Δεκαέξι μήνες πέρασαν από την τελευταία φορά που η Θεσσαλονίκη φιλοξένησε κάποιο από τα κινηματογραφικά φεστιβάλ της πόλης. Και δεκαέξι μήνες είναι, φυσικά, πολύς καιρός όπως τόνισαν στις ομιλίες τους οι διευθυντές Ελίζ Ζαλαντό και Ορέστης Ανδρεαδάκης στην τελετή έναρξης του 23ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (24/6-4/7), η οποία έγινε στο νεοσυσταθέν John Cassavetes Open Air.
Πρόκειται για το ένα από τα δύο προσωρινά θερινά σινεμά -μαζί με το Stavros Tornes Open Air- που έστησαν οι διοργανωτές ανάμεσα από τις αποθήκες του Λιμανιού, τη «φυσική έδρα» του φεστιβάλ, τα οποία προστίθενται στους υπόλοιπους επτά υπαίθριους κινηματογράφους όπου προβάλλεται το φετινό πρόγραμμα ντοκιμαντέρ. Ομολογουμένως, είναι μια λύση που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη δυναμική του χώρου, με ειδυλλιακό φόντο το Θερμαϊκό και τα αραγμένα πλοία, δίνοντας πράγματι μια ξεχωριστή ομορφιά στις συγκεκριμένες κινηματογραφικές θεάσεις. Με την υποσημείωση, ωστόσο, πως η αναπόφευκτη παρουσία των περαστικών γύρω από τις open air οθόνες και η δυνατή μουσική των μπαρ της παραλιακής, ενίοτε επιδρούν εις βάρος ορισμένων πιο ατμοσφαιρικών προβολών.
Αυτό, βέβαια, κάθε άλλο παρά αποθάρρυνε όσους βρεθήκαμε στα καθίσματα για την παρακολούθηση των πρώτων τίτλων του φεστιβάλ, με το μουσικό ντοκιμαντέρ «Τίνα» (Νταν Λίντσεϊ, Τι Τζέι Μάρτιν) να αποδεικνύεται ιδανική εναρκτήρια επιλογή. Το σινε-πορτραίτο της σπουδαίας Τίνα Τέρνερ σκιαγραφεί πληρέστατα τη ζωή, τη μουσική κληρονομιά και τις αλλεπάλληλες προκλήσεις που αντιμετώπισε η γεμάτη ενέργεια περφόρμερ. Όπως ήταν αναμενόμενο, η αφήγηση εμβαθύνει στην κακοποιητική σχέση της Τέρνερ με τον επί χρόνια σύζυγο και συνεργάτη της Άικ, χωρίς όμως να μένει στην επιφάνεια ή να υιοθετείται η λογική της κλειδαρότρυπας. Μέσα από τα λόγια της ίδιας της τραγουδίστριας, αναδεικνύονται οι περιπλοκότητες και οι αφανείς πτυχές των σωματικών και ψυχικών τραυμάτων που έφερε η Τέρνερ, αλλά και ο βλαπτικός τρόπος που τα Μέσα επέμεναν να τη ρωτούν ξανά και ξανά για όσα είχε ζήσει, μην επιτρέποντας ουσιαστικά τις πληγές να επουλωθούν πραγματικά. Από την άλλη, το ντοκιμαντέρ ισόποσα αποθεώνει τη δισκογραφική επιστροφή της μουσικού στην ελίτ της ποπ, που κορυφώνεται σε ένα ξεσηκωτικό simply the best φινάλε...
Παράλληλα, στην πλατφόρμα του φεστιβάλ (online.filmfestival.gr) συγκεντρώνεται πλήθος ντοκιμαντέρ με ιδιαίτερα αυξημένο αριθμό ελληνικών παραγωγών, μεταξύ των οποίων βρίσκεται η επίσης μουσική ταινία τεκμηρίωσης «Η Εποχή της Άρνησης του Θανάτου» (Χρήστος Δανιηλίδης, Μιχάλης Μαλανδράκης). Το σκηνοθετικό δίδυμο ανατρέχει στην άνθιση της stoner ελληνικής σκηνής την περασμένη δεκαετία, έτσι στηρίζει την αφήγησή του στις εμπειρίες κατά βάση τριών συγκροτημάτων: των πολύπειρων Nightstalker που βιώσαν μια δεύτερη νιότη έπειτα από 20 χρόνια δράσης και των δύο σχημάτων που τα άλλαξαν όλα, ήτοι των Planet of Zeus και 1000mods.
