
Με κυρίαρχο θέμα το προσφυγικό και βραβεία σε μνήμες του Ολοκαυτώματος ολοκληρώθηκε την Κυριακή 20/3 το 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, το οποίο επιφύλασσε ένα συγκινητικό αποχαιρετισμό στον Δημήτρη Εϊπίδη, ιδρυτή και διευθυντή του θεσμού.

Η σεμνή τελετή έναρξης της Παρασκευής 11/3 και η συγκινητική τελετή λήξης του Σαββάτου 19/3 εγκαινίασαν και ολοκλήρωσαν το 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης με δυο παρόμοιες εικόνες. Η πρώτη ήταν αυτή του Δημήτρη Εϊπίδη στο βήμα, ο οποίος καταχειροκροτήθηκε δυο φορές από το κοινό του κατάμεστου Ολύμπιον, μικρός φόρος τιμής στην επιτυχημένη θητεία του ως διευθυντής του «μικρού» θεσσαλονικιώτικου φεστιβάλ από το 1999, χρονιά που το ίδρυσε ο ίδιος, και κορυφαίο στέλεχος της διεθνοποίησης του μεγάλου του αδελφού - φεστιβάλ του Νοεμβρίου από το 1992, πρώτα ως υπεύθυνος των Νέων Οριζόντων και τα τελευταία χρόνια ως καλλιτεχνικός διευθυντής του.

Στις αρχές του χρόνου ο ίδιος ανακοίνωσε την οικειοθελή αποχώρησή του, στον αποχαιρετιστήριο λόγο του, όμως, άφησε να εννοηθεί πως το «θα συνεχίσω να στηρίζω το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, που είναι πραγματικά παιδί μου» μπορεί να σημαίνει (όπως επιμένουν τα κουτσομπολιά) πως δεν είναι ακόμα εντελώς αποφασισμένος να συνταξιοδοτηθεί. Έτσι, μετά την εντός των ημερών αναμενόμενη τοποθέτηση της Ελίζ Ζαλαντό στη θέση του γενικού διευθυντή του φεστιβάλ, η προκήρυξη της θέσης του καλλιτεχνικού διευθυντή που θα ακολουθήσει αναμένεται με ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Η δεύτερη κυρίαρχη φεστιβαλική εικόνα ήταν αυτή της Recycled Orchestra of Cateura, μιας εφηβικής ορχήστρας από την Παραγουάη που χρησιμοποιεί όργανα φτιαγμένα από υλικά της… χωματερής, πρωταγωνίστριας της αισιόδοξης και κοινωνικά ευαίσθητης κινηματογραφικής συμφωνίας των Μπραντ Όλγκουντ και Γκράχαμ Τάουνσλι «Landfill Harmonic». Ήταν η ταινία έναρξης του φετινού φεστιβάλ και εκείνη που το Σαββάτο απέσπασε το Βραβείο Κοινού για ταινία διάρκειας άνω των 45 λεπτών.

Από τη Συρία στην ιστορική μνήμη
Το 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ αποφάσισε δικαίως να εστιάσει στο πλέον επείγον ζήτημα του καιρού μας με το τμήμα «Πρόσφυγες: Απόδραση προς την ελευθερία». Από τις εννέα ταινίες του, όμως, λίγες έκαναν πραγματική κινηματογραφική εντύπωση, με δυνατότερη όλων αυτή του σουηδικού «I Am Dublin». Το μεταναστευτικό πρόβλημα απασχόλησε και πολλά από τα φιλμ του «Ελληνικού Πανοράματος», τα οποία όπως κάθε χρόνο επέδειξαν μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων και στιλ.
Κυριάρχησε η ιδέα της διατήρησης της ιστορικής μνήμης, με το «Viktor Ullmann: Βιογραφία μίας Ηχογράφησης» των Ιωάννη Γρηγορόπουλου και Μιχάλη Αριστείδου, πάνω στην ιστορία του έγκλειστου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης Εβραίου μουσικοσυνθέτη Βίκτορ Ούλμαν, να κερδίζει το Βραβείο Κοινού για ελληνική ταινία κάτω των 45 λεπτών και το «Ludlow: Οι Έλληνες στους Πολέμους του Άνθρακα» του Λεωνίδα Βαρδαρού, χρονικό της εργατικής εξέγερσης στο Κολοράντο του 1914, να αποσπά αυτό της Βουλής των Ελλήνων.
Το Βραβείο Κοινού για ελληνική ταινία άνω των 45 λεπτών κέρδισε μάλλον αναπάντεχα το «Argo Navis» των Σουζάνε Μπάουζινγκερ και Στέλιου Ευσταθόπουλου, πάνω στην κατασκευή μιας προϊστορικής πεντηκοντόρου, όπως η αρχαία Αργώ, από την επιστημονική ομάδα Ναουδόμος, καθώς τις εντυπώσεις από το συγκεκριμένο τμήμα κέρδισαν δυο άλλες ταινίες. Ο «Σιωπηλός Μάρτυρας» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου («Ο Μανάβης»), ένα πολυεπίπεδο σχόλιο πάνω στην καταγραφή και την αποσιώπηση της εθνικής ιστορίας μας με αφορμή την κατεδάφιση των φυλακών Τρικάλων, και το «Επόμενος Σταθμός: Ουτοπία» του Απόστολου Καρακάση («Εθνικός Κήπος»), πολιτικά εύστοχη και βαθιά ανθρώπινη περιγραφή του αγώνα αυτοδιαχείρισης των απολυμένων της ΒΙΟ.ΜΕ.

Το χρέος μας απέναντι στην ιστορική μνήμη απασχόλησε όπως ήταν φυσικό και σειρά ξενόγλωσσων ταινιών, με το καναδοβρετανικό «Κλοντ Λανζμάν: Φαντάσματα του Shoah» του Άνταμ Μπενζίν, μαρτυρία της δωδεκαετούς προσπάθειας του σπουδαίου ντοκιμαντερίστα Κλοντ Λανζμάν να υλοποιήσει το έργο – ποταμός πάνω στο Ολοκαύτωμα «Shoah», να κερδίζει το Βραβείο Κοινού για ξένη ταινία κάτω των 45 λεπτών.

Πολλά, τέλος, τα μουσικά ντοκιμαντέρ που ξεσήκωσαν το κοινό (από το «Janis: Little Girl Blue» της Έιμι Τζ. Μπεργκ ως το «Our Last Tango» του Χέρμαν Κραλ), ενώ αποθεωτική ήταν η υποδοχή στο σινεφίλ «Uncle Howard» του Άαρον Μπρούκνερ, ο οποίος σκιαγραφεί το πορτραίτο του σκηνοθέτη θείου του Χάουαρντ Μπρούκνερ, μιας μορφής του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά των 80s που χάθηκε νωρίς, στις ταινίες του οποίου (cult αυτή με τον Γουίλιαμ Μπάροουζ) έκαναν ήχο ο Τζιμ Τζάρμους και κάμερα ο Τομ ΝτιΤσίλο.