Μοιρασμένη ανάμεσα στο ανέβασμα ενός σπουδαίου λογοτεχνικού κειμένου με το βλέμμα στραμμένο στο ευρύ κοινό και στην απόπειρα αναμέτρησης με τα εμπόδια που βάζει το είδος, η παράσταση δεν κερδίζει εξολοκλήρου το στοίχημα – ούτε και το χάνει.
Υπάρχουν μάλλον δύο δρόμοι για να αποτιμήσει κάποιος τη σκηνική αναμέτρηση με έναν από τους ογκόλιθους της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η μάχη μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων χαμένη, αν ληφθούν υπόψη κάποιοι παράγοντες, με κυριότερη τη λογοτεχνική υπόσταση του έργου, η οποία θέτει επί τάπητος τόσο θέματα διασκευής όσο και σκηνοθεσίας: να επιτευχθεί δραματική οικονομία, να βρεθεί τρόπος –ή τρόποι– να ξεπεραστούν οι αφηγηματικοί σκόπελοι, να υπάρξει σκηνοθετική θέση απέναντι στα θέματα ενός μνημειώδους έργου, να σκιαγραφηθούν σε ικανοποιητικό εύρος και βάθος οι ήρωες κ.λπ. Μπορεί όμως και να θεωρηθεί κερδισμένη αν συνυπολογιστούν το τόλμημα ενός τέτοιου ανεβάσματος και το γεγονός ότι μέσω ενός λαϊκού, συλλογικού γεγονότος όπως το θέατρο επικοινωνείται ένα σπουδαίο έργο, ενδεχομένως και σε ανθρώπους που δεν είχαν προηγούμενη επαφή μαζί του.
Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο δρόμους κινείται η παράσταση του Νίκου Διαμαντή. Το πρώτο που οφείλεται να της αναγνωριστεί είναι η δραματουργική ευκρίνεια και άνεση με την οποία μεταδόθηκε το κείμενο στην πλατεία. Η σκηνική διασκευή των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη συντέλεσε προφανώς σε αυτό, αν και δεν αποδίδονται τα ίδια εύσημα στη μετάφρασή τους, που ακούστηκε μάλλον πεζή, με ενοχλητικές λέξεις να παρεισφρέουν (όπως «σκασίλα μου», «ξεφτίλα» κ.ά.). Η σκηνογραφική λιτότητα, η μη επιδίωξη να εμπλουτιστεί το θέαμα με ρεαλιστικά ή πλουραλιστικά σκηνικά (Λίλη Πεζανού), ευνόησε ακόμη περισσότερο την ευκρίνεια και μετέθεσε αποκλειστικά στην ανάγνωση των ρόλων και στις υποκριτικές ερμηνείες το κύριο φορτίο. Η διασκευή έδωσε και πάλι ωραία λύση, κρατώντας δέκα βασικά πρόσωπα κι επιτρέποντας έτσι στη σκηνοθεσία να εστιάσει στην ψυχοσύνθεση και στις σχέσεις τους, κάτι που όμως δεν επιτεύχθηκε στον επιθυμητό βαθμό.
Η όλη προσπάθεια ίσως ζημιώθηκε από κάτι που δεν παρατηρείται πρώτη φορά στο ανέβασμα των κλασικών αριστουργημάτων: κακώς εννοούμενο δέος. Χαρακτηριστική αυτού ήταν η ερμηνεία του Πέτρου Φιλιππίδη, που απέδωσε την ιδιοσυγκρασία του ήρωα μέσω ενός «μελαγχολικού» ύφους (στην προσπάθειά του να απομακρυνθεί από την ιδιότητα του κωμικού;), όπως και το γενικότερο κράτημα της παράστασης: ήταν μάλλον επίπεδη, σε αρκετά σημεία υποτονική και της έλειπαν οι μεγάλες σκηνές. Υπήρξαν βέβαια ερμηνείες που ανέβασαν τη θερμοκρασία (όπως του Ιωάννη Παπαζήση ως Ιππόλυτου), ηθοποιοί που έδειξαν να εμφορούνται από τα πάθη των ηρώων (ο Γιάννης Στάνκογλου ως Ραγκόζιν ή η Μαρία Κίτσου ως Ναστάζια Φιλίποβνα), αλλά τόσο αυτοί όσο και τα υπόλοιπα πρόσωπα έμειναν, λιγότερο ή περισσότερο, στο ημίφως.
Κάποια θέματα αναδείχτηκαν, όπως κάποιες ψυχοσυνθέσεις και κάποιες σχέσεις, όμως (μου) έλειψε η απάντηση σε ένα καίριο ερώτημα: τι μας λέει ο «Ηλίθιος» και τι μας λέει ειδικά σήμερα; Η αναγκαστική σύντμηση του κειμένου δεν του επιτρέπει να «μιλήσει» μόνο του, ενώ τέτοιου τύπου ρεπερτοριακές επιλογές απαιτούν εκ των πραγμάτων, επιτακτικότερα από άλλες, πιο αποφασιστικές σκηνοθετικές θέσεις.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ Ηρώων Πολυτεχνείου & Βασ. Γεωργίου, Πειραιάς, 2104143310-20. Διάρκεια: 180΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο ηλίθιος
Ο αδέξιος στις κοινωνικές επαφές πρίγκιπας Μίσκιν επιστρέφει στη Ρωσία, όπου εκπλήσσει με την απλότητα και τον αυθορμητισμό του