
Η ταινία σας έχει μια έντονη αίσθηση αυτοσχεδιασμού. Όχι μόνο όσον αφορά τις ερμηνείες του πρωταγωνιστικού τρίο, αλλά ακόμα και το σκηνοθετικό στιλ. Είναι μαζί κωμωδία, θρίλερ, αν όχι ταινία τρόμου, κοινωνικό δράμα, ενώ διαθέτει και στοιχεία φαντασίας…
Προσπάθησα να είμαι ειλικρινής και να κάνω αυτό που μου αρέσει. Νομίζω ότι αυτή η πολύχρωμη, μεικτής θεματολογίας ταινία ταιριάζει με ό,τι ήθελα να εκφράσω πάνω στην απελευθέρωση των τριών κοριτσιών από πολλά πράγματα. Ο καλύτερος τρόπος ήταν να συνδυάσω το χιούμορ, το αίμα, το φανταστικό… Σαν το ανεβοκατέβασμα στο τρενάκι του λούνα παρκ. Δεν μπορώ όμως να πω πως αυτό οφείλεται σε μια αυτοσχεδιαστική προσέγγιση, γιατί όταν έγραφα το σενάριο σχεδίαζα και τις σκηνές. Μίλησα από την αρχή της συγγραφής του και με τη διευθύντρια φωτογραφίας. Προετοιμαστήκαμε καλά, οπότε ήξερα πότε θα ήθελα να έχω αυτοσχεδιασμούς κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Το καστ έφερε πράγματι στο πλατό πολλές ιδέες, διαλέξαμε μαζί και τα κοστούμια. Επιδιώξαμε το απρόοπτο, γιατί αυτό δημιουργεί εκπλήξεις και κάνει τη συνεργασία όχι μόνο δημιουργικότερη, αλλά και πιο ενθουσιώδη.
Υπήρξε δυσκολία στο να βρεθεί ο σωστός αφηγηματικός τόνος και να συνδυαστούν εύρυθμα τόσο διαφορετικά στιλ;
Ναι, ήταν επικίνδυνο, αλλά ήθελα να είμαι ελεύθερη. Για μένα, ξεκινάμε με ένα είδος αλμοδοβαρικής ταινίας. Τη ρομαντική ιστορία ενός κοριτσιού που θέλει να ερωτευτεί έναν άντρα. Αλλά μετά, ο βιασμός τα αλλάζει όλα. Συμβαίνει συχνά στη ζωή των γυναικών και ήθελα να δείξω έναν άλλο τρόπο αντιμετώπισης της σεξιστικής βίας. Γιατί τα κορίτσια στην ταινία δεν είναι μόνο θύματα, αλλά μπορούν να γελούν και να χρησιμοποιούν το χιούμορ. Μπορούν επίσης, σε μια μυθοπλασία, να χρησιμοποιούν τη βία, να αμύνονται, να αποφεύγουν τη βία που δέχονται. Είναι χαρακτήρες που παλεύοντας ενάντια σ’ ένα απειλητικό και ακατανόητο περιβάλλον, παλεύουν και με τις αντιφάσεις τους. Με τον εαυτό τους. Το απροσδιόριστο αφηγηματικό ύφος του φιλμ προσπαθεί να αποτυπώσει αυτήν τη σύγχυση.
Με έναν τρόπο κάθε άλλο παρά σοβαροφανή. Δεν φοβάστε να χρησιμοποιήσετε ακόμα και φαρσικές υπερβολές…
Και στις δραματικότερες στιγμές, υπάρχει κάτι το παράλογο. Κάτι το φαρσικό. Στη σκηνή του γυναικολόγου ή σ’ εκείνη του βιασμού, για παράδειγμα, οι χιουμοριστικοί τόνοι είναι υψηλοί, πιστεύω όμως πως δεν υπονομεύουν τη σοβαρότητα όσων συμβαίνουν. Αντίθετα, αναδεικνύουν την ιδιαιτερότητά τους, γιατί τα φωτίζουν από μια διαφορετική, απρόοπτη οπτική γωνία.

