
Η ελληνική σινε-παραγωγή αντιπροσωπεύεται στο φετινό διεθνές διαγωνιστικό πρόγραμμα του φεστιβάλ με τρία φιλμ τεκμηρίωσης καταξιωμένων δημιουργών. Πριν τις "Σμιλεμένες Ψυχές" του Σταύρου Ψυλλάκη και τα "Τέρματα του Αυγούστου" του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, πρώτη προβλήθηκε η "Καρδιά του Ταύρου" της Εύας Στεφανή ("Οι Λουόμενοι", "Μέρες και Νύχτες της Δήμητρας Κ."), η οποία είχε πρωτοπαρουσιαστεί στην περσινή διοργάνωση ως work in progress. Επανήλθε φέτος στην τελική μορφή της ως το πορτραίτο ενός καλλιτέχνη, "σκιτσαρισμένο" από έναν κοντινό του άνθρωπο ο οποίος αναζητά τη σωστή απόσταση παρατήρησης. Πρόκειται για μια κρίσιμη επιλογή που απασχολεί κάθε φορά την ευρηματική ντοκιμαντερίστρια, η οποία ανάλογα το θέμα που έχει μπροστά στο φακό της περνά από τη φαινομενολογική προσέγγιση στην ποιητική ματιά κι από εκεί στην πειραματική αφήγηση.

Ακολουθώντας τις - μακρές (λόγω πανδημίας) και επίπονες - πρόβες και κατόπιν την ανά τον κόσμο περιοδεία της χορευτικής παράστασης του Δημήτρη Παπαϊωάννου "Εγκάρσιος προσανατολισμός", η Στεφανή βάζει και τον εαυτό της στο παιχνίδι. Φίλη τού διάσημου χορογράφου, τον κινηματογραφεί μετωπικά κι επίσημα την ώρα της δουλειάς, με τρυφερή χαλαρότητα στα διαλείμματα. Σπάνια τον ακολουθεί μακριά από τη σκηνή. Του θέτει απλές ερωτήσεις κι εκείνος μπαίνει στα δικά της όνειρα. Μια ιστορία ενηλικίωσης ξετυλίγεται. Η παράσταση μετατρέπεται σιγά σιγά σε ψυχαναλυτική συνεδρία. Ο σκηνοθέτης της είναι ο πρωταγωνιστής – σταρ αυτού του κινηματογραφικού πορτραίτου, αλλά η ερώτηση "γιατί κάνουμε αυτό που κάνουμε;" αφορά και τη σκηνοθέτη που τον σκηνοθετεί. Κι αν η απάντηση διαφεύγει αμφοτέρων, η προσπάθειά τους να την ανακαλύψουν είναι εξομολογητική, παιχνιδιάρικη και ειλικρινής. Έτσι, αυτό το οποίο ξεκινάει ως το making of ενός χορευτικού σόου, μετατρέπεται με αβίαστη χάρη σε μια (αυτή της Εύας Στεφανή) από τις πολλές εκδοχές μιας περίπλοκης καλλιτεχνικής αλήθειας (εκείνης του Δημήτρη Παπαϊωάννου).