Τι σας έσπρωξε στο να επιστρέψετε στο φιλμ νουάρ δυο δεκαετίες μετά τον "Καλό Κλέφτη";
Εκείνη ήταν μια ταινία απόλυτα δική μου, με την έννοια πως είχα γράψει το σενάριο και ήμουν και παραγωγός. Εδώ πρόκειται για μια σεναριακή διασκευή ενός μυθιστορήματος του καλού φίλου μου Τζον Μπάνβιλ από τον Γουίλιαμ Μόναχαν, την οποία μου πρότεινε ο Λίαμ Νίσον. Μου άρεσε πολύ, έκανα μερικές μικροαλλαγές στην ιστορία κι αυτό ήταν. Με γοητεύουν οι ταινίες μυστηρίου, αυτές στις οποίες ο ήρωας δεν ξέρει πολύ καλά τον εαυτό του, που δεν καταλαβαίνει το περιβάλλον γύρω του… Ο "Ντετέκτιβ Μάρλοου" είναι ακριβώς μια τέτοια περίπτωση.
Πολλές ταινίες σας φλερτάρουν με το θρίλερ, ενώ νεονουάρ στοιχεία είχε και η "Μόνα Λίζα".
Σε ποιόν δεν αρέσουν τα θρίλερ; Και πράγματι ο χαρακτήρας του Μπομπ Χόσκινς στην "Μόνα Λίζα" μοιάζει με αυτόν του Λίαμ Νίσον στον "Ντετέκτιβ Μάρλοου". Είναι και οι δυο άντρες που βρίσκονται αντιμέτωποι με μια σειρά γεγονότων που δεν μπορούν να κατανοήσουν και μπαίνουν σε έναν κόσμο ο οποίος λειτουργεί με κανόνες ξένους προς τη δική τους ηθική και τη δική τους στάση ζωής.
Τώρα όσον αφορά το στιλ των δυο ταινιών, σε αντίθεση με την "Μόνα Λίζα", ακόμα και τον "Καλό Κλέφτη", ο "Ντετέκτιβ Μάρλοου" είναι περισσότερο δέσμιος των κλισέ ως πιο τυπικό φιλμ νουάρ.
Αυτό είναι ένα μέρος από τη γοητεία του πράγματος. Στην πρώτη σκηνή μια σέξι ξανθιά μπαίνει στο γραφείο ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ. Πόσες φορές δεν το έχουμε δει αυτό σε μια ταινία; Υπάρχουν λοιπόν στοιχεία των χαρακτήρων ή της πλοκής που πρέπει να διατηρήσουμε και από την άλλη πρέπει να φέρουμε καινούριες ιδέες σ’ αυτό το στιλιζάρισμα. Ο "…Μάρλοου", για παράδειγμα, είναι έγχρωμος, ενώ όλα τα κλασικά νουάρ είναι ασπρόμαυρα. Επίσης η ταινία γυρίστηκε στην Βαρκελώνη και όχι στο Λος Άντζελες, γιατί το Λος Άντζελες του 1939 δεν υπάρχει πια. Είναι περισσότερο μια παραλλαγή ενός συγκεκριμένου κινηματογραφικού ύφους λοιπόν, όπως διασκευάζει κάποιος μια μουσική μελωδία.
Αυτός ο "Ντετέκτιβ Μάρλοου" θα μπορούσε να γυριστεί στο σημερινό Χόλιγουντ;
Βλέπετε τι ταινίες γυρίζει το Χόλιγουντ. Νομίζω πως φιλμ σαν τον "…Μάρλοου" μπορούν να γυριστούν μόνο ανεξάρτητα ή με τη βοήθεια μιας streaming πλατφόρμας.
