Πρόσφατα, έκανε το γύρο του διαδικτύου η εικόνα ενός ευκατάστατου μεσήλικου ζευγαριού στις ΗΠΑ, το οποίο με προτεταμένα όπλα απειλούσε τους διαδηλωτές μιας ειρηνικής πορείας, η οποία έτυχε να περνά μπροστά από το σπίτι τους. Ένας καλοπροαίρετος θεατής της φωτογραφίας μπορεί να θεωρούσε τυχαίο πως οι οπλοφόροι ήταν λευκοί και ότι η διαμαρτυρία εναντιωνόταν στην αστυνομική βία που οδήγησε στη δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός πως επί των ημερών του Ντόναλντ Τραμπ η ατμόσφαιρα στην Αμερική μυρίζει μπαρούτι, ενώ ο διχασμός έχει επιστρέψει δριμύτερος στους δρόμους, ως απόρροια ενός ιδιότυπου «πολέμου πολιτισμών» («culture war»).
Αυτό το τεταμένο κλίμα έρχεται να εκμεταλλευτεί ο Κρεγκ Ζόμπελ («Compliance», «Z for Zachariah») σκηνοθετώντας το σενάριο των Νικ Κιούζ («The Leftovers», «Watchmen») και Ντέιμον Λίντελοφ («Lost», «Παγκόσμιος Πόλεμος Ζ»), το οποίο έχει ως βασική πηγή έμπνευσής του το διήγημα «The most dangerous game» του Ρίτσαρντ Κόνελ και την ομότιτλη ταινία των Έρνεστ Σέντσακ και Μέριαν Κούπερ (1932). Η υπόθεση της ταινίας αφορά το διεστραμμένο παιχνίδι μιας ομάδας πλούσιων (νεο)φιλελεύθερων, οι οποίοι απαγάγουν ανθρώπους των λαϊκών στρωμάτων και στη συνέχεια τους κυνηγούν μέχρι θανάτου σε μυστική τοποθεσία.
Το αφηγηματικό δίπολο που στήνεται στο πλαίσιο αυτού του ταξικά φορτισμένου… σαφάρι τοποθετεί από τη μία τα ευυπόληπτα μορφωμένα μέλη της οικονομικής ελίτ κι από την άλλη μερικούς άξεστους λούμπεν χαρακτήρες, οι οποίοι καθόλου εμμέσως και πολύ σαφώς αντικατοπτρίζουν διαφορετικά είδη Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων. Ο Ζόμπελ υιοθετεί συνειδητά τα παραπάνω στερεότυπα στην απόπειρά του για πολιτική σάτιρα και μέσω αυτής στην ανατροπή τους. Όσο όμως το κυνήγι εξελίσσεται τα αστεία γίνονται όλο και πιο αδέξια, τη στιγμή που η πολιτική διάστασή τους χάνεται στον ορίζοντα. Ένας λόγος για αυτό είναι η σύγχυση που επικρατεί σχετικά με την ίδια τη στόχευση της πλοκής, η οποία μοιράζεται άνισα ανάμεσα στην επιδερμική κριτική της εξουσίας και την ακατέργαστη δράση, εκεί που η ταινία τα πηγαίνει σαφώς καλύτερα.
Το πρώτο μισάωρο του «Κυνηγιού» είναι πραγματικά φρενήρες, καθώς η ωμή βία και το ανελέητο gore δίνουν τον τόνο στην εναρκτήρια ενότητα, η οποία επίσης βρίθει από ανατροπές. Καλή τύχη εάν προσπαθήσετε να μαντέψετε ποιος θα ξεφύγει από την πρώτη σφαγή της ταινίας, με την Μπέτι Γκίλπιν (της σειράς «Glow») να ξεχωρίζει μεταξύ των αρχικών επιζώντων. Η ηθοποιός είναι η μόνη που προσδίδει δυναμισμό και έναν αέρα μυστηρίου στην ερμηνεία της, όταν δεν πετάει ορισμένες κοφτερές ατάκες ή μακελεύει τους πλεονέκτες εχθρούς της. Το αδύναμο γράψιμο των κατά τα άλλα πολύπειρων Κιούζ – Λίντελοφ, όμως, κάνει και εδώ την εμφάνισή του, δίνοντας βολικές και ελάχιστα πειστικές ιδέες για την προέλευση και την εξέλιξη του χαρακτήρα της Γκίλπιν.
Είναι εμφανές πως το «Κυνήγι» επιδιώκει να είναι μια πραγματικά επιθετική αντανάκλαση του παραλογισμού που επικρατεί σήμερα στην αμερικανική κοινωνία και στο χαρτί έχει όλα τα φόντα να το πετύχει. Γι’ αυτό εξάλλου ο Τραμπ καταφέρθηκε εναντίον της μέσω Twitter, φυσικά χωρίς να την έχει δει, ενώ λίγο αργότερα αναβλήθηκε η διανομή της εξαιτίας δύο τραγικών επιθέσεων με μαζικούς πυροβολισμούς. Η αλήθεια βέβαια στη μεγάλη οθόνη είναι ολότελα διαφορετική, καθώς το «Κυνήγι» αποδεικνύεται άτολμο και ουσιαστικά απολιτικό στην κοινωνική κριτική του, μονοδιάστατο στη σάτιρά του, αλλά τουλάχιστον καταιγιστικό στη δράση του.
ΗΠΑ. 2020. Διάρκεια: 90΄. Διανομή: TULIP ENT.
Περισσότερες πληροφορίες
Το Κυνήγι
Μια μυστήρια ομάδα πλουσίων απαγάγει άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους σε απομακρυσμένη τοποθεσία με σκοπό να τους κυνηγήσει μέχρι θανάτου.