
Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής τύπου (15/10) της πρωτοβουλίας "Σινεμά στην Ελλάδα - Ορατότης Μηδέν", στο κατάμεστο κινηματογράφο Άστορ, ο ομιλητής και πολύπειρος σκηνοθέτης Άγγελος Κοβότσος συνόψισε την κατάσταση με ένα απλό σχόλιο: "Για κάθε ένα βήμα μπροστά, κάνουμε δύο πίσω". Αυτή η φράση, ενδεχομένως, να ταιριάζει ως περιγραφή συνολικότερα για τον τρόπο λειτουργίας του εγχώριου κινηματογράφου, πάντως σίγουρα αντιστοιχεί σε όσα συμβαίνουν εντός του τον τελευταίο ένα χρόνο. Από τότε, δηλαδή, που εγκαινίασε τη λειτουργία του το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Οπτικοακουστικών Μέσων και Δημιουργίας (ΕΚΚΟΜΕΔ), αντικαθιστώντας το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Προτού περάσουμε στα όσα κρίσιμα ειπώθηκαν στη συνέντευξη τύπου, αξίζει να θυμίσουμε συνοπτικά πως η κίνηση "Ορατότης Μηδέν", την οποία στηρίζουν περισσότεροι από δύο χιλιάδες επαγγελματίες του σινεμά, εκδηλώθηκε τον περασμένο Ιούνιο. Έκτοτε, δημοσιεύοντας εμπεριστατωμένα στοιχεία μέσω ανοιχτών επιστολών και παρεμβάσεων ανά τακτά χρονικά διαστήματα, έχει καταδείξει πως αυτήν τη στιγμή η ελληνική κινηματογραφική "βιομηχανία" βρίσκεται σε ένα παρατεταμένο τέλμα. Κυρία αιτία; Η δυσλειτουργική δομή και διάρθρωση του ΕΚΚΟΜΕΔ που διαιωνίζουν την ασάφεια μεταξύ των κινηματογραφιστών, όπως επίσης η ελαττωματική κατανομή των πόρων με τους οποίους είναι εφικτό να υλοποιηθούν οπτικοακουστικές παραγωγές στην Ελλάδα. Με απλά λόγια, τίθεται ζήτημα υπαρξιακό και αξιακό για το πώς μπορεί να κάνεις κανείς κινηματογράφο και να βιοπορίζεται εντός συνόρων.
Είναι ενδεικτικά τα όσα μετρημένα αναφέρει το παρακάτω σποτ που έφτιαξαν οι άνθρωποι του "Ορατότης Μηδέν":
Παρακάτω, ακολουθεί το πλήρες δελτίο τύπου της τοποθέτησης των μελών του "Ορατότης Μηδέν". Οι ξεχωριστές εισηγήσεις υπάρχουν εδώ. Η πρωτοβουλία διατηρεί, ακόμη, σελίδες στα social media. Μπορείτε να τη βρείτε σε Facebook και Instagram.
Οι θέσεις της πρωτοβουλίας "Σινεμά στην Ελλάδα - Ορατότης Μηδέν":
"Η πρωτοβουλία 'Σινεμά στην Ελλάδα - Ορατότης Μηδέν', που υποστηρίζεται από 2.385 επαγγελματίες του ελληνικού οπτικοακουστικού τομέα και σημαντικούς συναδέλφους τους από το εξωτερικό - μεταξύ των οποίων η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου Ζιλιέτ Μπινός, ο Γουίλεμ Νταφόε, η Βίκι Κριπς, ο Τσάρλι Κάουφμαν, ο Ντάνιελ Σάινερτ, ο Ρούμπεν Έστλουντ, ο Εμίρ Κουστουρίτσα, ο Ράντου Ζούντε και ο Πάβελ Παβλικόφσκι - πραγματοποίησε σήμερα, Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025, την πρώτη της συνέντευξη Τύπου στον κινηματογράφο Άστορ, παρουσιάζοντας τις θέσεις και τα αιτήματά της για το μέλλον του τομέα στην Ελλάδα.
Στη σημερινή συνέντευξη τύπου, οι Έλενα Βαρδαβά (σκηνογράφος), Γιώργος Ζαφείρης (μοντέρ), Κόρα Καρβούνη (ηθοποιός), Ελένη Κοσσυφίδου (παραγωγός), Άγγελος Κοβότσος (σκηνοθέτης, παραγωγός ντοκιμαντέρ), Χριστίνα Μουμούρη (διευθύντρια φωτογραφίας), Λέανδρος Ντούνης (σχεδιαστής ήχου), Αντιγόνη Ρώτα (παραγωγός), Άγγελος Φραντζής (σεναριογράφος, σκηνοθέτης, παραγωγός) και Ελίνα Ψύκου (σεναριογράφος, σκηνοθέτις, παραγωγός), ενημέρωσαν εκ μέρους της πρωτοβουλίας, τους δημοσιογράφους – με ανοιχτή πρόσκληση και στους εκπροσώπους της πολιτείας – για τα ζητήματα που έχει θέσει η πρωτοβουλία ως προς την τρέχουσα πολιτική του ΥΠ.ΠΟ. και του Ε.Κ.Κ.Ο.ΜΕ.Δ. και την εξέλιξή τους, τα αιτήματα, τις προτάσεις και τις μελλοντικές δράσεις της.
