Θέατρο της συγκίνησης και του γυναικείου καημού, η ναπολιτάνικη ηθογραφία του ’46 ανεβαίνει σαν μια γλυκόπικρη δραμεντί, με την Ελένη Ράντου στον πρώτο ρόλο κι έναν καλοκουρδισμένο θίασο να την υποστηρίζει. Μόνο που όλα αυτά συμβαίνουν στο λάθος θέατρο.
Δώδεκα ημέρες: τόσο χρειάστηκε ο Ντε Φιλίπο για να γράψει τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» (1946), σαν εναλλακτική πρόταση σε περίπτωση που το έργο του «Αχ, αυτά τα φαντάσματα!» δεν πήγαινε καλά. Μάστορας της ναπολιτάνικης ηθογραφίας, ο ντε Φιλίπο κατείχε τη συνταγή του καλοφτιαγμένου λαϊκού θεάτρου: ταπεινοί ήρωες που υπερβαίνουν την ταξική τους καταγωγή και τα κοινωνικά στεγανά, απρόσκοπτη συγκίνηση, κλιμακούμενη ένταση, ευφρόσυνη πλοκή, καθαρογραμμένοι ρόλοι και ένα ευγενές ηθικοπλαστικό μήνυμα.
Έτσι κι εδώ, οι φτωχογειτονιές της Νάπολης κι ένα ρομαντικό στόρι γίνονται το κάδρο για να δούμε πώς η ιερόδουλη με τη χρυσή καρδιά αλλά και την –παλιομοδίτικα εννοούμενη– γυναικεία καπατσοσύνη γίνεται… κυρία. Μπλέκοντας το δάκρυ με το χαμόγελο και το δράμα με τη φάρσα, ο Ντε Φιλίπο σκαρώνει το μεταπολεμικό και –οπωσδήποτε προφεμινιστικό– πορτρέτο της αμόρφωτης πλην όμως καταφερτζούς Ναπολιτάνας, το οποίο άφησε εποχή χάρη και στην ταινία του Βιτόριο ντε Σίκα «Γάμος αλά Ιταλικά» (1964) με τους Σοφία Λόρεν και Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.
Με ποια λογική, όμως, εντάσσεται στο ρεπερτόριο ενός εθνικού θεάτρου εν έτει 2015 αυτό το έργο; Το εν λόγω έργο ευδοκίμησε αποκλειστικά και μόνο σε ιδιωτικούς θιάσους («Πέλου Κατσέλη» το 1949, «Λαμπέτη-Παπαμιχαήλ» το 1978, «Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ» το 1986 κ.λπ.) ή σε Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα αλλοτινών δεκαετιών. Μολονότι συμπαθής επιλογή για ένα εμπορικό θέατρο, η «Φιλουμένα» είναι εντελώς άκυρη για το Εθνικό.
Παρά τις διαφωνίες, όμως, εδώ έχουμε μια παράσταση «εγγυημένης συγκίνησης». Κρίνοντάς την ως ένα λαϊκό θέαμα εμπορικών προδιαγραφών, θα εκτιμήσω το αυθεντικό συναίσθημα και την αμεσότητα της Ελένης Ράντου. Εγείρει συγκίνηση ακόμη κι όταν εκφέρει ατάκες δακρύβρεχτες και παλιομοδίτικες σαν το «Θα κλάψω μόνο όταν έρθει η ευτυχία και φοβηθώ μην τη χάσω» (μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές), ενώ στην πιο χτυπητή δραματική κορύφωση, με το «ρωμαιοκαθολικό» μονόλογο κατά της άμβλωσης, προκαλεί ακόμη και το χειροκρότημα σε μερίδα του κοινού. Μάλλον ασθενής είναι, όμως, η χημεία της με τον Άλκι Κούρκουλο, ο οποίος ανά στιγμές παίζει σχεδόν «φωναχτά».
Όσον αφορά τη διασκευή του έργου, η Ράντου μειώνει από τη Φιλουμένα τα χαρακτηριστικά της μάνας-κλώσσας κι εντείνει τους κατ’ ιδίαν μονολόγους της χειραφετημένης γυναίκας, προσδίδοντας έτσι στο έργο το ύφος δραματικής κομεντί. Δεν ξεπερνά, όμως, το στενό κοινωνικό, θρησκευτικό και ηθογραφικό ορίζοντα του έργου, ούτε το αισθηματολογικό του πλαίσιο για να διανοιχτεί στα σημερινά ή/και στα διαχρονικά ζητήματα της θηλυκής –και γενικότερα ανθρώπινης– μονάδας.
Ο 17μελής θίασος δίνει το στίγμα του, εντός βέβαια ενός υποκριτικού πλαισίου που δεν ξεπερνά την προφάνεια του μπουλβάρ, παρά τις αντιρεαλιστικές σφήνες (όπως η έναρξη με το θίασο εν μέσω ομίχλης). Η χρήση μικρόφωνων ξενίζει αρχικά, αλλά σταδιακά… ξεχνιέται. Τα σκηνικά (Μανόλης Παντελιδάκης) και τα κοστούμια (Ντένη Βαχλιώτη) προσδίδουν με αφαιρετικότητα το άρωμα εποχής, ενώ φωτίζονται έντεχνα από τον Σάκη Μπιρμπίλη. Αισθαντικά τα πρώτα ηχητικά τοπία της Nalyssa Green. στη συνέχεια, όμως, χωρίς προφανή αιτία, ακολουθεί εντελώς άλλες, κοινότοπες μουσικές ατμόσφαιρες.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ Αγ. Κωνσταντίνου 22-24, 2105288170. Διάρκεια: 120΄
Περισσότερες πληροφορίες
Φιλουμένα
Η Ελ. Ράντου διασκεύασε το κλασικό έργο κι ενσαρκώνει τη Φιλουμένα, η οποία επιστρατεύει τη ναπολιτάνικη πονηριά της για να βρει χρήματα για την οικογένειά της.