
Αν και κάθισε για πρώτη φορά στην καρέκλα του σκηνοθέτη το 2009, για το 17λεπτο "Fortune and Glory", ο Μπεν Λέονμπεργκ πέρασε μια δεκαπενταετία συμμετέχοντας σε παραγωγές virtual reality και γυρίζοντας διαφημιστικά και –περισσότερες από δέκα– μικρού μήκους. Το πέρασμά του στη "μεγάλη" αφήγηση βασίζεται σε μια απλή ιδέα και ένα δύσκολο στοίχημα: πώς νιώθει κάποιος που βλέπει το σκύλο του να γαβγίζει νυχτιάτικα σε έναν άδειο τοίχο του σπιτιού; Τι βλέπει, άραγε, εκείνος όταν στέκει ακίνητος για ώρα κοιτώντας επίμονα το κενό; Μήπως ξέρει πως εκεί υπάρχει κάτι το οποίο εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε ικανοί να αντιληφθούμε; Να μια υποσχόμενη αρχή για ένα θρίλερ φαντασίας. Είναι όμως από μόνη της ικανή να στηρίξει μια ολόκληρη ταινία μεγάλου μήκους;
Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, όπου έχει νοσηλευτεί για ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας στους πνεύμονές του, ο Τοντ μετακομίζει με τον πιστό σκύλο του Ίντι στο απομονωμένο εξοχικό του παππού του. Η μόνη του επαφή είναι με την αδελφή του Βέρα, η οποία του τηλεφωνεί συχνά ανησυχώντας για την κατάστασή του, ενώ σε μία από τις βόλτες του στην εξοχή συναντά έναν κυνηγό της περιοχής, ο οποίος τον προειδοποιεί για τις παγίδες αλεπούδων που έχει στήσει ολόγυρα. Τον πληροφορεί πως αυτός ήταν που βρήκε τον παππού του νεκρό μέσα στο σπίτι, αλλά ο Τοντ μοιάζει να μην ανησυχεί για τις συνθήκες θανάτου του, για το ότι ο σκύλος του Μπάντιτ αγνοείται ή για το ότι το διπλανό νεκροταφείο είναι γεμάτο με μέλη της οικογένειάς του, οι οποίοι "φαίνεται πως όλοι πέθαναν νέοι". Δεν συμμερίζεται επίσης τις φήμες ότι το εξοχικό είναι στοιχειωμένο, όπως πιστεύει η Βέρα, αλλά ο Ίντι έχει διαφορετική άποψη. Αισθάνεται μια απειλητική παρουσία να παραμονεύει στα σκοτάδια και, όταν ανακαλύπτει την μπαντάνα που φόραγε ο Μπάντιτ στο λαιμό του, αρχίζει να κατακλύζεται από τρομακτικά οράματα.
Λιτό, μα υποβλητικό, το θρίλερ του Μπεν Λέονμπεργκ υιοθετεί την οπτική του τετράποδου ήρωά του και μένει μέχρι τέλους πιστό στη βασική ιδέα του. Την υπηρετεί υπομονετικά, εξαντλώντας όλες τις δυνατότητές της, χωρίς να ενδίδει στις ευκολίες του jump scare. Η απειλή κυρίως υποβάλλεται, η φύσει ανέκφραστη αντίδραση του σκύλου απέναντί της την ισχυροποιεί αποτελεσματικότατα και ένας αριστοτεχνικός σχεδιασμός ήχου την κάνει ακόμα τρομακτικότερη. Επιπλέον, η συγκινητική, αλλά δίχως εκβιαστικά τρικ, "ερμηνεία" του Ίντι σπρώχνει την ταινία προς το… δράμα χαρακτήρων, ενώ η μάχη του Τοντ (και του πιστότερού του φίλου) με τα εσωτερικά και εξωτερικά σκοτάδια του αποκτά ενδιαφέρουσες αλληγορικές διαστάσεις.
ΗΠΑ. 2025. Διάρκεια: 73΄. Διανομή: CINOBO
Περισσότερες πληροφορίες
Good Boy
Μετά τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο για σοβαρό πρόβλημα υγείας, ο Τοντ μετακομίζει με τον πιστό σκύλο του Ίντι στο απομονωμένο εξοχικό του παππού του. Δεν συμμερίζεται τις φήμες ότι αυτό είναι στοιχειωμένο, αλλά ο Ίντι αισθάνεται μια απειλητική παρουσία να παραμονεύει στα σκοτάδια.