Επιβεβαιώνοντας τη δημιουργική ακμή του σύγχρονου ουγγρικού σινεμά ("Ο Γιος του Σαούλ", "Η Ψυχή και το Σώμα"), ο πρωτοεμφανιζόμενος στη μυθοπλασία Ντένες Νάγκι εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς στο περσινό 71ο Φεστιβάλ Βερολίνου, αποσπώντας το βραβείο σκηνοθεσίας με το "Φυσικό Φως". Μια ατμοσφαιρική, υποβλητική (αντι)πολεμική περιπέτεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στην οποία ένας δεκανέας ο οποίος προσπαθεί να μείνει αμέτοχος στα όσα διαδραματίζονται γύρω του, κάποια στιγμή θα αναγκαστεί αναπόφευκτα να πάρει θέση. Συναντήσαμε τον 42χρονο σκηνοθέτη στη Θεσσαλονίκη, όπου η ταινία του συμμετείχε στο φεστιβάλ εκτός συναγωνισμού, για μια διεξοδική κουβέντα.
Πόσο εύκολο είναι να περάσει κανείς από το ντοκιμαντέρ σε μια μυθοπλαστική ταινία εποχής;
Δεν είμαι σκηνοθέτης ο οποίος κατασκευάζει συγκρούσεις και βασίζεται στους διαλόγους, προτιμώντας μια στάση παρατηρητή απέναντι στην πραγματικότητα. Ο ρεαλισμός με ενδιαφέρει έντονα, με την έννοια της εξερεύνησης φυσικά και όχι της απλής αντιγραφής. Διαλέγω ερασιτέχνες ηθοποιούς, μου αρέσει να γυρίζω σε φυσικούς χώρους, αλλά κι όταν σκηνοθετώ ντοκιμαντέρ χρησιμοποιώ κάποια μυθοπλαστικά στοιχεία. Έτσι, για μένα τα δυο αυτά είδη δεν είναι εντελώς ξένα μεταξύ τους και θα ήθελα να κάνω και στο μέλλον ντοκιμαντέρ. Δεν θέλω να αφοσιωθώ αποκλειστικά στη μυθοπλασία.
Το "Φυσικό Φως" βασίζεται σε μυθιστόρημα του Παλ Ζάβαντα. Τι σας ώθησε στο να διασκευάσετε το συγκεκριμένο βιβλίο;
Δεν ξεκίνησα από το βιβλίο, αλλά από το ενδιαφέρον μου για κάποιον κινηματογραφικό ήρωα ο οποίος εισέρχεται σε έναν άγνωστο τόπο και πρέπει να προσανατολιστεί. Όπως στο "Στάλκερ" του Ταρκόφσκι ή στο "Αποκάλυψη Τώρα". Είχα επίσης την επιθυμία να αξιοποιήσω το φυσικό τοπίο και το ανθρώπινο πρόσωπο. Τη σχέση τους, αλλά και να δω το ανθρώπινο πρόσωπο ως φυσικό τοπίο. Ξεκινώντας απ’ αυτά οδηγήθηκα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατέληξα στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα.
Από το οποίο χρησιμοποιήσατε μόνον ένα μικρό κομμάτι…
Ακριβώς. Κι ο λόγος είναι όλα αυτά που μόλις σας ανέφερα. Στην πραγματικότητα μονάχα το χαρακτήρα του Σεμέτκα χρησιμοποίησα, καθώς οι περισσότερες σκηνές της ταινίας βασίζονται σε δικές μου σεναριακές σημειώσεις.
