
Ο κινηματογραφικός βιογράφος του Καβάφη και του Ελ Γκρέκο επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με το «Ο Θεός Αγαπάει τo Χαβιάρι», την ιστορία ακόμη ενός μεγάλου Έλληνα, του Ιωάννη Βαρβάκη. Διεθνής συμπαραγωγή, Ευρωπαίοι σταρ και το σινεμά του μεγάλου θεάματος σε μια εποχή γενικευμένης κρίσης. Ο Γιάννης Σμαραγδής όμως δεν φοβάται και μας εξηγεί γιατί αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να κάνεις για να τα καταφέρεις.

Μας υποδέχτηκε ευδιάθετος στο γραφείο του στο Χαλάνδρι, άρτι αφιχθείς από μια συνέντευξη στην ΕΡΤ. Καλωσόρισμα με καφέ και δύο σακουλάκια με κρητικά βότανα: «Αυτό εδώ είναι το καρτεράκι το λεγόμενο, μια αρχαία μινωική συνταγή, η οποία αποτελείται από τοπικά βότανα της Κρήτης, εκτός από ένα μυρωδικό το οποίο έχει μπει μετά, την κανέλα. Το πρωί το πίνεις και σου δίνει δύναμη και το βράδυ σε βοηθάει να κοιμηθείς. Δηλαδή “βουλώνει τις τρύπες” του οργανισμού, δίνοντάς του αυτό που χρειάζεται εκείνη τη στιγμή. Ένας άνθρωπος το φτιάχνει στην Κρήτη. Αν πεθάνει, χάθηκε το μυστικό της αναλογίας».
Κάθε συνάντηση με τον Γιάννη Σμαραγδή είναι κι ένα απρόσμενο ταξίδι (όχι απαραίτητα στα γνώριμα χωράφια του σινεμά) γεμάτο αφηγηματικές εκπλήξεις. Δεν ακούς ποτέ τετριμμένες απαντήσεις, ούτε τις ίδιες βαρετές ιστορίες. Από την Κρήτη στις γευστικές απολαύσεις, λοιπόν, από παλιές γνωριμίες στις μεταφυσικές αναζητήσεις, από την Ελλάδα στον κινηματογράφο, η συνέντευξη-διαδρομή προς το «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι» κράτησε τελικά δυόμισι απολαυστικές ώρες.

Θα ήθελα να ξεκινήσω ανάποδα, ρωτώντας δηλαδή ποια είναι η επόμενή σας ταινία.
Έχω πολλά σχέδια, αλλά αυτός που θα ήθελα να κάνω πρώτα είναι ο Καζαντζάκης. Ερευνώντας το θέμα, ωστόσο, διαπιστώνω πως μάλλον ο Καζαντζάκης δεν θέλει. Αντιστέκεται και δεν θέλω να τον πιέσω…
Ακόμη ένας σπουδαίος Έλληνας λοιπόν. Γιατί σας γοητεύουν τόσο πολύ τα δράματα των μεγάλων αντρών;
Στην αρχαία τραγωδία δεν έπαιρναν τα καθημερινά πρόσωπα, αλλά τα μεγάλα πρόσωπα με τα μεγάλα βάσανα. Έτσι ο καθημερινός άνθρωπος που είχε το πρόβλημα με τη γυναίκα του ή με το φαγητό του παιδιού του, έβλεπε μπροστά το βάσανο του μεγάλου προσώπου κι αισθανόταν ένα είδος κάθαρσης. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με το καθημερινό πρόσωπο. Εμένα με ενδιαφέρει να μαλακώσω, να απαλύνω τις ανθρώπινες ψυχές στο βαθμό που μπορεί να συμβεί με την τέχνη ή στο βαθμό που μπορεί να συμβεί με τις δικές μου ταινίες, γιατί έχω συναίσθηση του μεγέθους μου. Δεν αλλάζει ο κόσμος με αυτά που κάνω, ούτε είμαι ο Όρσον Ουέλς.
