Η δραματουργία του Τσέχοφ προσφέρει σε όποιον σκηνοθέτη θελήσει να δει αυτή της τη διάσταση υλικό για έρευνα: σχετικά με την παρουσίαση των έργων, τις ερμηνείες αλλά και το πώς μπορεί να αναδυθεί η υπαρξιακή ουσία μέσα από εικόνες ζωής. Ο «Γλάρος» του Κώστα Φιλίππογλου ανήκει στις παραστάσεις αυτής της προβληματικής, δίνει δηλαδή την αίσθηση πως θέλει να πραγματευτεί όλα τα παραπάνω θέματα και καταθέτει μια πρόταση που τοποθετείται στον αντίποδα της νατουραλιστικής παράδοσης: Μέσα στο αφαιρετικό σκηνικό περιβάλλον του σκηνογράφου-ενδυματολόγου Κένι Μακλέλαν τοποθετει τους έξι ηθοποιούς του (Ναταλία Τσαλίκη, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Γιάννης Στεφόπουλος, Σοφία Γεωργοβασίλη, Ίριδα Μάρα, Γιάννης Καραούλης), ενώ επιλέγει να αναπαραστήσει τους υπόλοιπους τέσσερις χαρακτήρες μέσα από κοστούμια.
Ο τρόπος με τον οποίο δούλεψε ο Φιλίππογλου βασίζεται στη σωματική ενέργεια και στα επίπεδα σωματικής έντασης, κι αυτό έχει πάντα ένα ενδιαφέρον καθώς δοκιμάζει τις αντοχές και τις ικανότητες των ηθοποιών, οι οποίοι, εν προκειμένω, δημιουργούν ένα ομοιογενές, συντονισμένο ως και την παραμικρή λεπτομέρεια σύνολο. Συνέταξε μια ενότητα τοπίου και πλασμάτων, απέδωσε το χρώμα της πικρής κωμωδίας με συνταρακτικές όσο και λιτές κορυφώσεις, έχτισε τις σχέσεις… Όμως ο Τσέχοφ έχει έναν μοναδικό τρόπο να μεταγγίζει στους ήρωες το πάθος και τον παλμό κι αυτό δεν το νιώσαμε. Ο συγκαλυμμένος πόνος μπορεί σίγουρα να πει πολλά για την εσωτερική συντριβή των προσώπων, υπήρχαν ωστόσο στιγμές που το συναίσθημα έμοιαζε να έχει παγώσει στην άκρη της λίμνης.
Γλάρος
Η δραματουργία του Τσέχοφ προσφέρει σε όποιον σκηνοθέτη θελήσει να δει αυτή της τη διάσταση υλικό για έρευνα: σχετικά με την παρουσίαση των έργων, τις ερμηνείες αλλά και το πώς μπορεί να αναδυθεί η υπαρξιακή ουσία μέσα από εικόνες ζωής. Ο «Γλάρος» του Κώστα Φιλίππογλου ανήκει στις παραστάσεις αυτής της προβληματικής.