Μερικοί ίσως θυμούνται το αντίστοιχης θεματικής «Greek Rock Revolution» (2019) του Ισπανού Μιγκέλ Κάνο, αλλά το ντοκιμαντέρ των Δανιηλίδη - Μαλανδράκη έχει ένα διαφορετικό ενδιαφέρον, διότι έρχεται ακριβώς στη στιγμή ενός μεταιχμίου. Όχι μόνο διότι η πανδημία έχει επιβάλλει μια παύση σε όποια μουσική δραστηριότητα, αλλά και γιατί οι μπάντες με τις οποίες συνομιλεί αναζητούν οι ίδιες το επόμενο βήμα τους, έπειτα από μια μακρά περίοδο σπάνιας επιτυχίας για τα εγχώρια δεδομένα. Ταυτόχρονα, παρακολουθώντας την ταινία διαχέεται ένα έντονο συναίσθημα νοσταλγίας, αυτονόητο για όσους έζησαν τις εν λόγω μπάντες από το ξεκίνημά τους. Όταν δηλαδή έπαιζαν ακόμα ως άγνωστα support σε γκρουπ του εξωτερικού ή σε υπόγεια και αυτοσχέδιες συναυλίες. Πλέον ακροατές και μουσικοί έχουν μεγαλώσει, τόσο ηλικιακά όσο και σε δημοφιλία (οι τελευταίοι), επομένως η μελαγχολία διατρέχει τις διηγήσεις των πρωταγωνιστών αν και όλα συνέβησαν... «χτες».
Έχει χαθεί άραγε εκείνη η μαγική μαγιά που ένωνε αδιόρατα αγνώστους κατά χιλιάδες, μόνο και μόνο επειδή πήγαν σε μια συναυλία να ακούσουν συγκεκριμένα τραγούδια; Το ντοκιμαντέρ διερωτάται, στο μακράν πιο ενδιαφέρον κομμάτι του, ενώ ανατρέχει στη χειροπιαστή επιρροή που είχε το Schoolwave ως θεσμός. Από τη μία στο να κινητοποιήσει ένα μεγάλο κομμάτι παιδιών να πιάσουν μουσικά όργανα και από την άλλη στο να συσπειρώσει ένα ακροατήριο γύρω από μπάντες όπως οι Planet of Zeus. Ξανά, ενεργοποιούνται οι ρομαντικοποιημένες θύμησες για όσους ήμασταν στη συναυλία του '12 ή είχαμε αγαπημένους φίλους - συμπαίκτες που κατάφεραν να παίξουν για ένα 20λεπτο στη σκηνή του Schoolwave στο Θέατρο Βράχων. Έτσι, σε αυτήν την ενότητα το ντοκιμαντέρ παίρνει τη μορφή ενός καρτ ποστάλ για όσους περάσαμε την εφηβεία μας στα '10s, αλλά η κριτική του εξαντλείται στην αναπόληση παρά στο επί της ουσίας σχόλιο. Είναι ένα από τα αδύναμα σημεία της «Εποχής...», σε συνδυασμό με ορισμένα αναπόφευκτα(;) κλισέ του συγκεκριμένου κινηματογραφικού είδους, όπως οι αναφορές στην αφάνεια του ξεκινήματος και τη σημασία του ίντερνετ στην όποια δημοσιότητα. Ένα άλλο ζήτημα αφορά την απουσία συγκροτημάτων όπως οι VIC, οι Naxatras και οι Puta Volcano, μιας και θα ήταν πολύτιμο να ακούσουμε, για παράδειγμα, τι θα είχε να μοιραστεί η τραγουδίστρια Άννα Παπαθανασίου. Πρόκειται για αξιοσημείωτες «παραλείψεις», οι οποίες θα συμπλήρωναν τις συνεντεύξεις των εξίσου σημαντικών και εξαιρετικά ταλαντούχων Deaf Radio και Whereswilder, οι οποίοι στην ταινία εκπροσωπούν την επόμενη γενιά που παίρνει τη σκυτάλη.
Πέρα από το καθαυτό ντοκιμαντέρ και το γκελ που έκανε το συγκεκριμένο είδος μουσικής σε ένα σημαντικό κομμάτι ανθρώπων στην Ελλάδα, θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε κάτι αντίστοιχο γύρω από το χιπ χοπ. Εξάλλου, στα ίδια μέρη που σπάνε τις κιθάρες τους οι 1000mods, ανάβουν καπνογόνα για τους Λόγος Τιμής ή το ΛΕΞ. Γιατί, αν μη τι άλλο, τα πολλά τελευταία χρόνια βιώνουμε μια τρομερή γονιμότητα μουσικής και αύξηση ενός κοινού που βρίσκεται στο προσκήνιο, η οποία δεν πρέπει να χαθεί στη λήθη.