Όλη η ταινία προσπαθεί να φωτίσει τη σύγχρονη γυναικεία εικόνα από μια εναλλακτική γωνία. Όχι από εκείνη του κυρίαρχου αντρικού βλέμματος.
Όλο και περισσότερες ταινίες ασχολούνται πλέον με τα κλισέ τα οποία έχει φορτωθεί η εικόνα της γυναίκας διαχρονικά. Κι η εικόνα αλλάζει, όταν αλλάξει το βλέμμα. Οι ηρωίδες μου βγαίνουν στο μπαλκόνι γιατί δεν φοβούνται να αποκαλυφθούν. Δεν επιθυμούν να απομονωθούν σε έναν δικό τους ιδιωτικό χώρο. Έχουν όμως τη γενναιότητα να πουν πως "θέλουμε να μας δείτε, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο επιθυμούμε εμείς".
Το μπαλκόνι είναι ένα μέρος το οποίο βρίσκεται μεν σε δημόσια θέα, από την άλλη ανήκει στο χώρο σου. Σου παρέχει μια ασφάλεια…
Μου αρέσει να κοιτάζω τα μπαλκόνια και τα παράθυρα των σπιτιών. Τυπική χιτσκοκική περιέργεια, έτσι δεν είναι; Όπως και η Νικόλ, η οποία κάνει ένα βήμα έξω από την ασφαλή της ζώνη, το εσωτερικό του σπιτιού, όπου οι γυναίκες ζούσαν σχεδόν αποκλειστικά για αιώνες. Ταυτόχρονα ονειρεύεται κάτι άλλο, το οποίο ξεκινάει από την εικόνα του σέξι γείτονα στο απέναντι μπαλκόνι. Η ταινία αφορά λοιπόν την περιπέτεια φυγής της από την κομφορμιστική ασφάλεια και την εμπλοκή της με την αληθινή ζωή. Γι’ αυτό ξεκινάμε με σκηνή στο μπαλκόνι και το τέλος της ταινίας εξελίσσεται στο δρόμο, όπου οι κοπέλες έχουν βρει πλέον την ελευθερία τους.
Και πίσω από την κάμερα; Πόσο δύσκολα είναι ακόμα τα πράγματα στην κινηματογραφική βιομηχανία για μια γυναίκα σκηνοθέτρια;
Είναι ακόμα δύσκολο και σε αυτόν τον κλάδο. Έχουμε τα λιγότερα χρήματα. Ειδικά στις ταινίες μεγάλου προϋπολογισμού, βρίσκεις μόνον άντρες. Τους εμπιστευόμαστε περισσότερο όταν χειρίζονται περισσότερα. Χρήματα, προβλήματα… Είναι ισχυρό το κλισέ πως όταν βρίσκεσαι σε κίνδυνο πρέπει να εμπιστευτείς έναν άντρα, γιατί μπορεί να κάνει τα πάντα. Να πάει κόντρα στους ηθοποιούς. Να πάει κόντρα στο πρόγραμμα για να το φέρει εις πέρας. Έχει περισσότερο έλεγχο. Αλλά αυτό είναι σαν μια σιωπηλή παρενόχληση...
Εσείς, αντίθετα, εμπιστευτήκατε πολλές γυναίκες.
Κινήθηκα μέσα στη δική μου ασφαλή ζώνη (γέλια). Βασικά εμπιστεύτηκα καλές μου φίλες, όπως τη συνσεναριογράφο Σελίν Σιαμά, με την οποία είχαμε κάνει το "Πορτραίτο Μιας Γυναίκας που Φλέγεται", ή τη Σαντρά Κοντρεανί, που υποδύεται την Νικόλ, με την οποία είμαστε κολλητές πολλά χρόνια τώρα. Ήθελα αυτή η αίσθηση της φιλίας που υπάρχει στην ταινία να βγαίνει από μέσα μας, να είναι ρεαλιστική. Γι’ αυτό και οι τρεις μας υποδυθήκαμε χαρακτήρες που είναι κοντά μας. Η Νικόλ στη Σαντρά, η Ρουμπί στη Σουεϊλά Γιακούμπ και εγώ στην Ελίζ. Ηθοποιός και drama queen; Εντελώς εγώ…