Συνυφασμένη με τη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ από τη δεκαετία του ’40 έως του ’60, η Ντόρις Ντέι έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 97 ετών.
Προτού αποθεωθεί στη μεγάλη οθόνη, η Ντέι γοήτευε το κοινό από τη σκηνή, όπου ξεκίνησε την καριέρα της ως τραγουδίστρια. Η πρώτη της επιτυχία ήρθε το 1945 με το τραγούδι «Sentimental Journey», ένα από τα κυριολεκτικά εκατοντάδες (πάνω από 650) κομμάτια που ηχογράφησε σε μια εικοσαετία. Η κυκλοφορία του συγκεκριμένου τραγουδιού συνέπεσε με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την έναρξη λίγο μετά του πολέμου της Κορέας, γεγονότα που έκαναν την Ντέι αγαπημένη τραγουδίστρια των Αμερικανών στρατιωτών οι οποίοι την άκουγαν στο μέτωπο.
Το πέρασμά της στον κινηματογράφο έγινε τρία χρονιά μετά, με το υποψήφιο για δύο Όσκαρ ρομαντικό μιούζικαλ «Romance on the High Seas», το πρώτο από μια σειρά ταινιών που έκαναν θραύση στο box-office. Χαρακτηριστικός ήταν ο ρόλος της ως «Η Γυναίκα με το Μαστίγιο» («Calamity Jane», 1953), αλλά και η συμμετοχή της στο χιτσκοκικό «Ο Άνθρωπος που Γνώριζε Πολλά» (1956).
Η δημοφιλία της όμως εκτοξεύτηκε χάρη στις ρομαντικές κωμωδίες όπου πρωταγωνίστησε πλάι σε διάσημους ηθοποιούς της περιόδου. Όπως η γλυκιά κι ανάλαφρη ταινία «Τα Μυστικά της Κρεβατοκάμαρας» (1959) με τον Ροκ Χάντσον, για την οποία απέσπασε υποψηφιότητα Όσκαρ, και «Move Over, Darling» (1963) με τον Τζέιμς Γκάρνερ. Αργότερα έκανε μεγάλη επιτυχία και στη μικρή οθόνη χάρη στη σειρά «The Doris Day Show» (1968-1973). Η επίδρασή της στο κοινό ήταν τέτοια που το 2012 βρέθηκε στην έκτη της γενικής κατάταξης των ηθοποιών με τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στις αίθουσες όλων των εποχών.
Η Ντέι αποτελούσε μία εκ των τελευταίων επιζώντων μιας εποχής που το Χόλιγουντ παρήγαγε ακατάπαυστα αριστουργήματα, μιας περιόδου που ο εμπορικός κινηματογράφος συνδύαζε άριστα τη μαζική απεύθυνση με την δεξιοτεχνική αφήγηση.