Μία από τις συμβουλές που πολύ συχνά δίνουν οι ηθοποιοί είναι η εξής: βρες ένα σκηνοθέτη και μείνε μαζί του. Αν το καλοσκεφτείτε, ισχύει. Δεν είναι λίγες οι φιλμογραφίες δημιουργών οι οποίες δε θα είχαν την επίδραση που απολαμβάνουν χωρίς το μαγικό σμίξιμο του ιδανικού ηθοποιού για τον κατάλληλο ρόλο στη σωστή ταινία. Κάπως έτσι συνέβη για με τους Κουέντιν Ταραντίνο και Μάικλ Μάντσεν.
Ο Μάντσεν, ο οποίος πεθανε σε ηλικία 67 ετών, έγινε διάσημος κυρίως χάρη στους υποστηρικτικούς ρόλους του, με μία από τις πιο εμβληματικές ερμηνείες του να είναι στο αιματηρό "Reservoir Dogs" (1992). Στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ταραντίνο, οκ όχι αν μετράτε για κάποιο λόγο και το "My Best Friend's Birthday" (1987), ο ηθοποιός υποδύεται τον Βικ Βέγκα, δηλαδή τον Mr. Blonde, έναν αδίστακτο εγκληματία που συμμετέχει σε συμμορία ληστών που τα θαλασσώνει σε μια κλοπή κοσμηματοπωλείου.

Εκείνο που πρόσφερε ο Μάντσεν στο φιλμ ήταν πολύτιμο για την ισορροπία μεταξύ των χαρακτήρων. Ήταν απειλητικά γοητευτικός, είχε επιβλητικό παρουσιαστικό, ήταν πειστικά ανήθικος και κυρίως αμετανόητα βίαιος. Μόνο ένας τέτοιος τύπος, ο οποίος συνδυάζει την '50s κουλτούρα του δρόμου με το ακαταμάχητο στιλ, θα μπορούσε να εκτελέσει μαεστρικά μια σκηνή όπου βασανίζεται ένας μπάτσος, στο περιβόητο στιγμιότυπο που κορυφώνεται με τον ακρωτηριασμό ενός αυτιού υπό τους ήχους του "Stuck In The Middle With You" (Stealers Wheel).
Έως τότε, οι κινηματογραφικές εμφανίσεις του Μάντσεν ήταν σταθερές, πλην όχι πάντα αξιομνημόνευτες, αν και οι συμμετοχές του περιελάμβαναν σημαντικούς τίτλους όπως "Ο Καλύτερος" (Μπάρι Λέβινσον, 1984), "The Doors" (Όλιβερ Στόουν, 1990) και "Θέλμα και Λουίζ" (Ρίντλεϊ Σκοτ, 1991). Έκτοτε, όμως, η δημοφιλία του αυξήθηκε θεαματικά, παρόλο που η καριέρα του συνέχιζε να κινείται στην περιφέρεια των πρωταγωνιστικών ρόλων. Η χημεία που βρήκε με τον Ταραντίνο, βέβαια, ήταν αδιαπραγμάτευτη.

Ο σκηνοθέτης τον ήθελε αντί του Τζον Τραβόλτα στο "Pulp Fiction" (1994), αλλά εκείνος είχε ήδη αρχίσει δουλειά για το γουέστερν "Γουάιτ Ερπ" (1994) του Λόρενς Κάσνταν ("Έξαψη", "Η Μεγάλη Ανατριχίλα"). Έτσι, χρειάστηκε να περάσει περίπου μια δεκαετία για να συνεργαστούν και πάλι οι δυο τους, όταν ο Ταραντίνο τον επέλεξε στα "Kill Bill: Vol. 1 & Vol. 2" (2003, 2004) για να υποδυθεί τον σκληροτράχηλο Μπαντ, αδερφό του Μπιλ (Ντέιβιντ Καραντάιν), έναν έκπτωτο μαχητή χωρίς ηθικό κώδικα ο οποίος δε διστάζει να διαπράξει την αμαρτία του να δώσει ενέχυρο το ίδιο το σπαθί του. Στο ενδιάμεσο, ωστόσο, ο Μάντσεν πρόλαβε να κλέψει την παράσταση ως γκάνγκστερ στο '90s cult classic "Ντόνι Μπράσκο" (Μάικλ Νιούελ, 1997).
Η τελευταία φορά που ο Μάντσεν έπαιξε σε ταινία του Ταραντίνο, ήταν για τους "Μισητούς Οκτώ" (2015), όπου κυρίως χρησίμευσε σε μια επίμονη στοιχειωτική παρουσία στο φόντο της δράσης. Όπως, με έναν τρόπο, συνήθιζε να κάνει σε όλη την καριέρα του στο σινεμά, καταφέρνοντας να μην περνά απαρατήρητος.