Τα έπη και οι bigger than life ιστορίες συνοδεύονται πάντα από μεγάλο ρίσκο. Καλλιτεχνικό αλλά κι εμπορικό. Δεν σας φοβίζει αυτό;
Όχι καθόλου, το αντίθετο. με σπρώχνει να έρθω σε επαφή με τον ανώτερο εαυτό μου. Όταν διεκδικείς τον ανώτερο εαυτό σου, όποια κι αν είναι η… οροφή του, πρέπει να διεκδικείς να τη φτάσεις. Για να φτάσεις στο σημείο να κάνεις ένα έργο μεγάλο ή το κάνεις για τον εαυτό σου, από ματαιοδοξία δηλαδή, ή το κάνεις για να βάλεις σε κίνηση τις ψυχές των ανθρώπων. Αν συμβαίνει το δεύτερο, τότε ο σκοπός είναι αγαθός, άρα ο ανώτερος εαυτός αναδεικνύεται και γι’ αυτό κάθε φορά που τελειώνω μια ταινία ξέρω πως είναι πλέον αυτόνομη, έχει κοπεί ο λώρος κι έχει τη δική της ψυχή. Τώρα, η ψυχή της εξαρτάται από τις ψυχές που θα την πλησιάσουν. Ή θα την πλουτίσουν ή θα τη μικρύνουν. Δεν μπορείς να επέμβεις. Αν έχεις, λοιπόν, συναίσθηση ότι δεν είναι δικό σου έργο πια, είσαι ήρεμος.

Μιλάτε για ψυχές, για τον ανώτερο εαυτό μας… Υπάρχει ένα έντονο μεταφυσικό στοιχείο σε όλες σας τις ταινίες. Ακόμη και στον τίτλο της τελευταίας.
Ο κάθε ήρωάς μου, είναι αλήθεια, διεκδικεί να έρθει σε επαφή με το ιερό μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό εγώ δεν το περνάω μέσα από τη θρησκεία. Δεν χρειάζεται να είσαι χριστιανός για να επικοινωνήσεις με τον υπερουράνιο τόπο. Μπορείς να επικοινωνήσεις και μέσα από άλλα δόγματα ή και κατά μόνας.
Ένα άλλο σταθερό σημείο αναφοράς είναι η Ελλάδα. Τον τελευταίο καιρό όλοι καλούμαστε με αυτά που συμβαίνουν να πάρουμε μια θέση «απέναντί της». Πώς τοποθετούνται οι ταινίες σας σε αυτήν τη συγκυρία; Φοβάστε ότι μπορεί όλη αυτή η εθνικιστική έξαρση να γίνει ανεξέλεγκτη;
Υπερασπίζομαι το κύτταρό μας και τις αξίες του επί τη βάσει του μηδέν άγαν. Τρία πράγματα κρατάω από τον ελληνικό πολιτισμό. Το ένα είναι η σχέση των Ελλήνων με το φως, άρα με το σύμπαν. Το δεύτερο είναι το μέτρο. εδώ είπαν «μέτρον άριστον», δεν το είπαν αλλού. Το τρίτο είναι ο πολιτισμός που δείχνει κατανόηση στον αδύναμο και τον ηττημένο. Στους «Πέρσες» του Αισχύλου, πριν από 25 αιώνες, ο συγγραφέας πηγαίνει από την πλευρά του ηττημένου για να κλάψει. Αυτή είναι η μεγάλη Ελλάδα. Αυτό υπερασπίζομαι εγώ. Έχει χαθεί το μέτρο στους καιρούς μας. Προς όλες τις κατευθύνσεις. Το πατριωτικό μπορεί να γίνει υπερβολικό, πατριδοκαπηλία κι εθνικισμός με την κακή έννοια. Το αντίθετο είναι να οικτίρεις τον εαυτό σου. Κι εκεί έχει χαθεί το μέτρο. Επιμένω σε αυτό που έχουμε μέσα μας και που πρέπει να αναδειχτεί κατά τη γνώμη μου. Να έχουμε καλή σχέση με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Η απουσία μέτρου κάνει τη ζωή δυσαρμονική.

Οι ταινίες είναι ελληνικές, μιλούν για Έλληνες, αλλά είναι διεθνείς συμπαραγωγές. Σε μια εποχή κρίσης οι περισσότεροι Έλληνες σκηνοθέτες παραπονιούνται, και δικαίως, ότι δεν βρίσκουν λεφτά πουθενά. Εσείς όμως καταφέρνετε να υλοποιήσετε μια υπερπαραγωγή.
