Η Άννα Βίσση και ο Αντώνης Ρέμος, δύο ανθεκτικοί σταρ με φωνή που μόνο υπερθετικοί χαρακτηρισμοί μπορούν να συνοδεύσουν, ερμηνεύουν τα greatest hits τους μέσα σε μια (πρακτική) θεατρική συνθήκη, ρίχνοντας γέφυρα ανάμεσα σε παλιές και νέες τάσεις και ανάγκες διασκέδασης.
Στην Αθήνα δεν έλειψαν ποτέ τα μεγάλα σόου: πισίνες με κολυμβήτριες συγχρονισμένης κολύμβησης, αυτοκίνητα, άλογα, φωτισμοί που θα ζήλευε ροκ συναυλία σταδίου, μηχανισμοί πτήσης...
Όλα χρησιμοποιήθηκαν στις χρυσές εποχές της νυχτερινής διασκέδασης (εκεί μεταξύ 1990 και 2000) για να θρέψουν το σχετικό lifestyle. Τώρα, σε μια ριζικά αλλαγμένη νυχτερινή Αθήνα, με το μουσικό mainstream να έχει αποκτήσει διαφορετικό ήχο και τις αξίες στο χρηματιστήριο των καλλιτεχνικών αξιών να ανεβοκατεβαίνουν απότομα, η Άννα Βίσση και ο Αντώνης Ρέμος μαζί με όλη την επιχειρηματική και δημιουργική ομάδα τους ρίχνονται σε ένα μεταβατικό τόλμημα – κάτι ανάμεσα στη μουσική παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, τα κονσεπτικά στησίματα προγραμμάτων πίστας του Κωνσταντίνου Ρήγου και, βέβαια, τα σόου του Λας Βέγκας.
Υπό την έννοια της μετάβασης, της επανεφεύρεσης, το μουσικό υπερθέαμα «Ένα ή κανένα» είναι ειλικρινής πρόταση, διότι δεν αποποιείται το παρελθόν του, αλλά ταυτόχρονα οραματίζεται –ίσως και για λογαριασμό του κοινού που διασκέδαζε σε πίστες, τις έχει εγκαταλείψει όμως για αισθητικούς ή ενοχικούς λόγους– το μέλλον και την εξέλιξη του θεάματος το οποίο είχε συνδεθεί με το κάπνισμα, την κατανάλωση ποταμών αλκοόλ, τη ρίψη τόνων λουλουδιών και την επιδεικτικότητα.
Μόνο η Βίσση και ο Ρέμος θα μπορούσαν να υποστηρίξουν αυτήν τη στιγμή ένα εγχείρημα που βάζει το κοινό να ακούσει τραγούδια τα οποία έχουν αποθεωθεί στις πίστες σε μια πρακτική θεατρική συνθήκη, χωρίς πρόζα, αλλά με θεατρικά καθίσματα και δεδομένη χρονική διάρκεια. Φωνάρες και οι δύο, τελεία και παύλα, τα δίνουν όλα χωρίς τα δεκανίκια της νύχτας. Αλλά και δύο σταρ ζυμωμένοι στην αλληλεπίδραση με εκείνο το κοινό. Πότε πότε δεν τη συγκρατούν αυτήν την ανάγκη μιας παλιού τύπου επικοινωνίας, χαιρετώντας γνωστούς και απευθυνόμενοι στον κόσμο ή προσκαλώντας στο ανκόρ τον κόσμο να σηκωθεί από τη θέση του για να χορέψει. Σε γενικές γραμμές όμως βυθίζονται στον ερωτικό καημό των τραγουδιών τους σαν να παίζουν σε ολιγόλεπτα μονόπρακτα. Έτσι μας καλεί το «Ένα ή κανένα» να αντιμετωπίσουμε τραγούδια όπως τα «Η νύχτα δυο κομμάτια», «Μην ξαναρθείς», «Ο πόνος της αγάπης», «Το τρένο».
Το χαλαρό σκηνοθετικό δέσιμο των ερωτικών greatest hits των δύο τραγουδιστών από τον Γιάννη Κακλέα, με αναπνοές όπως το street party του πρώτου μέρους («Αυτός που περιμένω», «Μη ζητάς συγνώμη»), στοχεύει λοιπόν στην ανάδειξή τους ένα-προς-ένα παρά σε μια τυπική ροή νυχτερινού προγράμματος. Μια θεματική ομαδοποίηση γίνεται πιο ξεκάθαρη με τα εντυπωσιακά σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη (πολυκατοικία, λιμάνι, σκοτεινό δάσος, σιδηροδρομικός σταθμός, ρετρό κινηματογραφική αίθουσα – όλα με την έμπειρη υπογραφή), ενώ τα καλοφτιαγμένα (και πολλά στον αριθμό) κοστούμια του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη προσθέτουν μια κινηματογραφοφιλική διάσταση. Με όλα αυτά τα επιμέρους στοιχεία αθροισμένα, το «Ένα ή κανένα» αφήνει το αποτύπωμά του ως ένα υβριδικό θέαμα που υποστηρίζει με σιγουριά ότι... the show must go on, βάζοντας το ίδιο τα θεμέλια γι’ αυτήν τη συνέχεια.
Περισσότερες πληροφορίες
Ένα ή κανένα
Μια μουσικοθεατρική παράσταση με το αστικό τοπίο στο φόντο, η οποία χρωματίζεται από τις μελωδίες γνωστών τραγουδιών των δύο ερμηνευτών