Θεματικά, ένας άνθρωπος που έρχεται αντιμέτωπος με έναν ολότελα καινούριο, άγνωστό του κόσμο, η ταινία μου έφερε στο νου τον Πίτερ Γουίαρ, το σκηνοθετικό στιλ της όμως μου θύμισε τον "Γιο του Σαούλ". Αναφέρονται βέβαια στην ίδια εποχή, είναι και η Ουγγαρία στη μέση…
Παρ’ όλες τις διαφορές των δυο ταινιών, σαφώς υπάρχουν συγγένειες μεταξύ τους. Ερχόμαστε άλλωστε από την ίδια κινηματογραφική παράδοση. Τον Μίκλος Γιάντσο, τον Μπέλα Ταρ, τα πλάνα σεκάνς, την εμμονή στα κλόουζ απ, την ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση… Το ουγγρικό σινεμά έχει αποσπάσει τελευταία μια σειρά από διακρίσεις, στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει ουγγρικό νέο κύμα, όπως συνέβη στην Ρουμανία για παράδειγμα. Οι δημιουργοί δεν μοιράζονται ιδέες μεταξύ τους, νιώθει ο καθένας μόνος του. Και σκηνοθέτες όπως ο Μπέλα Ταρ, ο οποίος θα μπορούσε να ενώσει και να καθοδηγήσει τον ουγγρικό κινηματογράφο, είναι απομονωμένος, μοναχικός…
Μιας και μιλάμε για την Ουγγαρία, ήταν αρκετά τολμηρό εκ μέρους σας το να ανοίξετε μια σελίδα της ιστορίας της για την οποία δεν είναι και ιδιαίτερα περήφανη, αφού στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμπαρατάχτηκε με τις ναζιστικές δυνάμεις.
Οι ιστορίες όλων των χωρών έχουν μελανές στιγμές και είναι απαραίτητο να τις αντιμετωπίζουμε θαρραλέα. Αν θέλουμε να κοιτάξουμε μπροστά με τόλμη πρέπει να δούμε το παρελθόν με ειλικρίνεια. Οι θηριωδίες των ουγγρικών στρατευμάτων στη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια του πολέμου είναι μια σκοτεινή σελίδα στην ιστορία μας και ήθελα να θίξω αυτό το θέμα ταμπού. Γιατί την περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος δεν μίλαγε κανείς για όλα αυτά επειδή η Σοβιετική Ένωση ήταν σύμμαχός μας, ενώ κατόπιν οι λόγοι οι οποίοι επέβαλλαν σιωπή ήταν και είναι καθαρά εθνικιστικοί.
Επιστρέφοντας στο παρελθόν δεν είναι ανάγκη να γίνεις διδακτικός και να αποδώσεις ευθύνες. Επιχείρησα να θίξω αυτό το θέμα για να καταλάβω όσο μπορούσα περισσότερο τους ανθρώπους που μπλέχτηκαν στο συγκεκριμένο ιστορικό αδιέξοδο.
Γι’ αυτό ο Σεμέτκα δεν παρουσιάζεται ούτε ως ήρωας ούτε ως θύμα.
Είναι εύκολο, αλλά φτηνό το να ηθικολογείς. Προσπάθησα να δείξω πως βρίσκεται σε ένα κόσμο από τον οποίο θέλει να ξεφύγει, αλλά δεν μπορεί. Προσπαθεί λοιπόν να μείνει όσο πιο αμέτοχος γίνεται, να δει και να μάθει τα λιγότερα. Γι’ αυτό και επιμένω σε κοντινά πλάνα στο πρόσωπό του, αλλά και των άλλων χαρακτήρων, με το φόντο γύρω του θολό. Λες και ό,τι συμβαίνει πλάι του δεν το βλέπει, το απωθεί…
Με τον ίδιο τρόπο μοιάζει να κοιτάτε και το φυσικό τοπίο. Έχει έντονη παρουσία, αλλά μένει αδιάφορο για όσα ανθρώπινα συμβαίνουν μπροστά του.
Προσπάθησα να αποδώσω αυτή την αίσθηση χωρίς οι εικόνες να γίνουν ούτε πολύ όμορφες και γραφικές ούτε όμως και σκληρές, απειλητικές. Η φύση, αν την παρατηρήσεις προσεκτικά, λέει από μόνη της μια ιστορία και το ίδιο συμβαίνει με τα ανθρώπινα πρόσωπα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επέμεινα σε ερασιτέχνες ηθοποιούς. Πιστεύω πως με επαγγελματίες όλο αυτό θα έμοιαζε ψεύτικο. Ο ερασιτέχνης, αντίθετα, δεν προσποιείται και αν κάνεις τη σωστή επιλογή φέρνεις τη δική του αλήθεια και εκείνη του χαρακτήρα του σε ταύτιση. Γι’ αυτό και το κάστινγκ ήταν το δυσκολότερο κομμάτι στην υλοποίηση της ταινίας. Κράτησε περισσότερο από δυο χρόνια!