Η παράσταση «Σμύρνη μου Αγαπημένη» έκανε πρεμιέρα στα τέλη του 2014, ήταν sold out για τρεις συνεχόμενες σεζόν και αποτέλεσε τόσο μεγάλη εμπορική επιτυχία ώστε γνώρισε και… σίκουελ. Το «Κι από Σμύρνη… Σαλονίκη», το οποίο ανέβηκε το 2019, επιβεβαίωσε το διαχρονικό γκελ που κάνουν στο κοινό οι θεατρικές παραγωγές της Μιμής Ντενίση, μιας σταρ η οποία όχι μόνο ηγείται πολυπληθών θιάσων, αλλά ταυτόχρονα μεταφράζει, διασκευάζει ή γράφει τα έργα της και συχνά σκηνοθετεί τις εντυπωσιακές παραστάσεις της. Το επί σκηνής ταξίδι στη Σμύρνη του 1922 ήταν ένα απόλυτα προσωπικό σχέδιο, με το οποίο βάζει τώρα ένα καινούργιο στοίχημα. Να το διασκευάσει εξίσου επιτυχημένα για την κινηματογραφική οθόνη.
Εκατό χρόνια μοναξιά
«Η παράσταση ήταν εξαρχής στημένη κινηματογραφικά. Ειδικά το 3D τής έδινε έντονα αυτή την αίσθηση και στο μυαλό μου το πέρασμα στο σινεμά ήταν εύκολο. Αποδείχτηκε όμως πολύ δύσκολο να μετατραπεί το θεατρικό υλικό σε σενάριο, κάτι που δουλέψαμε μαζί με τον Μάρτιν Σέρμαν [«Μπεντ», «Κάλλας για Πάντα», «Η Κυρία Χέντερσον Παρουσιάζει»] επί τρία χρόνια», μου λέει η Μιμή Ντενίση λίγο πριν από το γύρισμα μιας ιδιαίτερα απαιτητικής σκηνής στο πλατό του Φαληρικού Όρμου. Χάρη σε ένα τεράστιο σκηνικό, θεαματικότατο για ελληνική παραγωγή, μια παρατημένη προβλήτα του έχει διαμορφωθεί στην προκυμαία της πολύβουης Σμύρνης λίγο πριν την καταστροφή. Κτίρια έχουν «χτιστεί» και πλατείες έχουν διαμορφωθεί, ενώ έχει προστεθεί σ’ όλη του την έκταση πλακόστρωτο και ράγες του τραμ.
Αυτή η μεγάλη κλίμακα, από τα σκηνικά, τα κοστούμια και τα ειδικά εφέ μέχρι τους ξένους συμπρωταγωνιστές και τους κομπάρσους, αγχώνει άραγε το σκηνοθέτη Γρηγόρη Καραντινάκη («Η Χορωδία του Χαρίτωνα»); Ο ίδιος ισχυρίζεται πως δεν νιώθει φόβο ή δέος. «Έχω σπουδάσει στην πρώην Σοβιετική Ένωση και έχω δουλέψει σε αρκετές υπερπαραγωγές. Το μέγεθος δεν είναι πρόβλημα. Το θέμα ήταν το σενάριο και το να βρω μέσα του πράγματα τα οποία θα με άγγιζαν και θα ήθελα να αφηγηθώ. Το ότι η έναρξη των γυρισμάτων καθυστέρησε έναν ολόκληρο χρόνο λόγω Covid βοήθησε ώστε αυτό να τελειοποιηθεί στις λεπτομέρειές του με τον καλύτερο τρόπο». Σ’ αυτό συμφωνεί και ο πολύπειρος παραγωγός Διονύσης Σαμιώτης («Βαλκανιζατέr», «Από την Άκρη της Πόλης», «Πολίτικη Κουζίνα», «Ευτυχία»), ο οποίος κατάφερε να ολοκληρώσει την περιπέτεια των γυρισμάτων της ταινίας εντός χρονοδιαγράμματος στα τέλη Αυγούστου, δουλεύοντας τώρα πυρετωδώς το post production για την έξοδό της στις αίθουσες την Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου.
