Πρωτοπόρος του κινηματογραφικού avant-garde, σημείο αναφοράς στην παγκόσμια underground παραγωγή, ο Γιόνας Μέκας «έφυγε» αφήνοντάς μας μια πλούσια κληρονομιά και διατηρώντας μια αμίμητη στάση ζωής.
Γεννηθείς σε ένα λιθουανικό χωριό το 1922 ο Μέκας πέρασε δύο φορές από γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, πρώτα ως κρατούμενος και μεταπολεμικά ως πρόσφυγας πάντα μαζί με τον αδερφό του Αντόλφας, προτού βρει καταφύγιο στις ΗΠΑ και το Μπρούκλιν το 1949.
Εκεί έχοντας έντονες τις αναμνήσεις από τα στρατόπεδα και τις κακουχίες των προσφύγων, και βλέποντας πως οι ταινίες της εποχής δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα των όσων είχε ζήσει, αποφάσισε να αποτυπώσει σε φιλμ - και όχι μόνο - τον κόσμο όπως τον αντιλαμβανόταν εκείνος.
Τότε ξεκίνησε μια τρομερά παραγωγική περίοδος, κατά την οποία εξέλιξε το ιδιοσυγκρασιακό σκηνοθετικό του στιλ ενώ παράλληλα έγραφε για σινεμά και διοργάνωνε προβολές πειραματικών ταινιών. Συγκεκριμένα, ο Μέκας το 1954 ίδρυσε το περιοδικό Film Culture, μαζί με τον αδερφό του, ενώ μερικά χρόνια μετά απέκτησε τη δική του στήλη στο θρυλικό The Village Voice με τίτλο «Movie Journal». Παράλληλα συνδέθηκε άρρηκτα με το κίνημα του Νέου Αμερικάνικου Σινεμά, αποτελώντας μέλος των ιδρυτών της Filmmakers’ Cinematheque που αργότερα απέκτησε ένα ανυπολόγιστης αξίας αρχείο και εξελίχθηκε στο Anthology Film Archives.
Στην ιδιότυπη αυτή ταινιοθήκη ο Μέκας προγραμμάτιζε προβολές ριζοσπαστικών και τολμηρών ταινιών, οι οποίες τον έβαζαν συχνά σε μπελάδες εξαιτίας του περιεχομένου τους. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του σεξουαλικά φορτισμένου «Flaming Creatures» (1963, Τζακ Σμιθ) και του αριστουργηματικού ομοερωτικού λαβ στόρι «Un Chant d’Amour» (1950, Ζαν Ζενέ), φιλμ τα οποία οδήγησαν τις αρχές να κατηγορήσουν τον Μέκας για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Φυσικά, ο ίδιος δεν πτοήθηκε και συνέχισε τις προβολές αντίστοιχων ταινιών αντιδρώντας στη λογοκρισία.
Σχεδόν την ίδια στιγμή που ο Μέκας πάτησε στις ΗΠΑ, απέκτησε με δανεικά χρήματα την πρώτη του κάμερα Bolex 16mm, η οποία έγινε προέκταση του χεριού του και δεύτερο ζευγάρι μάτια. Ο Μέκας για περισσότερο από μια δεκαετία κινηματογραφούσε τα πάντα, δεν υπήρχε πλάνο που να πήγαινε στράφι ή να θεωρούνταν ασήμαντο. Κάπως έτσι συνέθεσε τις πρώτες «ημερολογιακές» ταινίες του, με αφήγηση που συνδύαζε το συνειρμικό μοντάζ και τα αυτοαναφορικά voice-off, ένα στιλ που καθιέρωσε και για το οποίο έγινε διάσημος. Ενδεικτικές είναι οι ταινίες «Reminiscences of a Journey to Lithuania» (1972), «Lost, Lost, Lost» (1976) και «As I Was Moving Ahead Occasionally I Saw Brief Glimpses of Beauty» (2000).
Ταυτόχρονα όμως, στα ‘60s και ‘70s βρέθηκε ανάμεσα σε καλλιτέχνες οι οποίοι έμελλε να ορίσουν την ποπ και μη κουλτούρα για πάντα. Μεταξύ των στενών συνεργατών του υπήρξαν ο Άντι Γουόρχολ, ο Τζον Λένον και ο Άλεν Γκίνσμπεργκ. Έτσι είχε την ευκαιρία να γίνει ο πρώτος ο οποίος κινηματογράφησε τους μυθικούς The Velvet Underground, ενώ κατέγραψε τον αμίμητο Σαλβαντορ Νταλί στο «Salvador Dali at Work» (1964).
Αυτά είναι μόνο μερικά από όσα προσέφερε στο σινεμά ο Γιόνας Μέκας στο πέρας των 96 χρόνων ζωής του στα οποία μας έμαθε πώς να βλέπουμε ταινίες αλλά και την ίδια τη ζωή.