Με αφορμή την πρεμιέρα της παράστασης «Ευτυχισμένες μέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ στο Εθνικό θέατρο, με την Σοφία Φιλιππίδου στον εμβληματικό ρόλο της Γουίννι, ζητήσαμε από την γνωστή ηθοποιό να μας περιγράψει «μια ευτυχισμένη μέρα» της.
«Μια ευτυχισμένη μέρα είναι εκείνη η μέρα που δεν θα υπάρχει πόνος, φόβος, ψέμα και λύπη. Οπουδήποτε σ’ ένα δωμάτιο να είσαι κουρασμένη από τη δουλειά, στο δικό σου κρεβάτι και να σε πάρει ο ύπνος, όπως όταν ήσουν παιδί και μίλαγαν οι μεγάλοι και να ξυπνήσεις από μια ζέστη... από τον ήλιο ίσως ή από κάποιο αίσθημα αγάπης, που ζεσταίνει την πονεμένη σου πλάτη και ν’ ανοίξεις τα μάτια και να μην έρθει στο μυαλό ο άνθρωπος εκείνος ο αμύητος της ζωής, ο νάρκισσος εγωπαθής βλάκας και οι ανήθικες πράξεις του ή ο «ισχυρός» της εξουσίας με τα πάθη του, που λογαριάζει μόνο το ίδιον συμφέρον και να έρθει το όνειρο να σου ζητάει να το ζωγραφίσεις και να το ξεδιαλύνεις: είναι Ψυχοσάββατο των Αποκρεω και έρχεται στον ύπνο μου η αγαπημένη μου γιαγιά, η Σοφία, η πάμφτωχη, πρόσφυγας από Ανατολική Ρωμυλία και υπολογίζω στον ύπνο μου πως θα είναι 109 χρονών και μου λέει «εδώ θα πέσω να κοιμηθώ και να πεθάνω».
Την κρατούσα από την μέση με το δεξί μου χέρι και δεν είχε κρέας μόνο ήταν λείψανο αλλά «περπατούσε» ... γλιστρούσε μάλλον πάνω στο χώμα, στον δρόμο για τα Εβραίικα της Θεσσαλονίκης, όπου ήταν το σπίτι που γεννήθηκα πίσω από τον Σιδηροδρομικό σταθμό, στην μπάρα... Σε μια λακκούβα στο χώμα, σ έναν λόφο όπως αυτόν στις «ευτυχισμένες μέρες» της Γουίννυ, ξάπλωσε να πεθάνει. "Όχι γιαγιά, της είπα, σήκω να περπατήσουμε έχουμε δρόμο ακόμα, εγώ θα σε βοηθήσω". Και την έπιασα πάλι από την μέση αλλά τώρα την σήκωσα ψηλά να μην πατάει στο χώμα. Και έγινε αβαρή και καθόλου δεν ένοιωθα κανένα βάρος...μόνο άρχισαν να έρχονται μνήμες και μυρωδιές από την αυλή της στην παράγκα και άπω την λεμονίτσα που άνθιζε και από το σώμα της που μύριζε πράσινο σαπούνι και πετρέλαιο από την γκαζιέρα..
Και ο χωματόδρομος δεξιά και αριστερά γέμισε λουλούδια και μαργαρίτες άσπρες και χαμηλά καινούργια σπίτια με στέγες από κεραμίδια και το χέρι μου, που την κρατούσε από την μέση, έφτασε στην καρδιά της και σιγά -σιγά καθώς κοντεύαμε να φτάσουμε στο σπίτι που γεννήθηκα και που το «πήρε» ο δρόμος... την άκουσα να χτυπάει... της πεθαμένης μου γιαγιάς η καρδιά!»
Περισσότερες πληροφορίες
Ευτυχισμένες μέρες
Μια γυναίκα θαμμένη στην κορυφή ενός χωμάτινου λόφου επαναλαμβάνει καθημερινές κινήσεις και φλυαρεί με έναν νωθρό σύντροφο