Οι μηχανές προβολής του 23ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (24-6-4/7) έχουν ανάψει για τα καλά, μιας και το πρώτο σαββατοκύριακο της διοργάνωσης ολοκληρώθηκε με χαρακτηριστική ανταπόκριση των σινεφίλ, παρά τον καύσωνα που «χτύπησε» την πόλη. Όσοι, λοιπόν, δεν βρήκαν καταφύγιο από τη ζέστη σε κάποια παραλία της Χαλκιδικής, κατευθύνθηκαν προς τη δροσιά των θερινών σινεμά του φεστιβάλ. Συγκεκριμένα, ο όμορφος κινηματογράφος Ναταλί που «βλέπει» στο Θερμαϊκό, φιλοξένησε δύο πρεμιέρες ελληνικών ταινιών τεκμηρίωσης που κέρδισαν τις εντυπώσεις το περασμένο διήμερο.
Ο λόγος, αρχικά, για το ντοκιμαντέρ «Μέσα από το Τζάμι, Τρεις Πράξεις» του Χρήστου Μπάρμπα. Ο έμπειρος κινηματογραφιστής κατέγραψε ένα σπάνιο -αν όχι μοναδικό- γεγονός που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του πρώτου πανελλαδικού lockdown, την άνοιξη του 2020. Τότε, σε ένα γηροκομείο των βορείων προαστίων της Αθήνας, το προσωπικό και οι φιλοξενούμενοι των εγκαταστάσεων προχώρησαν σε μια πρωτοφανή απόφαση• να μείνουν όλοι μαζί στο χώρο, σφραγίζοντας τη μονάδα για προληπτικούς λόγους, έτσι ώστε να προστατευτούν όλοι από τον κορονοϊό. Στην πράξη, αυτή κίνηση σήμαινε πως εργαζόμενοι και ένοικοι μοιράστηκαν τις ζωές τους για δύο ολόκληρους μήνες, με τον Μπάρμπα και το συνεργείο του να αποκτά πρόσβαση σε αυτούς δύο βδομάδες προτού «απελευθερωθούν».
Ευθύς εξαρχής εκείνο που καταφέρνει το ντοκιμαντέρ είναι να χρωματίσει γλαφυρά το συναισθηματικό βάρος και κόστος που επέφερε στους ηλικιωμένους ο διπλός ουσιαστικά εγκλεισμός που βίωναν. Είναι συγκινητικά τα πλάνα των ανθρώπων καθώς προσπαθούν να διαχειριστούν την απόσταση από τα πρόσωπα που αγαπούν, την ίδια στιγμή που οι νοσηλευτές καλούνται να ισορροπήσουν ψυχολογικά στην αδιανόητη κατάσταση που βρίσκονται. Παρότι όμως αυθεντικά ειλικρινής κι τρυφερή η προσέγγιση του Μπάρμπα, το ενδιαφέρον γρήγορα εξαντλείται, ιδιαίτερα από τη στιγμή που πλησιάζει η στιγμή της λήξης της καραντίνας. Έπειτα, είναι αισθητή η απουσία οποιουδήποτε ψεγαδιού ή έστω νύξης του γύρω από το βίωμα προσωπικού και ενοίκων, με αποτέλεσμα η όλη εμπειρία να εξιδανικεύεται θυμίζοντας μια σχεδόν... ουτοπία.
Μια κάποια διάθεση ωραιοποίησης της αλήθειας, αν και για εντελώς διαφορετικούς λόγους, εντοπίζεται και στο ντοκιμαντέρ «Μέρες και Νύχτες της Δήμητρας Κ.» της Εύας Στεφανή, ένα από τα καλύτερα του προγράμματος ως τώρα. Όπως η ίδια η -κορυφαία- δημιουργός ομολόγησε στη συζήτηση αμέσως μετά την προβολή, η ταινία της δεν πρόκειται απλώς για το πορτρέτο μιας σεξεργάτριας, όπως είναι η ηρωίδα Δήμητρα Κ., αλλά για την αποτύπωση μιας απροσδόκητης και ουσιαστικής φιλίας. Κάτι που δύσκολα θα τολμήσει κανείς να αμφισβητήσει, διότι είναι αυταπόδεικτο πως δεν υπάρχει καμία διάθεση εργαλειοποίησης της ζωής της πρωταγωνίστριας.
Η ανεπιτήδευτη διάθεση είναι εμφανής από την αβίαστη συναναστροφή της Δήμητρας με την κινηματογραφίστρια Στεφανή, μέχρι τα ίδια τα πλάνα. Κανένα δεν είναι στοιχειωδώς στημένο, μάλιστα, υπάρχουν στιγμές που η κάμερα γίνεται εμπόδιο, κατά τη διάρκεια μιας πρόποσης για παράδειγμα. Η ίδια η σκηνοθέτης, εξάλλου, παίρνει λιγοστά μέρος στη δράση και σίγουρα όχι για να υποκινήσει καταστάσεις. Είναι απόρροια της (απολύτως κατανοητής) προστατευτικής στάσης της απέναντι στην ηρωίδα, η οποία βέβαια έχει ως συνέπεια να παραβλέπονται όποια φάουλ έχει ενδεχομένως πράξη η Δήμητρα.
Το «Μέρες και Νύχτες...» καταφέρνει ωστόσο να γίνει υποβλητικό, να μεταφέρει πειστικά μια σε πολλούς άγνωστη καθημερινότητα και να σκιαγραφήσει με χειροπιαστό νοιάξιμο την ηρωίδα του, δίχως ποτέ να εκπέσει σε εύπεπτους συναισθηματισμούς ή επενδύοντας στο σοκ. Ακόμα περισσότερο, το ντοκιμαντέρ αφουγκράζεται τους (ηθικούς-πολιτικούς) προβληματισμούς που ανακύπτουν όταν μια κάμερα καταγράφει τη ζωή ενός υποκειμένου όπως η Δήμητρα Κ., αλλά γλιτώνει τις παγίδες παραμένοντας αφοσιωμένο σε μια σχέση που κρατά πλέον πάνω από 12 χρόνια.