Συνέντευξη με τον Γάλλο σκηνοθέτη μιας τρυφερής, διακριτικά πολιτικής και θεματικά τολμηρής ιστορίας ενηλικίωσης.
Ο τίτλος της ταινίας είναι «Αμάντα», αλλά ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ποιος είναι; Το μικρό κορίτσι ή ο θείος της Νταβίντ;
Η ταινία υιοθετεί την οπτική τού Νταβίντ, ο οποίος συμπρωταγωνιστεί σ’ αυτό το ταξίδι ενηλικίωσης. Το πιο προφανές είναι πως η απώλεια της αθωότητας και το μεγάλο πλήγμα του να μείνεις χωρίς σημείο αναφοράς στη ζωή, καθώς η μητέρα της παθαίνει «ανεξήγητα», αφορούν την Αμάντα. Μαζί της όμως χάνει την αθωότητά του και ο Νταβίντ, έρχεται κι αυτός αντιμέτωπος με την παράλογη βία του κόσμου μας, κι έτσι έχουμε μια διπλή, παράλληλη πορεία προς τη συνειδητοποίηση. Και την συνύπαρξη. Οπότε ο σωστός τίτλος θα ήταν «Αμάντα και Νταβίντ», αλλά το σκέτο «Αμάντα» δεν είναι πιο ωραίο;
Η προηγούμενη ταινία σας, «Ce Sentiment de l’ Été», ξεκινούσε και πάλι από τον ξαφνικό θάνατο μιας νεαρής γυναίκας. Τι σας ενδιαφέρει στην επανάληψη αυτού του σεναριακού μοτίβου;
Είναι αλήθεια, αλλά δεν μπορώ να βρω από πού ξεκινάει αυτή η ιδέα. Με ιντριγκάρει γιατί ένα σοκαριστικό γεγονός, και δεν υπάρχει σοκαριστικότερο από έναν ξαφνικό θάνατο, αλλάζει τις ζωές των χαρακτήρων με δραματικό τρόπο. Τους αναγκάζει να αλλάξουν ρουτίνα και τον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα, τους κινητοποιεί, τους δίνει ένα επώδυνο μάθημα για την αληθινή ζωή. Όλα αυτά είναι εξαιρετικό πρώτο υλικό για να αναπτυχτεί ένα σενάριο…
Εδώ ο θάνατος της μητέρας της Αμάντα προέρχεται από τρομοκρατική ενέργεια. Υπάρχει, λοιπόν, μια σαφής πολιτική αναφορά, αλλά η ταινία παραμένει επικεντρωμένη στους χαρακτήρες και το προσωπικό δράμα τους, χωρίς το πολιτικό στοιχείο να έρχεται ποτέ σε πρώτο πλάνο.
Θα ήταν μια διαφορετική ταινία αν ο θάνατος της Σαντρίν οφειλόταν σε αυτοκινητικό δυστύχημα ή κάποια αρρώστια. Η ταινία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη σημερινή πραγματικότητα, προσπαθεί όμως να την σχολιάσει διακριτικά και να εστιάσει στο προσωπικό, το ανθρώπινο δράμα. Η πολιτική είναι παρούσα, αλλά «γύρω» από τις πράξεις και τα συναισθήματα των χαρακτήρων. Η βία είναι με πολλούς τρόπους κομμάτι της σημερινής πραγματικότητας και αυτό ήθελα να επισημάνω, χωρίς να καταφύγω σε μια εύκολη καταγγελία και κάποια χιλιοειπωμένα, απλοϊκά συμπεράσματα.
Όταν ένα μικρό παιδί χάσει τους γονείς του τόσο οι αντιδράσεις του όσο και οι σκέψεις, τα συναισθήματά του είναι εξαιρετικά πολύπλοκα και αντιφατικά. Πώς σκεφτήκατε να περιγράψετε αυτό τον εσωτερικό κόσμο και την ψυχολογική αντίδραση της Αμάντα;
Δεν πιστεύω φυσικά πως η αντίδραση της Αμάντα είναι η τυπική ή αυτή που είναι κοντά στο μέσο όρο, αν υπάρχει φυσικά κάτι τέτοιο. Προσπάθησα να τη κάνω όσο πιο αληθινή γίνεται και σε μερικές περιπτώσεις η συνειδητοποίηση του γεγονότος έρχεται αργά, ίσως και μήνες μετά το συμβάν. Η Αμάντα σοκάρεται, θλίβεται, αλλά είναι στη σκηνή του αγώνα τένις που καταλαβαίνει, βαθιά μέσα της, το τι έχει συμβεί και γι’ αυτό ξεσπά σε κλάματα. Είναι μια αντίδραση συνειδητοποίησης, αλλά και λύτρωσης, γι’ αυτό και προσπάθησα να κάνω τη σκηνή μελαγχολική και αισιόδοξη ταυτόχρονα. Ρεαλιστική, αλλά και συγκινητική ελπίζω…
Η έκφραση «Elvis has left the building» επανέρχεται στην ταινία, ξεκινώντας από μια αστεία συζήτηση ανάμεσα σε μαμά και κόρη. Πώς σκεφτήκατε να την χρησιμοποιήσετε;
Πολλά πράγματα οφείλονται σε συμπτώσεις. Κάποια στιγμή έψαχνα ένα δίσκο βινυλίου και ο καταστηματάρχης, για να μου πει πως δεν υπάρχει πια, εξαντλήθηκε, μου απαντάει «sorry, but Elvis has left the building». Δεν κατάλαβα τι εννοούσε και η ιστορία της φράσης μου φάνηκε συναρπαστική. Νομίζω πως ταιριάζει απόλυτα στην ταινία, τόσο ως ένα χαριτωμένο ανέκδοτο, ένα στοιχείο βγαλμένο από την απλή καθημερινότητα δυο ανθρώπων που λένε ιστορίες ο ένας στον άλλον, όσο και ως μια διαφορετική αναφορά σε μια απότομη «εξαφάνιση», στην ανακοίνωση ενός δυσάρεστου νέου για κάποιον που έφυγε, που δεν μπορούμε να τον δούμε πια…
Περισσότερες πληροφορίες
Αμάντα
Σοκαρισμένος από τον αιφνίδιο θάνατο της αδελφής του, ο νεαρός κι εντελώς απροετοίμαστος Νταβίντ αναλαμβάνει την κηδεμονία της μικρής ανιψιάς του.