Κάνουμε #cinematherapy βλέποντας ταινίες που χαλαρώνουν, φτιάχνουν το κέφι και πάνε κόντρα στην κλειστοφοβική διάθεση.
80 χρόνια μετά και αυτό το «Μαγαζί…» μπορεί ακόμα να σε κάνει να αλλάξεις γνώμη για τη ρομαντική κομεντί, το πιο τυποποιημένο χολιγουντιανό κινηματογραφικό είδος σήμερα. Η δεκαετίες του ’30 και του ‘40, όμως, ήταν η χρυσή εποχή της και δημιουργοί σαν τον Φρανκ Κάπρα, τον Πρέστον Στάρτζες, τον Χάουαρντ Χοκς και πάνω απ’ όλους τον Ερνστ Λιούμπιτς μεγαλουργούσαν. Γερμανός μετανάστης, ο τελευταίος έφτασε τη σκρούμπολ κωμωδία στην τελειότητά της («Μπελάδες στον Παράδεισο», «Νινότσκα», «Να Ζει Κανείς ή να μη Ζει;») με το αέρινο σκηνοθετικό στιλ του, το οποίο καθιερώθηκε ως «το άγγιγμα Λιούμπιτς»: ένας συνδυασμός αφηγηματικής φινέτσας, κομψής σάτιρας, ρομαντικού… κυνισμού, κοφτερών διαλόγων και εξαίρετου τάιμινγκ.
Βασισμένο στο θεατρικό έργο του Ουγγροαμερικανού Μίκλος (Νικόλαους) Λάζλο «Parfumerie», το «Μαγαζί της Γωνίας» (1940) εξελίσσεται μεν στη Βουδαπέστη, περιγράφει όμως διεισδυτικά την προπολεμική Αμερική του New Deal, διηγούμενο ταυτόχρονα μια πρωτότυπη ερωτική ιστορία. Αυτή του Άλφρεντ και της Κλάρα, δυο υπαλλήλων σε ένα μαγαζί δερμάτινων ειδών που τσακώνονται διαρκώς. Αγνοούν όμως ότι αλληλογραφούν μεταξύ τους ανώνυμα, ανταλλάσσοντας απόψεις περί τέχνης, λογοτεχνίας και της ζωής γενικότερα, και έχουν ερωτευτεί ο ένας τον άλλον. Οι Τζέιμς Στιούαρτ και Μάργκαρετ Σάλαβαν περιστοιχίζονται από μια χούφτα απολαυστικών και γραφικών χαρακτήρων, τους οποίους ο Λιούμπιτς στριμώχνει ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του καταστήματος, διασκεδάζοντας με τα πάθη και τις φιλοδοξίες τους, οι οποίες περιστρέφονται όλες γύρω από τον επαγγελματικό ανταγωνισμό.
Σε ένα περιβάλλον όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται – από το αντικείμενο του πόθου των δυο πρωταγωνιστών ως τον εραστή της γυναίκας του αφεντικού –η αγωνία για κοινωνική άνοδο και το κυνήγι της οικονομικής επιτυχίας κυριαρχούν ολοκληρωτικά. Το ίδιο και η έλλειψη πραγματικής επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους (μεταξύ των ηρώων παρεμβάλλονται διαρκώς εμπόδια, αντικείμενα, κλειστές πόρτες…), την οποία ο Λιούμπιτς σαρκάζει με ανάλαφρο αλλά φαρμακερό, στιλάτο, μα τόσο επώδυνο τρόπο, ο οποίος (αντίθετα από το άνευρο «Έχετε Μήνυμα στον Υπολογιστή σας», ριμέικ του 1998) δείχνει πόσο μακριά μπορεί να φτάσει κινηματογραφικά μια διασκεδαστικότατη και συγκινητική ρομαντική κομεντί.