Πάντα ο ελληνισμός δεν ήταν ισχυρός όταν κοίταζε έξω; Κοιτάζεις αυτό που έχεις στα χέρια σου να γίνει οικουμενικό. Όταν το έκανε αυτό η Ελλάδα, ήταν πολύ ισχυρή: μινωική εποχή, εποχή του Αλέξανδρου, Βυζάντιο, οι μεγάλοι Έλληνες της διασποράς. Η διασπορά μάζευε τα λεφτά και είχε στο πίσω μέρος του μυαλού της την Ελλάδα. Τη μάνα, που έλεγε ο Ωνάσης. Σήμερα όμως οι άνθρωποι που έχουν τον πλούτο στα χέρια τους και είναι έξω δεν έχουν στο μυαλό τους τη μάνα. Έχουν μια διεθνιστική τάση, να είναι το χρήμα ανώνυμο, να μην έχει χρώμα. Η αθηναϊκή δημοκρατία υποχρέωνε τους ανθρώπους που είχαν χρήματα να χτίζουν πλοία ή τείχη ή να προσφέρουν λεφτά για τον πολιτισμό.
Ο Καβάφης και ο Ελ Γκρέκο είναι καλλιτέχνες. Στο «Χαβιάρι» έχουμε ως πρωταγωνιστή έναν πειρατή/έμπορο. Ποιο είναι αυτό που κάνει τον Βαρβάκη καλλιτέχνη της ζωής;
Καταρχάς καλλιτέχνης της ζωής μπορεί να είναι κι ένας οδοκαθαριστής. Γιατί το φως υπάρχει εκεί, υπάρχει μέσα μας, είμαστε κομμάτια του φωτός, όπως λέει και ο Πλάτωνας. Δεν έχει καμία σχέση με το τι δουλειά κάνεις. Το βλέπεις ποιοι άνθρωποι το έχουν κατανοήσει. Είναι οι άνθρωποι που έχουν συμφιλιωθεί με το πεπρωμένο τους, έχουν πατήσει στο βηματισμό τους, είναι ευτυχείς. Στον Βαρβάκη με συγκίνησε η μεταστροφή του. Ήταν ένας άνθρωπος που βρέθηκε από την ιδιοτέλεια στην απόλυτη δοτικότητα. Ο Ελύτης λέει πως για να φτάσεις στο άσπρο έχεις δύο δρόμους: ή είσαι γεννημένος για το άσπρο ή κάνεις όλη τη διαδρομή του μαύρου για να φτάσεις στο άσπρο. Ο Βαρβάκης έφυγε από το μαύρο και πήγε στο άσπρο. Γι’ αυτό και πιστεύω πως είναι ένας ήρωας-πρότυπο.

Τι έσπρωξε όμως τον Βαρβάκη σε αυτήν τη διαδρομή;
Έχει μια φράση ο Λαζόπουλος στο έργο που λέει: «Ο Θεός χαρίζει δώρα και όμως οι άνθρωποι είναι τυφλοί». Όσα δώρα όμως σου χαρίζει το σύμπαν, σου δίνει επίσης άλλα τόσα προβλήματα. Το σύμπαν κινείται ανάμεσα στις δύο αυτές αμφίρροπες δυνάμεις, το καλό και το άσχημο, το δώρο και το τίμημα. Εκεί είναι η ανώτερη δύναμη. Το φως περιμένει να δει πώς θα τοποθετηθείς. Και ο Βαρβάκης τοποθετήθηκε θετικά σε ένα τεράστιο δίλημμα που προέκυψε. Γι’ αυτό είναι ο θετικός ήρωας που χρειάζονται, κατά την άποψή μου, οι καιροί. Ένας από τους παραγωγούς της Sony, η οποία δέχτηκε να μπει στην ταινία ήδη από το σενάριο, μου εξομολογήθηκε το εξής: «Το 2012 που θα βγει η ταινία ο μέσος άνθρωπος του πλανήτη θα έχει πιο πολλά προβλήματα από τώρα και ταινίες που έχουν θετικό ήρωα και θετικό μήνυμα θα είναι χρήσιμες». άρα κι εμπορικές γι’ αυτούς.
Αν δεν έμπαινε η Sony, θα κάνατε την ταινία;
Όχι.
Αυτό δεν σας στενοχωρεί;
Καθόλου. Όταν μπεις στη διαδικασία να κάνεις μια μεγάλη παραγωγή, κόντρα στις συνθήκες, πρέπει να πιστεύεις πάρα πολύ σε αυτό. Διεκδικήσαμε μια ταινία μεγάλη κι επειδή το πιστεύαμε πολύ έγινε! Το ζήτημα με τους πιτσιρικάδες είναι ότι δεν τολμούν να ονειρευτούν. Τους προτείνω να τολμήσουν. Κι εγώ προτού κάνω τον «Καβάφη», πριν από 16 χρόνια, τι ήμουν; Ένας σκηνοθέτης που έκανα σίριαλ και μια-δυο ταινίες στον κινηματογράφο που ήταν αποτυχίες.
