Ευχάριστη, ανάλαφρη και διασκεδαστική παράσταση, με μια συγκινητική νότα στο τέλος. Ο Γιάννης Μπέζος γίνεται ένα με τον τσιγκούνη τυραννίσκο του Μολιέρου, αλλά ο μεγάλος πρωταγωνιστής είναι τα υπέροχα τραγούδια του Κωστή Μαραβέγια.
«Η περιουσία, της ζωής η πεμπτουσία, μια σοβαρή αιτία για να ζεις!» Ο Γιάννης Μπέζος στην καρδιά της παράστασης τραγουδάει παθιασμένα την μπαλάντα του Κωστή Μαραβέγια και μας δίνει μεμιάς το στίγμα του μολιερικού ήρωα, για να το ανατρέψει αλλάζοντας εύστοχα το φινάλε του έργου με μια συγκινητική χειρονομία: το τελευταίο τραγούδι-επίκληση στον ανθρωπισμό και στην απάρνηση του πλουτισμού.
Σε αυτές τις δύο σκηνές μάς παραδίδει ένα απολαυστικό πορτρέτο του Αρπαγκόν, αυτής της ανεπανάληπτης προσωπικότητας η οποία σχεδιάστηκε πριν από 350 χρόνια σαν μια βασανισμένη όσο και γελοία ύπαρξη, με μια ανθρώπινη αδυναμία, τη φιλαργυρία, εξωθημένη στην υπερβολή. Ζώντας σε καιρούς όπου οι τράπεζες σώζονται και οι άνθρωποι βυθίζονται, ο τραγικοκωμικός πυρήνας της μολιερικής κωμωδίας φαντάζει αναλλοίωτος. Κλείνοντας το μάτι στο φαρσοκωμικό ιδίωμα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, ο Μπέζος κρατά τον πρώτο ρόλο, μεταφράζει και σκηνοθετεί τον «Φιλάργυρο» (1668) με παιγνιώδη διάθεση, αλλά ασαφείς προθέσεις ως προς το ύφος, την αισθητική και κυρίως την απόδοση/διασκευή του.
Όπως σημειώνει και ο ίδιος στο πρόγραμμα: «Η παράσταση τοποθετείται στη δεκαετία του 1960. Θα ήθελα να θυμίζει κάτι, μα να μην ξέρουμε τι!» Επικρατούν, λοιπόν, η πρόθεση παραγωγής ενός εκλαϊκευμένου, ευχάριστου θεάματος αλλά και η ανάγκη επίκλησης μιας απολεσθείσας αθωότητας – εξ ου ίσως και η (εκτός τόπου και χρόνου) υπενθύμιση της ατάκας «τυρί, ρύζι, καφέ, γάλα, Καμπά» από τη διαφήμιση του ’80, ο παιδαριώδης χαρακτηρισμός «είσαι σα θαλάσσιο σαλάχι με φράντζα» ή οι παροιμίες «δεν δίνει του αγγέλου του νερό», «κάνει το σκατό του παξιμάδι» κ.λπ.
Συμβαίνει, πάντως, κάτι πολύ ενδιαφέρον. Αν και λόγω της σκηνοθετικής ασάφειας το έργο χάνει κάτι από τη θαυμαστή ισορροπία, το μέγεθος, τη σκοτεινότητα και την οξύτητά του, κερδίζει σε βάθος και χάρη από τη μουσική, τους στίχους και τα τραγούδια. Γιατί ο Κωστής Μαραβέγιας μοιάζει να έχει φτιάξει εντός της παράστασης –και σε αρμονική σχέση με τη σκηνοθεσία– ένα αυτόνομο σχεδίασμα οπερέτας που απηχεί το πνεύμα, το ήθος και τη θυμόσοφη διαύγεια του Μολιέρου.
Η μουσική, ερμηνευμένη υποδειγματικά από τους Κώστα Κοράκη (πιάνο, ακορντεόν) και Γιωργή Τσουρή (κλαρινέτο, σαξόφωνο), είναι το μεγάλο προσόν της παράστασης. Αυτό δεν σημαίνει πως ο Μπέζος υστερεί ερμηνευτικά – ο μισάνθρωπος και αψίκορος τσιφούτης είναι ένας ρόλος που ταιριάζει στο ταμπεραμέντο του καρατερίστα κωμικού.
Ο δωδεκαμελής θίασος παίζει κατά βάση στο προσκήνιο και μετωπικά, θαρρείς και πρόκειται για επιθεώρηση – πάντως, όλοι οι ηθοποιοί δίνουν προσωπική λάμψη και παλμό στο ρόλο τους, από τη φωνακλού Κωνσταντίνα Νταντάμη μέχρι τον εύρυθμο Κωνσταντίνο Γαβαλά και από τον περιπαικτικό Αγγελο Μπούρα μέχρι τη μετρημένη Δάφνη Λαμπρόγιαννη. οι σκηνές στις οποίες η τελευταία (ως καπάτσα προξενήτρα) παινεύει το μπόι και την ομορφιά του Αρπαγκόν, με τον Μπέζο να δίνει ρεσιτάλ ως… Φρανκενστάιν Τζούνιορ με λιγδωμένο μαλλί και ζιπουνάκι, είναι από τις πιο αστείες.
Ωραίο, αλλά όχι υποβλητικά φωτισμένο είναι, τέλος, το σκηνικό φόντο: ένα γιουσουρούμ από τα περιουσιακά στοιχεία του Αρπαγκόν (σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Πάτσας, φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας). Διάρκεια: 100’.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο φιλάργυρος
Μια απίθανη πινακοθήκη χαρακτήρων από τον Γάλλο μετρ του είδους, με καυστικά σχόλια για την παθολογική περίπτωση του φιλάργυρου.