (2007).

Η φετινή επιστροφή των βαμπίρ
Η φετινή χρονιά, όμως, είναι αυτή που επαναφέρει δυναμικά το βαμπιρικό trend, ανακαλύπτοντας εκ νέου τον πανάρχαιο μύθο περί αιμοποσίας. Από τη μία το νεανικό ρομάντζο της Μπέλα και του Έντουαρντ, πλημμυρισμένο από φως και έρωτα. Χωρίς υποψία σαρκικής επαφής, το «Λυκόφως» χρησιμοποιεί το μύθο για να δοκιμάσει τα φθαρτά όρια του (ρομαντικού) έρωτα. Η σκηνοθέτις Κάθριν Χάρντγουικ, μέσα από την απόκοσμα «καθαρή» φωτογραφία και την κάτωχρη όψη των πρωταγωνιστών της, προσέφερε μια διεστραμμένη –και παράλληλα αθώα– ματιά στη βαμπιρική εκδοχή. Μετά την επιτυχία του «Λυκόφωτος», το σίκουελ «New Moon» θα κάνει πρεμιέρα τον ερχόμενο Νοέμβριο. Από την άλλη, το σουηδικό «Άσε το Κακό να Μπει» του Τόμας Άλφρεντσον, που φτάνει στην Ελλάδα αυτήν την εβδομάδα, αποφεύγει το φως του ήλιου, ξεδιπλώνοντας το εφηβικό ειδύλλιο του 12χρονου Όσκαρ και της βαμπιρίνας Έλι στο σκοτάδι. Οι εικόνες που «παγώνουν» σε καλαίσθητα κάδρα και η art γοητεία που εκπέμπει το «Άσε το Κακό...» δηλώνουν ξεκάθαρα ότι το καλλιτεχνικό αίμα που κυλά στο μύθο του βαμπίρ δεν έχει στερέψει ακόμα, υποσχόμενο μελλοντικές κινηματογραφικές απολαύσεις στον κόσμο του φανταστικού.
3 ηθοποιοί που ξαναγέννησαν το μύθο των βαμπίρ

Μαξ Σρεκ
«Νοσφεράτου» (1922)Επιβλητικός, τερατόμορφος, με μακριά άκρα και φαλακρό κεφάλι. Το χαρακτηριστικό νεκροζώντανο βάδισμά του έχουν δανειστεί σχεδόν όλες οι σύγχρονες εκδοχές των ζόμπι – μέχρι και ο... Τόνι Σερβίλο του «Il Divo»!
Μπέλα Λουγκόζι «Δράκουλας» (1931)Δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει αυτόν το ρόλο-κατάρα, που τον ακολούθησε σ’ όλη του τη ζωή. Η ουγγρική προφορά του και το διαπεραστικό του βλέμμα αποδείχτηκαν ικανά μονάχα για μια εφήμερη βαμπιρική επιτυχία.
Κρίστοφερ Λι «Ο Βρικόλακαςτων Καρπαθίων» (1958) Πανύψηλος, κτηνώδης, σαδιστικός, με διεστραμμένη όψη και σαρδόνιο χαμόγελο, αποτελεί μέχρι και σήμερα την αρχετυπική ενσάρκωση του αιμοδιψούς κόμη.
TV δαγκωτό!

Η μυθολογία των βαμπίρ δεν άφησε αδιάφορη ούτε την τηλεόραση· αυτά είναι τα δημοφιλέστερα δείγματα…
Μπάφι η βαμπιροφόνισσα (1997)Αδίκως καταγράφηκε ως σαπουνόπερα λόγω της Σάρα Μισέλ Γκέλαρ και του νεανικού κοινού που την παρακολουθούσε φανατικά. Με φόντο, όμως, τα ανδραγαθήματα της Μπάφι ξεδιπλώνεται μια άλλη περιπέτεια, εκείνη της εφηβείας.
Angel (1999)Πολλές θα... πέθαιναν να τις δαγκώσει ο Ντέιβιντ Μπορεάναζ. Αλλά εκείνος έχει ψυχή, υποφέρει για τα εγκλήματά του και παριστάνει τον ιδιωτικό ντετέκτιβ για να εξιλεωθεί. Ξεχώρισε ως χαρακτήρας στην «Μπάφι» και απέκτησε δική του σειρά – ίσως περισσότερο εθιστική.
Moonlight (2007)«Ξεπέτα» με ήρωα ένα βαμπίρ-ιδιωτικός ντετέκτιβ, που ερωτεύεται μια θνητή και μονολογεί με βαθιά φωνή σούπερ ήρωα. Δεν κοιμάται σε φέρετρο, αλλά σε ψυγείο, δεν πίνει αίμα, αλλά το λαμβάνει με ένεση: θα τον έλεγες και βαμπίρ στην εποχή των μετροσέξουαλ.
True Blood (2008)Στο «Γραφείο Κηδειών Φίσερ» του Άλαν Μπολ, οι άνθρωποι πέθαιναν κι έμεναν θαμμένοι «six feet under». Στο «True Blood» του ιδίου, τα βαμπίρ ζουν ανάμεσά μας και χρησιμοποιούνται ως αλληγορία του διαφορετικού σε μια συντηρητική Αμερική. N.B.