Ποιο είναι το τελικό κόστος της ταινίας;
Είναι 6.500.000 ευρώ. Ψάχνουμε όμως ακόμη επενδυτές, διότι υπάρχει ένα άνοιγμα περίπου 10%.
Το ελληνικό κράτος πόσα έχει βάλει;
Ό,τι πήραμε από το Κέντρο Κινηματογράφου, δηλαδή 300.000. Στο «Ελ Γκρέκο» είχαμε πάρει συνολικά 800.000 ευρώ. Τώρα ούτε τα ζήτησα. Δεν πας στο υπουργείο όταν δεν έχει να σου δώσει. Και το κέντρο δεν τα έχει δώσει ακόμη. Εδώ θα ήθελα να πω ότι πέρα από τα διεθνή και ντόπια κεφάλαια η ταινία θα ήταν αδύνατον –εντελώς αδύνατον– να πραγματοποιηθεί χωρίς τη βοήθεια του Αχιλλέα Κωνσταντακάτου και της συζύγου του Κωνστάντζας Σμπώκου, όπως και των Σωτήρη Τσαφούλια, Ιζαμπέλλας Αρβανίτη, Ειρήνης Σουγανίδου, Μίνωα Μάτσα και της γυναίκας μου Ελένης Σμαραγδή.

Πώς και δεν έγραψε τη μουσική της ταινίας ο Βαγγέλης Παπαθανασίου;
Δεν του το πρότεινα. Ήθελα κάτι πιο κοντά στην Ανατολή. Να βγει μια ποικιλία ανατολίτικων χρωματισμών. Ήθελα ένα πράγμα που να... μυρίζει διαφορετικά. Ο Βαγγέλης παραμένει φίλος και η γνωριμία μαζί του άλλαξε τη ζωή μου.
Ο Τζον Κλιζ έχει πει εκπληκτικά λόγια για τη συνεργασία σας.
Με αιφνιδίασε... Πρέπει να σας πω ότι με τον κάθε άνθρωπο που συναντάει παίζει και άλλο ρόλο. Εμείς από την πρώτη στιγμή επικοινωνήσαμε. Κάναμε συνεχώς αστεία με το ύψος μας – αυτός είναι 1,97 μ., εγώ 1,72 μ. Στο τέλος κάθε πλάνου με ρωτούσε πονηρά: «Μήπως ήμουν υπερβολικός;» Με δούλευε!
Η Κατρίν Ντενέβ;
Η Ντενέβ ήρθε ως μεγάλη σταρ, έφυγε ως μεγάλη σταρ, ενδιαμέσως έπαιξε υπέροχα την Αικατερίνη τη Μεγάλη. Μεγάλη η Ντενέβ, μεγάλη η Αικατερίνη. Ήθελε πάρα πολύ να παίξει αυτόν το ρόλο αν και είναι μικρός σε διάρκεια. Απόδειξη ότι τα χρήματα δεν είναι αυτά που παίρνει συνήθως. Δέχτηκε, μάλιστα, παρά τις τόσες αναβολές στις ημερομηνίες των γυρισμάτων.
Τι απαιτήσεις είχε ως η μεγάλη σταρ της παραγωγής;
Δεν ασχολήθηκα με το πώς συμπεριφέρθηκε μακριά από το πλατό. Δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα. Είναι πράγματι σταρ κι επί κι εκτός οθόνης. Όταν μπήκε στο γύρισμα για πρώτη φορά είδε το χώρο, μιλήσαμε και πήγε να ντυθεί. Ήρθε με το εντυπωσιακό φόρεμά της κι έκανε τόσο αυτοκρατορική είσοδο, που οι ηθοποιοί στο πλατό άρχισαν αυθόρμητα να τη χειροκροτούν.