Η πρόσφατη επιτυχία της «Ευτυχίας» τον βοήθησε να βρει χρηματοδότες για ένα τόσο φιλόδοξο σχέδιο όσο η «Σμύρνη…»; «Το ΕΚΟΜΕ (Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας) έκανε τη διαφορά και τα σωστά βήματα της ελληνικής κινηματογραφίας θα είναι προς τη δημιουργία υποδομών, κάτι που σου προσφέρει πείρα και τεχνογνωσία. Το να επενδύεις σε μια πρόσκαιρη επιτυχία δεν σε πάει μακριά». Για τη συγκεκριμένη ταινία ο ίδιος και η Μιμή Ντενίση, σε ρόλο εκτελεστή παραγωγού και καλλιτεχνικής επιμελήτριας, έχουν επενδύσει και σε καταξιωμένους συνεργάτες, όπως ο διευθυντής φωτογραφίας Σίμος Σαρκετζής («Μικρά Αγγλία», «Νοτιάς»), ο μοντέρ Λάμπης Χαραλαμπίδης («Ευτυχία»), οι σκηνογράφοι Ηλίας Λεδάκης («Έτερος Εγώ»), Μιχάλης Σαμιώτης και Γιάννης Παπαδόπουλος («Ευτυχία»), η ενδυματολόγος Φωτεινή Δήμου («Το Παιχνίδι του Κύριου Ρίπλεϊ», «Νόμος Περί Τέκνων») και ένα πρωτοκλασάτο επιτελείο πρωταγωνιστών: Λεωνίδας Κακούρης, Μπουράκ Χακί, Κατερίνα Γερονικολού, Αναστασία Παντούση, Γιάννης Εγγλέζος, Νέιθαν Τόμας, Ταμίλα Κουλίεβα, Ντίνα Μιχαηλίδου, Κρατερός Κατσούλης, Χρήστος Στέργιογλου, Ντάφνι Αλεξάντερ, Γιάννης Βογιατζής, Τζέιν Λάποτερ (αντικαθιστώντας τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ) και Ρούπερτ Γκρέιβς. Επικεφαλής η Μιμή Ντενίση στο ρόλο της Φιλιώς Μπαλτατζή, μιας ηλικιωμένης Ελληνοαμερικανίδας η οποία το 2015 καταφθάνει στη Μυτιλήνη με την εγγονή της για να συμπαρασταθεί στους Σύριους πρόσφυγες. Κανείς δεν ξέρει την καταγωγή της, όπως και το ότι σχεδόν έναν αιώνα πριν η Σμυρνιά γιαγιά της βρέθηκε στο ίδιο νησί κυνηγημένη και άπατρις. Το βιβλιαράκι με τις συνταγές της δίνει στη Φιλιώ την αφορμή να θυμηθεί την πολυτάραχη ιστορία της κοσμοπολίτικης οικογένειας Μπαλτατζή, ενώνοντας διαφορετικές γενιές γυναικών στο χώρο και το χρόνο.
…κι όλα τα ίδια μένουν
«Το ενδιαφέρον μου να ζωντανέψω τη Φιλιώ ξεκινά από το προσφυγικό ζήτημα, τις δυνατές γυναίκες και την ιστορία μας», λέει η Μιμή Ντενίση. «Το θεατρικό έργο ήθελα να είναι επικεντρωμένο στα γεγονότα, ώστε να υπενθυμίσει την ιστορία της Σμύρνης. Στην ταινία το μήνυμα είναι πιο οικουμενικό, τονίζοντας πως τα πλούτη και η εξουσία είναι προσωρινά, πράγματα που μπορεί πολύ εύκολα να χαθούν. Οι πρόσφατες ιστορικές εξελίξεις το επιβεβαιώνουν περίτρανα. Σκεφτείτε πως τότε, στη Μικρασιατική Καταστροφή, χιλιάδες πρόσφυγες είχαν καταφύγει στο Χαλέπι, ενώ τώρα συμβαίνει το αντίστροφο».
Αυτή είναι μια από τις ιδέες της ταινίας που ενδιέφερε ιδιαίτερα και τον Γρηγόρη Καραντινάκη, ο οποίος βρίσκει στην ιστορία της οικογένειας Μπαλτατζή «αναφορές στο σήμερα και στο πώς μια εξουσία επιτίθεται σε οτιδήποτε της μοιάζει διαφορετικό. Πρώτο μου μέλημα, ως σκηνοθέτη, είναι να φτιάξουμε μια σωστή αφηγηματικά ταινία με συγκίνηση, όχι όμως εύκολη, η οποία θα βάζει το θεατή στη θέση να σκεφτεί πάνω σε ανθρώπινα, πολιτικά και ιστορικά θέματα. Πώς οργανώθηκε η καταστροφή ενός τόσο πολυπολιτισμικού σύμπαντος όπως ήταν η Μικρά Ασία των αρχών του 20ού αιώνα; Η προσέγγισή μας είναι ιστορικά ακριβής, αλλά και καλλιτεχνική, ελαφρώς στιλιζαρισμένη μιας και δεν είμαι οπαδός του στεγνού, ντοκιμαντερίστικου ρεαλισμού. Αντίθετα, ο ποιητικός ρεαλισμός με συναρπάζει».
Το πρώτο γύρισμα της ημέρας ετοιμάζεται, με ένα πλήθος τεχνικών να διευθετούν τις λεπτομέρειες στο εσωτερικό μιας μεγάλης αίθουσας δεξιώσεων. Προτού φύγει για το βεστιάριο και το μακιγιάζ, η Μιμή Ντενίση εξηγεί γιατί είναι σημαντικό να αποτελέσει η «Σμύρνη…» μια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. «Νομίζω ότι το μεγάλο πρόβλημα της σχέσης του ελληνικού σινεμά με τους θεατές του έγκειται στο ότι οι τελευταίοι έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο, σκηνοθέτη τον οποίο λατρεύω, και στο κιτς. Ανάμεσα σε αμιγώς καλλιτεχνικές, σινεφίλ ταινίες και προχειροφτιαγμένες φαρσοκωμωδίες. Τι επιλογές έχει πραγματικά το μεγάλο κοινό; Το mainstream κινηματογραφικό θέαμα τού λείπει, αλλά ελπίζω πως σιγά σιγά αυτό αρχίζει να αλλάζει. Το έχουμε όλοι ανάγκη». Χιλιοειπωμένη, μα αναντίρρητη αλήθεια την οποία το «Σμύρνη μου Αγαπημένη» καλείται να επιβεβαιώσει στις σκοτεινές χριστουγεννιάτικες αίθουσες.