Κάνουμε #cinematherapy βλέποντας ταινίες που χαλαρώνουν, φτιάχνουν το κέφι και πάνε κόντρα στην κλειστοφοβική διάθεση.
Το όνομα του Σπάικ Λι μπορεί να είναι συνώνυμο με το χειμαρρώδες «Κάνε το Σωστό» (1989), προηγουμένως όμως είχε αποδείξει το έμφυτο ταλέντο του σκηνοθετώντας ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα του σινεμά, το γεμάτο ρομαντικό παλμό «Από Κάποιον θα το Βρει» («She’s Gotta Have it», 1986).
Η υπόθεσή του περιστρέφεται γύρω από τις ερωτικές περιπέτειες της νεαρής Νόλα (Τρέισι Καμίλα Τζονς), η οποία διατηρεί παράλληλες επαφές με τρεις άντρες• τον Γκριρ (Τζον Κάναντα Τερέλ), τον Τζέιμι (Τόμι Ρέντμοντ Χιξ) και τον Μαρς, τον οποίο ενασρκώνει ίδιος ο Λι. Παρότι τα μέλη του σεξουαλικού κουαρτέτου γνωρίζουν πως η σχέση τους δεν διέπεται από αποκλειστικότητα, δεν αργεί να έρθει η στιγμή που η ζήλεια κυριεύει τους άντρες της παρέας και τότε απαιτούν από τη Νόλα να διαλέξει έναν από αυτούς.
Με περιπαικτικό ύφος και καυστικό χιούμορ, ο Λι απογυμνώνει τις αντρικές ανασφάλειες που φτάνουν σε τοξικά επίπεδα όταν η σύντροφός τους αρνείται να ενδώσει στις ορέξεις τους. Απέναντι σε μια σεξουαλικά άνετη γυναίκα που τους ξεπερνάει σε δυναμισμό, οι τρεις ήρωες τα βρίσκουν σκούρα και ψάχνουν απεγνωσμένα τρόπο να αντιδράσουν. Εξαιρετικά εύστοχα, ο Λι γράφει τους χαρακτήρες σε συμφωνία με τα κυρίαρχα στρέιτ αντρικά πρότυπα, ώστε το κοινό να βρει οικείες αναφορές προτού ο σκηνοθέτης τους αποδομήσει πλήρως. Ο Γκριρ είναι ο καλογυμνασμένος μικροαστός που υπόσχεται ανέσεις, ο Τζέιμι είναι ο αφοσιωμένος, τρυφερός και στιβαρός σύντροφος, ενώ ο Μαρς είναι εκείνος που με το φευγάτο ταμπεραμέντο του κάνει τη Νόλα να γελάει με όλο της το είναι. Εκείνο που τους ενώνει βέβαια, πέρα από το κοινό ερωτικό ενδιαφέρον, είναι η ροπή προς τον πλήρη έλεγχο• ο καθένας θέλει τη Νόλα για τον εαυτό του και μόνο.
Τότε η ταινία κάνει την πρώτη ριζοσπαστική κίνησή της, υιοθετώντας τη γυναικεία οπτική γωνία και δίνοντας τον πλήρη έλεγχο στο χαρακτήρα της Τζονς. Το σεξ είναι το μέσο για τη χειραφέτησή της, ο τρόπος να κάνει πράξη το σύνθημα «δικό μου το σώμα, δική μου η επιλογή». Έτσι περνάμε στην επόμενη τολμηρή κίνηση του Λι, να κινηματογραφήσει την πολυσυντροφικότητα ως φυσική απόρροια της συναίνεσης μεταξύ ενηλίκων, οι οποίοι απολαμβάνουν ακομπλεξάριστα τις σεξουαλικές επιθυμίες τους. Στις ερωτικές σκηνές δίνεται ένα ικανό δείγμα της μαεστρίας του σκηνοθέτη, ο οποίος χειρίζεται την ασπρόμαυρη φωτογραφία με την εμπειρία ενός βετεράνου, την ώρα που καταφέρνει να κάνει χειροπιαστό τον πόθο των πρωταγωνιστών.
Εκτός από όλα αυτά, όμως, το «Από Κάποιον θα το Βρει» προχωρά ακόμα μακρύτερα, καθώς αφορά Αφροαμερικανούς οι οποίοι για πρώτη φορά απεικονίζονται στη μεγάλη οθόνη δίχως να παρεμβάλλεται η «λευκή ματιά». Ο καθένας τους είναι μια αυθύπαρκτη, ανεξάρτητη οντότητα, με έναν «δικό τους» άνθρωπο πίσω από την κάμερα. Εδώ το ρομαντικό παιχνίδι αποδίδεται μεν με έναν γουντιαλενικό οίστρο, αλλά η Νέα Υόρκη του Λι δεν έχει σχέση με αυτήν του επίσης διοπτροφόρου auteur, παρότι παράλληλα στο σάουντρακ μοιράζονται την αγάπη τους για τη τζαζ.
Ο Λι ανά στιγμές παλεύει να δαμάσει το σκηνοθετικό σφρίγος του, καθώς η ενέργεια ξεχειλίζει σε κάθε πλάνο. Η κάμερα μοιάζει να χορεύει με τους ηθοποιούς, οι οποίοι με τη σειρά τους την κοιτούν κατάματα όταν εξομολογούνται τα ρομαντικά παράπονά τους. Το «σπάσιμο του τέταρτου τοίχου» συνιστά ακόμα μια ένδειξη του δημιουργικού θράσους που επιδεικνύει ο Λι μόλις στην πρώτη ταινία του. Όχι μόνο αυτό, αλλά εκτός από τη δουλειά του σκηνοθέτη κρατά αξιέπαινα έναν από τους βασικούς ρόλους. Δε χρειάζεται να προσέξει κανείς για ώρα την ερμηνεία του ως Μαρς και τον τρόπο που παρακαλά τη Τζονς να τον πάρει στην αγκαλιά της, ψελλίζοντας παραπονεμένα «Please baby, please baby, please baby, baby baby please!», για να καταλάβει πως ο Λι ζει και αναπνέει μέσα από τις ταινίες του. Και ειδικά φιλμ όπως αυτό, θα θέλαμε να βλέπουμε συχνότερα.
Βρείτε όλες τις must see ταινίες για την καραντίνα εδώ.