Ποια ήταν η δυσκολότερη σκηνή;
Πρέπει να σου πω ότι εγώ σχεδόν όλη την ταινία την πάω πρώτη λήψη και τέλος. Νομίζω πως άμα ξέρεις, ξέρεις. Από την άλλη, υπήρξε σκηνή, η αγαπημένη μου σε όλη την ταινία, που δεν μπορούσαμε να πετύχουμε το αποτέλεσμα που θέλαμε στο μακιγιάζ. Είναι η σκηνή στην οποία ο Βαρβάκης συναντά για τελευταία φορά τη μάνα του. Άλλαξα τη σκηνή επιτόπου, έγινε πιο κινηματογραφική και για πολλούς η συγκινητικότερη όλων.
Ως μπον βιβέρ, πόσο καθοριστικό ρόλο δώσατε στο χαβιάρι;
Είμαι, φυσικά, λάτρης της κρητικής κουζίνας. Η μεσογειακή κουζίνα είναι μπούρδες. Η μινωική κρητική κουζίνα είναι η πιο υγιεινή κουζίνα του κόσμου. Έχουμε μια υψηλή αίσθηση της καλής γεύσης. Το χαβιάρι το ξέρω πάρα πολύ καλά από το «Τραγούδι της Επιστροφής», που στη δεκαετία του ’80 είχε πάει στο Φεστιβάλ της Μόσχας. Έχω φάει τόνους από τότε.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας;
Το μπελούγκα, γιατί είναι χοντρόκοκκο και δεν είναι μαύρο. Στην ταινία αυτό χρησιμοποιήσαμε. Ελληνικό χαβιάρι από την Πρέβεζα, φρέσκο, να μη σου πω καλύτερο και από το ρώσικο. Η Κατρίν Ντενέβ, που της αρέσει πολύ, ξετρελάθηκε και στο τέλος των γυρισμάτων ζήτησε και πήρε μαζί της ένα κουτί.
Ας τελειώσουμε με κάτι επίσης ελληνικό και πιο κινηματογραφικό. Έχετε πει πολλές φορές καλά λόγια για τους νέους Έλληνες σκηνοθέτες, αν και το νέο ρεύμα του ελληνικού σινεμά είναι αισθητικά μακριά από εσάς.
Είμαι θετικός απέναντι στο μέλλον. Τα πράγματα δεν τελειώνουν με εσένα, ούτε με τη γενιά σου. Είναι όλα μια σπείρα. Αν λοιπόν εσύ, στη δική σου θέση στη σπείρα, γίνεις προϋπόθεση –μικρή ή μεγάλη– για τον επόμενο, έχεις προσφέρει. Αν δεν υπάρχει πρόοδος, δεν έχει νόημα. Τριάντα ένα χρόνια είχε ταινία μας να πάει στα Όσκαρ. Έπρεπε όλοι να στείλουμε τριαντάφυλλα στον Λάνθιμο. Όποια κίνηση κι αν γίνεται προς τα έξω, προστίθεται στο σινεμά μας συνολικά. Βλέπεις πως κάποιος έχει ταλέντο; Μη μεμψιμοιρείς. Έχεις υποχρέωση να τον υποστηρίξεις.
ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ

Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933)
Ο Δημήτρης Καταλειφός υποδύεται με εσωτερικότητα τον σπουδαίο Αλεξανδρινό ποιητή στην ταινία του 1996. Δίπλα του οι Βασίλης Διαμαντόπουλος (γηραιός Καβάφης), Μάγια Λυμπεροπούλου και Λάζαρος Γεωργακόπουλος, με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου να υπογράφει τη μουσική.
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1541-1614)
Ελληνο-ισπανική συμπαραγωγή του 2007, με τον Νικ Άσντον ως «Ελ Γκρέκο» και τον Χουάν Ντιέγκο Μπότο ως ιεροεξεταστή Ντε Γκουεβάρα. 750.000 εισιτήρια στην Ελλάδα και βραβείο Γκόγια κοστουμιών για τη Λάλα Χουέτε.
Ιωάννης Βαρβάκης (1750-1825)
Ο Γερμανός Σεμπάστιαν Κοχ είναι ο Ψαριανός πειρατής, τυχοδιώκτης, έμπορος κι εθνικός ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης στο «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι». Διεθνής συμπαραγωγή, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Τορόντο πριν από δύο εβδομάδες.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι
Η ιστορία του πειρατή, πλούσιου εμπόρου κι εθνικού ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη, έτσι όπως τη διηγούνται το 1825 ένας πιστός σύντροφός του σε μια παρέα παιδιών κι ένας διπλωμάτης στον διευθυντή του λοιμοκαθαρτηρίου Ζακύνθου.