Ξεκινώντας την καριέρα του με μια σειρά low budget ταινιών με διάθεση φυγής, χαλαρό χιούμορ, ροκ μουσική και μια μελαγχολική απεικόνιση της «νέας Αμερικής» που προσπαθεί να βρει την ταυτότητά της («Permanent Vacation», «Πέρα Από τον Παράδεισο», «Στην Παγίδα του Νόμου»), ο Τζιμ Τζάρμους αποτύπωσε καλύτερα από τον καθένα στις εικόνες του το ανήσυχο και cool πνεύμα του νέου ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου.
Τα road movies, με το ραδιόφωνο πάντα ανοιχτό, ήταν η μόνιμη σινεφίλ αναφορά του, ενώ οι μπλουζ και rock ‘n’ roll μελωδίες που συνόδευαν τους αντισυμβατικούς πρωταγωνιστές άνοιγαν έναν διασκεδαστικό, ανατρεπτικό διάλογο με τις ιδέες, τις επιθυμίες και τις περιπέτειές τους.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όμως, ο Τζάρμους άρχισε να εξελίσσει το sui generis αφηγηματικό ύφος του «παίζοντας» σε κάθε δεύτερη σχεδόν ταινία με το σινεμά των ειδών. Έκανε την αρχή με το γουέστερν («Ο Νεκρός»), συνέχισε με την γκανγκστερική περιπέτεια («Ghost Dog: Ο Τρόπος των Σαμουράι»), το crime thriller («Στα Όρια του Ελέγχου») και τελικά το αγωνιώδες ρομάντζο φαντασίας («Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί»), όλα τους φιλμ που μοιάζουν με διακριτικές ασκήσεις ανατροπής των παραδοσιακών κλισέ και των αναγνωρίσιμων αναφορών.
Μια ζεν φιλοσοφία τύλιξε το νοσταλγικό ύφος του κι ένας ανατολίτικος ρυθμός έδωσε διαφορετικές ανάσες στη διήγηση μιας περιπλάνησης σε μια αμερικανική καθημερινότητα γεμάτη μικρές ποιητικές εκπλήξεις, αλλά και φαντάσματα ενός παρελθόντος που στοιχειώνει διαρκώς το παρόν, είτε αυτά αφορούν τον Έλβις Πρίσλεϊ («Mystery Train») και τον Γουίλιαμ Μπλέικ («Ο Νεκρός») είτε βρικόλακες-ροκ μουσικούς («Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί») και νεκρούς που βγαίνουν από τους τάφους τους. Διότι στην τελευταία ταινία του 66χρονου auteur από το Οχάιο τα ζόμπι αποδεικνύεται για ακόμη μία φορά πως δεν είναι χορτοφάγα, αντίθετα διψούν για εκδίκηση και ζεστό… καφέ.
Στη χώρα των ζωντανών νεκρών
Οι Τζόνι Ντεπ, Τομ Χίντλεστον, Τίλντα Σουίντον και Ίγκι Ποπ, ανάμεσα σε άλλους, ξέρουν καλά πως οι νεκροί δεν πεθαίνουν εύκολα στον κινηματογραφικό κόσμο του Τζάρμους. Ο πανκ ροκ σταρ και πρώην μέλος των Stooges, μάλιστα, προσωπικός φίλος του σκηνοθέτη (το ντοκιμαντέρ του «Gimme Danger» αφηγείται την ιστορία του συγκροτήματος), ενσαρκώνει στους «Νεκρούς…» τον πρώτο ανήσυχο απέθαντο. Πώς, πού και γιατί όμως ο Κάτω Κόσμος αναστατώνει την ησυχία των φιλήσυχων κατοίκων του «επάνω ορόφου»;
Το Σέντερβιλ είναι μια κωμόπολη 738 κατοίκων κάπου στις μεσανατολικές πολιτείες (η ταινία γυρίστηκε στην πολιτεία της Νέας Υόρκης), μια θερμότερη εκδοχή του ορεινού Τουίν Πικς. Τρεις διοπτροφόροι(!) αστυνομικοί (Μπιλ Μάρεϊ, Άνταμ Ντράιβερ, Κλόι Σεβινί) είναι επιφορτισμένοι να εφαρμόζουν το νόμο σε μια καθημερινότητα όπου ο τσακωμός δυο γειτόνων είναι το γεγονός της εβδομάδας, μέχρι που μια σειρά από ανωμαλίες κάνουν τον νεαρό σερίφη Ρόνι Πέτερσον –ο Ντράιβερ του… «Paterson»– να μονολογήσει ότι «κάτι παράξενο συμβαίνει»: το ρολόι του σταματάει, ο ήλιος αρνείται να δύσει στην ώρα του, το ρεύμα κόβεται ανεξήγητα, τα ζώα συμπεριφέρονται παράξενα. Οπότε ο βετεράνος συνάδελφός του Κλιφ συμπληρώνει: «Αυτό δεν πρόκειται να τελειώσει καλά». Εμείς το έχουμε φανταστεί νωρίτερα βέβαια, καθώς το αρχικό πλάνο που διατρέχει ένα σιωπηλό νεκροταφείο μάς παραπέμπει κατευθείαν στο θρυλικό zombie movie
«Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών». Και, πράγματι, όταν το σκοτάδι αρχίζει να απλώνεται οι πρώτοι νεκροί –ο Ίγκι Ποπ και η πρώην σύντροφος του Τζάρμους και σκηνοθέτης Σάρα Ντράιβερ– ξεπηδούν από τους τάφους τους και επιτίθενται σε ένα ερημικό diner (που σερβίρει και καφέ). «Ενώ τα βαμπίρ είναι συναρπαστικά πλάσματα, τα ζόμπι δεν έχουν τόσο ενδιαφέρον, αφού υπολείπονται σε περίπλοκη, ανθρώπινη συμπεριφορά και αισθήματα. Παρ’ όλα αυτά, κάθε ιστορία με νεκροζώντανους είναι αλληγορική με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Οντότητες χωρίς ψυχή περπατούν ανάμεσά μας», λέει ο Τζάρμους, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα των «Νεκρών…» πριν από τα «Gimme Danger» και «Paterson».
