Ένα νορβηγικό έργο-άσκηση ύφους με θέμα την αυτοκτονία μιας έφηβης και μια παράσταση ενδιαφέρουσα αισθητικά, αλλά άνιση ερμηνευτικά και δύσκαμπτη επικοινωνιακά παρά τον εκλεκτό θίασο.
Mυστικιστική και στοχαστική, η δραματουργία του διακεκριμένου 54χρονου Νορβηγού Γιον Φόσε, σαν ένα εκλεκτικό χωνευτήρι, συγκεντρώνει και ανανεώνει τα κοιτάσματα των συγγραφέων που σημάδεψαν το σύγχρονο ευρωπαϊκό θέατρο: Ίψεν, Τσέχοφ, Μπέκετ, Πίντερ. Ελάχιστοι διάλογοι, σημαίνουσες παύσεις και σιωπές, ανώνυμοι αστοί οι ήρωές του, υπαρξιακής φύσεως τα ζητήματά του: αυτό είναι μέσες άκρες το θέατρό του. Το πρόβλημα είναι όμως πως κάποια έργα του, αντί για καινοτόμα δραματουργικά διαβήματα, είναι μάλλον αυτάρεσκες ασκήσεις ύφους. Σε αυτήν την κατηγορία εμπίπτουν, κατά τη γνώμη μου, οι «Παραλλαγές θανάτου» (2001).
Με την επίφαση του «σκηνικού ποιήματος», ο Φόσε παραθέτει θρύμματα λόγου μέσα από «στημένες» παύσεις και ποζαρισμένες σιωπές. Η γλωσσική οικονομία, αντί να μεταδίδει το «ανείπωτο», καταντά οριακά εκνευριστική καθώς αναπτύσσεται το έργο: κοινότοπες στιχομυθίες πλασάρονται σαν ποίηση με μυστικιστική υφή και ανησυχαστική χροιά. Παράδειγμα: «Όλα είναι τόσο αβέβαια», λέει η αγχωμένη έγκυος. «Έτσι είναι η ζωή», την καθησυχάζει ο σύντροφός της, μια μεγάλη παύση προηγείται και άλλη μία έπεται για να μας δοθεί –φαντάζομαι– η αίσθηση πως πίσω από τα λόγια κρύβεται αυτό που κανείς δεν ομολογεί: το παιδί θα φέρει το τέλος στον έρωτά τους, θα χωρίσουν, η διαταραγμένη σχέση τους θα στιγματίσει το παιδί, το οποίο τελικά θα αυτοκτονήσει. Εκείνο που είναι εξίσου εκνευριστικό με το μινιμαλισμό του λόγου είναι η συναισθηματική νωχέλεια και η μοιρολατρική αδράνεια των γονέων.
Έτσι το έργο γίνεται η έκφανση μιας αφόρητης υπαρξιακής ραστώνης απέναντι στο πιο τραγικό γεγονός – την αυτοκτονία ενός παιδιού. Και αυτό, κατά τη γνώμη μου, αντί για μια καινοτόμα αναψηλάφηση του πένθους, γίνεται ένα απαράδεκτο δραματουργικό και, κυρίως, ηθικό σκώμμα, μια περιπαικτική καλλιγραφία πάνω στο αρχετυπικό δίπολο έρως-θάνατος. Σίγουρα ο κόσμος του Φόσε βρίσκεται πολύ μακριά από την ελληνική ψυχοσύνθεση και ιδιοσυγκρασία – και δεν εννοώ απλώς γεωγραφικά. Το παγωμένο σκηνικό σύμπαν του είναι δύσκολα προσπελάσιμο από τον Έλληνα ηθοποιό ή θεατή.
Γι’ αυτό ίσως και οι ερμηνείες του εκλεκτού θιάσου (Νίκος Καραθάνος, Λυδία Φωτοπούλου, Μαρία Πρωτόπαππα, Γιάννος Περλέγκας) φαντάζουν αφύσικες και παράταιρες, οριακά «ψεύτικες», σαν κανένας τους να μην πιστεύει όσα λέει, με μόνες ίσως εξαιρέσεις την Άλκηστη Πουλοπούλου, στον αβανταδόρικο ρόλο της κόρης γύρω από την οποία στρέφεται τόσο το έργο όσο και η παράσταση, και τον Χρήστο Λούλη, στο μυστηριώδη ρόλο του ευπαρουσίαστου γητευτή/αγγέλου θανάτου – κάτι σαν το ρόλο του Μπραντ Πιτ στο κινηματογραφικό «Meet Joe Black». Αισθητικά άρτια η απόπειρα του Γιάννη Χουβαρδά να μεταδώσει τη «χαμηλή θερμοκρασία» του έργου τόσο με τους αντιρεαλιστικούς ερμηνευτικούς κώδικες όσο και με το παγοδρόμιο που έστησε στη σκηνή η Μάρω Μιχαλακάκου. Φοβάμαι όμως πως τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη είναι είτε άχαρα (τα αδιάβροχα των γονιών), είτε ενοχλητικά αδιάφορα (οι λευκές ενδυμασίες των γονιών προτού γεννηθεί το παιδί), είτε επιδεικτικά προκλητικά (στην περίπτωση της κόρης-πατινέρ).
Διάρκεια: 90΄. Μέχρι 2/3.
Περισσότερες πληροφορίες
Παραλλαγές θανάτου
Μια αλληγορία για την αγάπη, τη ζωή, τη γέννηση και το θάνατο με αφορμή την αυτοκτονία μιας νέας γυναίκας