Ζητούμενο της πρωτοβουλίας είναι μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική για τον οπτικοακουστικό τομέα, που να εξασφαλίζει ισορροπία και προοπτική για:
1. Τον Ελληνικό κινηματογράφο,
2. Τις ξένες παραγωγές που γυρίζονται στη χώρα,
3. Τις παραγωγές για την εγχώρια τηλεόραση.
Τα βασικά αιτήματα της είναι:
- Η Ενίσχυση των επιλεκτικών προγραμμάτων να ανέβει στα 15.000.000€ ετησίως, με σταθερή πηγή χρηματοδότησης, ώστε να υπάρξει ισχυρή εθνική κινηματογραφία.
- Σαφή και δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα για το cash rebate, που αφορά όλες τις παραγωγές.
- Θεσμική συμμετοχή των επαγγελματιών στη χάραξη πολιτικής.
Στόχος είναι ένα βιώσιμο οικοσύστημα όπου ο Ελληνικός κινηματογράφος θα συνυπάρχει ισότιμα με τις ξένες παραγωγές και τις εγχώριες τηλεοπτικές παραγωγές, δημιουργώντας χώρο για επενδύσεις και θέσεις εργασίας. Η εμπειρία άλλων χωρών δείχνει ότι μόνο με αυτή τη συνύπαρξη ο κλάδος μπορεί να αναπτυχθεί και να παραμείνει ανταγωνιστικός.

Παράλληλα, ζητείται η αποτελεσματική και χωρίς γραφειοκρατικά εμπόδια εφαρμογή του cash rebate, ώστε να αποφεύγονται καθυστερήσεις που αποθαρρύνουν διεθνείς χρηματοδότες και επιβαρύνουν οικονομικά εγχώριες και ξένες παραγωγές.
Τέλος, απαιτείται η ενεργή συμμετοχή της ιδιωτικής τηλεόρασης, όχι μόνο ως αποδέκτη κινήτρων, αλλά και ως επενδυτή στο ελληνικό σινεμά, βάσει του ήδη θεσμοθετημένου ποσοστού 1,5% επί του κύκλου εργασιών – ένα μέτρο που εφαρμόζεται επιτυχημένα διεθνώς, αλλά παραμένει ανενεργό στην Ελλάδα τόσο για τους εγχώριους όσο και για τους αλλοδαπούς παρόχους.
Τα τρία αυτά σκέλη της οπτικοακουστικής παραγωγής μπορούν να συνεισφέρουν ισότιμα σε επενδύσεις, ευκαιρίες για απασχόληση και έσοδα για το Δημόσιο.
Η Ορατότης Μηδέν συνεχίζει, χωρίς να επαναπαύεται στο ότι κατάφερε να εκκινήσει τον δημόσιο διάλογο και να προκαλέσει κάποιες πρώτες αλυσιδωτές αντιδράσεις εκ μέρους της Πολιτείας.
Το σινεμά, το ελληνικό σινεμά και ο ελληνικός οπτικοακουστικός τομέας, είναι πολύ σημαντική υπόθεση για να την αφήσουμε στην τύχη της. Οι ταινίες και οι ελληνικές ταινίες ακόμα πιο πολύ, είναι η ταυτότητά μας, αποτυπώνουν την ιστορία και το παρελθόν μας, το παρόν μας και την αίσθησή μας για το μέλλον, σώζουν και εξελίσσουν τη γλώσσα μας, αποτυπώνουν το τοπίο της χώρας μας και τις μεταλλάξεις του, είναι από τα πιο σημαντικά εργαλεία διαλόγου με την παγκόσμια κοινότητα, και από τα πιο βασικά εργαλεία πολιτιστικής διπλωματίας, προβολής και επιρροής, soft power, που μπορεί να διαθέτει μια χώρα. Και παρόλα τα προβλήματα, παρόλα τα λάθη, χάρη στην αυτοθυσία των δημιουργών και των συντελεστών του, το ελληνικό σινεμά κατάφερε να συνεχίσει να κάνει τα παραπάνω, με απρόσμενη και σταθερή επιτυχία. Όμως τώρα, η Πολιτεία πρέπει να έρθει στο ύψος των περιστάσεων.
Μέχρι τότε, συνεχίζουμε με μια σειρά συντονισμένων δράσεων και μια καμπάνια για την ενημέρωση όλων εντός και εκτός της χώρας, ώστε τα ζητήματά μας να γίνουν ακόμη πιο ορατά, κατανοητά και αντικείμενο ουσιαστικού θεσμικού διαλόγου, στην Ελλάδα και διεθνώς".