Όταν είδε κατά τη διάρκεια γυρίσματος στο Μαϊάμι ανθρώπους να περπατούν σαν αυτόματα απορροφημένοι από τα κινητά τους, ξεκίνησε να γράφει το σενάριο μιας κωμωδίας τρόμου όπου οι νεκροί επιστρέφουν αναζητώντας όλα όσα ήταν προτεραιότητά τους όταν ήταν ζωντανοί. «Όλη η ζόμπι συμπεριφορά των ζωντανών είναι εδώ», προσθέτει η Τίλντα Σουίντον, η οποία συνεργάζεται με τον Τζάρμους για τέταρτη φορά, εδώ ως ιδιοκτήτρια γραφείου κηδειών και εξπέρ του κατάνα με σκοτσέζικη προφορά. «Από ζόμπι των κινητών τηλεφώνων και ζόμπι της μόδας» μέχρι ζόμπι του καφέ!
Ξεκινώντας από τη Γη που έχει μετατοπιστεί γύρω από τον άξονά της και προχωρώντας σε μια μετωπική σάτιρα της άκρως συντηρητικής πραγματικότητας στην άλλη άκρη του Ατλαντικού (ο ρατσιστής Στιβ Μπουσέμι κυκλοφορεί με καπέλο που γράφει «Διατηρήστε την Αμερική Λευκή Ξανά» - «Keep America White Again»), οι «Νεκροί…» είναι μια οικολογική όσο και μια πολιτική αλληγορία για τη χώρα του Ντόναλντ Τραμπ, του καταναλωτισμού και της οικονομικής ανισότητας. Ό,τι ακριβώς ήταν και στην εποχή της η «Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» (1968) του Τζορτζ Ρομέρο, την οποία ο Τζάρμους αναγνωρίζει ως τη μεγάλη κινηματογραφική επιρροή του μαζί με το «Λευκό Ζόμπι» (1932) του Βίκτορ Χάλπεριν και το «Περπάτησα με Ένα Ζόμπι» (1943) του Ζακ Τουρνέρ.
Οι νεκροί πεθαίνουν τραγουδώντας
Ο ΄Ιγκι Ποπ δεν είναι φυσικά ο μόνος τραγουδιστής που εμφανίζεται στην ταινία, με τον Τομ Γουέιτς, παλιό γνώριμο του τζαρμουσικού κύκλου, να κρατά το ρόλο ενός ερημίτη ο οποίος παρατηρεί από απόσταση και σχολιάζει φιλοσοφικά τα συμβάντα του Σέντερβιλ. Δεύτερο ρόλο έχουν η Σελίνα Γκόμεζ, ο Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς και ο RZA, ενώ συντομότερες εμφανίσεις πραγματοποιούν η Ουγγαρέζα συνθέτης και βιολονίστρια Έζτερ Μπάλιντ και η Σάρλοτ Κεμπ Μουλ. Ο κάντρι τραγουδιστής Στάργκιλ Σίμσον είναι το ζόμπι-κιθαρίστας, αλλά και ο άνθρωπος που έγραψε το τραγούδι «The dead don’t die», το οποίο ακούγεται επανειλημμένα στην ταινία.
Θαυμαστής του από το 2013 και το πρώτο του άλμπουμ «High top mountain», ο Τζάρμους ζήτησε από τον Σίμσον να συνθέσει ένα τραγούδι το οποίο θα αντανακλά τις ιδέες και την ατμόσφαιρα του φιλμ, ζητώντας μόνο να έχει τον τίτλο της ταινίας και το ύφος κάντρι μπαλάντας του ’60. Εκείνος του παρέδωσε ένα μελωδικό και γλυκόπικρο κομμάτι που μιλάει για την απάθεια και την αδιαφορία ενός κόσμου που αλλάζει, για «τον καφέ που μας περιμένει σε κάθε γωνιά, μέχρι που μια μέρα θα ξυπνήσουμε και η γωνιά θα λείπει». Και καθώς το τραγούδι ακούγεται ξανά και ξανά, η ταινία αποκαλύπτει τη μελαγχολία που κρύβει κάτω από το σαρκαστικό χιούμορ της: «Oh the dead don’t die, any more than you or I».