Πιστεύετε πως οι πλατφόρμες μπορούν να βοηθήσουν τελικά το σινεμά και δεν είναι ο μεγάλος εχθρός του, όπως φοβούνται πολλοί συνάδελφοί σας;
Οι πλατφόρμες έρχονται να καλύψουν ένα κενό, έτσι δεν είναι; Ταινίες τις οποίες το Χόλιγουντ αρνείται να γυρίσει πια μπορούν να βρουν χρηματοδότηση από το Netflix, την Amazon ή το Apple TV+. Πολλοί συνάδελφοί μου βρίσκουν διέξοδο εκεί και κάνουν μάλιστα σπουδαίες ταινίες. Από την άλλη, οι θεατές απομακρύνονται από την αίθουσα και αυτό είναι το τίμημα. Δεν φταίνε όμως μόνο οι τηλεοπτικές σειρές και οι πλατφόρμες γι’ αυτό. Το "Avatar" ήταν επιτυχία, το ίδιο και τα "Πνεύματα του Ινισέριν" ή το "Τρίγωνο της Θλίψης", στα μέτρα τους πάντα. Οπότε μπορεί και να φταίει πως ταινίες σαν αυτές του Φασμπίντερ, του Αντονιόνι, του Κασσαβέτη, ακόμα και του Κεν Λόουτς, γυρίζονται πλέον όλο και πιο σπάνια. Η κάμερα στο χέρι έχει γίνει η πιο προφανής και προβλέψιμη σκηνοθετική επιλογή…
Ο "Ντετέκτιβ Μάρλοου", αντίθετα, προσπαθεί να ξαναθυμηθεί τη λάμψη των "παλιών εικόνων".
Ακριβώς. Ήθελα η ταινία να έχει τη μυρωδιά απ’ αυτό που λέμε "μεγάλο σινεμά". Μια παλιομοδίτικη αίσθηση, αλλά μαζί και κάτι μοντέρνο, κάτι το οποίο έρχεται από το παρελθόν και κοιτάζει το μέλλον. Έχοντας αυτό στο νου, δουλέψαμε πολύ με τον Τσάβι Χιμένεζ, το διευθυντή φωτογραφίας, πάνω στην εικόνα και τις αποχρώσεις του χρυσού που θέλαμε να κυριαρχούν. Ονειρευόμασταν κάτι vintage, αλλά όχι ως αντιγραφή, αλλά ως καινούρια πρόταση. Γιατί οι ιδέες που διαπραγματεύεται σεναριακά το νουάρ, από την πολιτική διαφθορά ως τα ηθικά διλήμματα του ήρωα, είναι διαχρονικές. Αυτές δεν χρειάζονται εκσυγχρονισμό…
Η επιλογή των ηθοποιών ήταν δική σας;
Ναι, βέβαια. Ξεκινώντας από τον Λίαμ Νίσον, ο οποίος πρωτοδιάβασε το σενάριο και ήθελε πολύ να παίξει τον Μάρλοου. Ήταν μια ευκαιρία για εκείνον να υποδυθεί κάτι διαφορετικό από έναν ήρωα δράσης, ρόλο στον οποίο έχει τυποποιηθεί τελευταία. Είδαμε λοιπόν μαζί τις περισσότερες ταινίες που έχουν γυριστεί με τον Μάρλοου και κολλήσαμε στον Ρόμπερτ Μίτσαμ. Όχι ότι είναι απαραίτητα καλύτερος από τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, αλλά βρίσκεται πολύ κοντά στο ύφος και τη σωματική διάπλαση του Λίαμ. Με ρώτησε αν είχε νόημα να τον αντιγράψει. Όχι του είπα και, πράγματι, δημιούργησε κάτι δικό του. Ένα χαρακτήρα πιο κινητικό, λιγότερο κυνικό, νομίζω πιο ταιριαστό στο πνεύμα της ταινίας, η οποία δεν είναι τόσο κλειστοφοβική και βαριά όσο το "Farewell my Lovely".
Εκτός από σκηνοθέτης και σεναριογράφος, είστε και ένας διακεκριμένος λογοτέχνης. Τι ευχαριστιέστε περισσότερο; Να κάθεστε πίσω από την κάμερα ή μπροστά στον υπολογιστή;
Ευχαριστιέμαι και τα δυο το ίδιο, αλλά το γράψιμο έχει ένα πλεονέκτημα. Αρχίζει και τελειώνει εύκολα και αυτό που ακολουθεί μέχρι την έκδοση είναι τυπικό και ανώδυνο. Το κινηματογραφικό γύρισμα, από την άλλη, είναι κάτι θαυμάσιο, αλλά ο χρόνος προετοιμασίας μέχρι να φτάσεις εκεί είναι μακρύς και οι διαδικασίες ανυπόφορες. Το να βρεις χρηματοδότηση σήμερα για μια ταινία είναι πραγματικός Γολγοθάς. Αλλά όταν τη βλέπεις ολοκληρωμένη τα ξεχνάς όλα και άντε πάλι από την αρχή…