Η στάση μας απέναντι στο θάνατο είναι μια ιδέα που επανέρχεται στις ταινίες σας, μιας και το "Πλάνο 75" αφορούσε το θέμα της ευθανασίας και στο "Ρενουάρ" έχουμε ένα μικρό κορίτσι με βαριά άρρωστο πατέρα.
Ήμουν πολύ νέα όταν ο πατέρας μου διαγνώστηκε με καρκίνο και έζησα όλη τη διαδρομή ως το τέλος της ζωής του, δέκα ολόκληρα χρόνια, από κοντά. Έμαθα πόση σημασία έχει να πεθαίνεις με αξιοπρέπεια και το πώς αντιμετωπίζεις το αναπόφευκτο είναι κάτι που με απασχολεί. Η αγωνία και η θλίψη είναι συναισθήματα που με γοητεύουν ως σκηνοθέτρια, όπως και η ιδέα της ενοχής, η οποία συνοδεύει συχνά την απώλεια.
Οπότε η ταινία ξεκίνησε από μια προσωπική σας εμπειρία;
Το "Πλάνο 75" είχε ένα καθαρό κόνσεπτ. Στη δεύτερη ταινία μου, αντίθετα, ξεκίνησα χωρίς κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου. Κατέγραφα σκόρπιες ιδέες και συναισθήματα που ένιωθα από μικρή, τα οποία κάποια στιγμή άρχισα να συνδέω σε ένα σεναριακό προσχέδιο. Από δέκα-έντεκα χρονών μού άρεσε να σημειώνω σκέψεις και συναισθήματα, αλλά είχα κάπου καταχωνιάσει τα χαρτιά μου και τα θεωρούσα χαμένα. Βρήκα όμως τυχαία μια σελίδα απ’ όταν ήμουν 11 ετών, το 1987, οπότε τοποθέτησα την ταινία σ’ αυτή την περίοδο. Η Φούκι, η ηρωίδα, κουβαλάει πολλά αυτοβιογραφικά μου στοιχεία, αλλά σε πολύ μεγάλο και ουσιαστικό βαθμό είναι ένας μυθοπλαστικός χαρακτήρας.

Τελικά ήταν ο χαρακτήρας της αυτός ο οποίος διαμόρφωσε τη σεναριακή πλοκή ή το αντίστροφο;
Συνήθως αυτά προχωράνε και χτίζονται ταυτόχρονα σε ένα σενάριο, αλλά εδώ μέχρι και πριν τα γυρίσματα δεν ήμουν σίγουρη, με οδηγούσαν τα συναισθήματά μου. Αρχικά υπήρχαν περισσότεροι χαρακτήρες στην ιστορία, αλλά περιόρισα τα επεισόδια, μέχρι που κατέληξα στο να αφηγηθώ ένα καλοκαίρι από τη ζωή ενός μικρού κοριτσιού. Ήταν σαν ένα γλυπτό το οποίο έπαιρνε σταδιακά σχήμα, με την τελική του μορφή να οριστικοποιείται όταν τα πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν μπροστά στην κάμερα.
Ο τίτλος του φιλμ, εμπνευσμένος από έναν πίνακα του Ογκίστ Ρενουάρ που αρέσει στη Φούκι, παραπέμπει νομίζω και στην "ιμπρεσιονιστική" σκηνοθετική προσέγγιση την οποία έχετε υιοθετήσει.
Η Ιαπωνία της δεκαετίας του ’80 είχε γοητευτεί από τη δυτική αισθητική. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τις αντιγραφές δυτικών έργων ζωγραφικής να έχουν κατακλύσει τα μαγαζιά και κάποια στιγμή είχα δει έναν τέτοιο πίνακα, ο οποίος μου έκανε μεγάλη εντύπωση και ζήτησα από τον πατέρα μου να μου αγοράσει ένα μικρό αντίγραφο. Ήταν η "Μικρή Ιρέν" του Ρενουάρ. Στην ταινία, η οποία είναι πράγματι μια συρραφή από χαλαρές μεταξύ τους σκηνές, σαν ιμπρεσιονιστικές πινελιές, ο συγκεκριμένος πίνακας εμφανίζεται για λίγο, αλλά μου φάνηκε ενδιαφέρον ότι ένα μικρό, "περιφερειακό" περιστατικό μπορεί να δώσει τον τίτλο στην ταινία.

Αυτό το χαμηλότονο και ανθρωποκεντρικό σκηνοθετικό στιλ σας έχει κάποιες συγκεκριμένες αναφορές; Μια προφανής είναι ο συμπατριώτης σας Χιροκάζου Κόρε-έντα, στη φιλμογραφία του οποίου συναντάμε συχνά ανήλικους πρωταγωνιστές.
Το θέμα της ταινίας, ο κεντρικός χαρακτήρας της, αλλά ακόμα και ο ηθοποιός Λίλι Φράνκι, ο οποίος υποδύεται τον πατέρα και είναι ένας από τους μόνιμους συνεργάτες του, είναι πράγματι στοιχεία που παραπέμπουν στο σινεμά του Κόρε-έντα, ενός από τους πιο αγαπημένους μου σκηνοθέτες. Ο Κριστόφ Κισλόφσκι είναι επίσης μια μόνιμη πηγή έμπνευσής μου, ο Έντουαρντ Γιάνγκ, ο Βίκτορ Ερίθε και ο Τεό Αγγελόπουλος είναι κινηματογραφιστές που με συναρπάζουν, αλλά στη συγκεκριμένη ταινία η πιο βαθιά επιρροή είναι το "Moving" του Σομάι Σίντζι. Πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα το αναλύσαμε εξαντλητικά με τον διευθυντή φωτογραφίας μου, όπως άλλωστε και το "Πνεύμα του Μελισσιού" του Ερίθε.
Πώς έγινε η επιλογή της Γιούι Σουζούκι, η οποία υποδύεται τη Φούκι;
Ήταν η πρώτη την οποία είδα σε μια οντισιόν με πολλές υποψήφιες. Δεν φοβόταν καθόλου και έδειχνε μεγάλη άνεση μπροστά στο φακό. "Πού είσαι καλή;", τη ρώτησα και μου απάντησε ότι "κάνω πετυχημένες μιμήσεις ζώων. Κάνω αυτό, εκείνο, το άλλο…", μου ανέφερε μια σειρά από ζώα. "Μπορείς να κάνεις τη γάτα;" της λέω. "Όχι, αλλά μπορώ να κάνω το άλογο. Θέλετε;". Το έκανε εντυπωσιακά και κράτησα τη μίμησή της και στην ταινία. Πολλά δικά της στοιχεία πέρασαν έτσι κι αλλιώς στο σενάριο, γιατί διαμορφώσαμε μαζί το χαρακτήρα της Φούκι. Δεν ήθελα να της επιβάλω πράγματα, γιατί και τη σεβάστηκα ως συνεργάτρια, αλλά και εκείνη ήταν πιο κοντά στα συναισθήματα του εντεκάχρονου κοριτσιού απ’ ό,τι εγώ.