Οι 100 καλύτερες σκηνές στην ιστορία του σινεμά: θέσεις 10-1

Τα κορυφαία κινηματογραφικά στιγμιότυπα όλων των εποχών στην τελική δεκάδα της αντίστροφης μέτρησης.

«Ψυχώ»
«Ψυχώ»

Η αντίστροφη μέτρηση των σπουδαιότερων κινηματογραφικών στιγμιότυπων όλων των εποχών ολοκληρώνεται με την κορυφαία δεκάδα. Σε αυτήν, συγκεντρώνονται σκηνές που θεμελίωσαν μια κοινώς αποδεκτή γλώσσα γύρω από το σινεμά, συνθέτοντας ένα λεξιλόγιο που αποτελείται από αισθητική ομορφιά, άρρητες προθέσεις, έντονα συναισθήματα και καλλιτεχνική δεξιοτεχνία. Για αυτό και στην παρακάτω λίστα βρίσκονται φιλμ που πια πλησιάζουν τον έναν αιώνα ζωής, άλλα που προκαλούν οπτικοακουστικό δέος και ορισμένα που ανατρέποντας τις προσδοκίες των θεατών έκαναν τη σκοτεινή αίθουσα ένα χώρο όπου βρίσκει καταφύγιο η μαγεία του απροσδόκητου. Έτσι στις σκηνές που ακολουθούν, αλλά και σε όσες προηγήθηκαν, μπορεί κανείς να βρει την ουσία του σινεμά και όσα μας κάνουν να επιστρέφουμε συνεχώς σε αυτό.

Στο τέλος του κειμένου θα βρείτε όλη την 100άδα.

Οι καλύτερες σκηνές στην ιστορία του σινεμά: 10-1

10. Ο γύρος του θανάτου – «Μπεν Χουρ» (Γουίλιαμ Γουάιλερ, 1959)

Εμβληματικό ιστορικό έπος, το «Μπεν Χουρ» αποτελεί ακόμα και σήμερα την επιτομή της χολιγουντιανής υπερπαραγωγής. Βραβευμένο με 11 Όσκαρ, σχεδόν τετράωρο σε διάρκεια και ότι ακριβότερο είχε γυριστεί μέχρι τότε, θεωρείται πλέον η εμπορικότερη ταινία όλων των εποχών πίσω από το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος». Φαντασμαγορικό στην κάθε του λεπτομέρεια, εντυπωσιάζει ιδιαιτέρως με την περίφημη σκηνή της αρματοδρομίας, μια εννιάλεπτη σεκάνς γυρισμένη - χωρίς ψηφιακά εφέ φυσικά – στην ιταλική Τσινετσιτά μπροστά σε τεράστια κατασκευασμένα σκηνικά και δέκα χιλιάδες κομπάρσους. Εκεί οι παιδικοί φίλοι Ιούδας Μεν-Χουρ και Μεσάλα, Εβραίος πρώην σκλάβος ο ένας και Ρωμαίος αξιωματικός ο άλλος, ανταγωνίζονται σε μια κούρσα που σε κάθε γύρο του σταδίου γίνεται φονικότερη, σκηνοθετημένη από τον Γουίλιαμ Γουάιλερ με νεύρο, αγωνία και ασταμάτητη ένταση. Μια ανεπανάληπτη σκηνή καταιγιστικής, «καθαρής» δράσης στην οποία τα μέσα της εποχής (τεράστιες, βαριές σινεμασκόπ κάμερες, έλλειψη προηγμένων εφέ, παρουσία κομπάρσων) προσθέτουν ρεαλισμό και την αναδεικνύουν σε αξεπέραστο κινηματογραφικό τεχνικό επίτευγμα.

9. Υπερβάλλων ζήλος – «Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» (Άλφρεντ Χίτσκοκ, 1959)

Όταν μια μυστηριώδης γνωριμία σου δίνει ραντεβού σε μια απομονωμένη στάση επαρχιακού λεωφορείου, για να γνωριστείς με έναν επικίνδυνο τύπο που πιστεύει πως είσαι μυστικός πράκτορας, όσο να ‘ναι όλα τα περιμένεις. Αυτό όμως που είναι αδύνατο να προβλέψεις, είναι πως αντί για ανθρώπους σε… «προϋπάντησε» ένα αεροπλάνο που προσπαθεί να σε σκοτώσει. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στο χαρακτήρα του Κάρι Γκραντ, ο οποίος πριν καν γυριστεί η πρώτη ταινία Τζέιμς Μποντ, βρίσκει τον εαυτό του να κυνηγείται από ένα ελικοφόρο. Σύμφωνα με τον Χίτσκοκ, η διάθεσή του προτού γράψει τη συγκεκριμένη ενότητα ήταν να αποφύγει τα κλισέ μιας σκηνής η οποία θέλει τον ήρωα να φτάνει σε μια τοποθεσία για να δολοφονηθεί. Εκείνο που σκαρφίστηκε, όμως, δεν ξεπερνά απλώς κάθε προσδοκία, αλλά φροντίζει να υπερτονίσει το μέχρι τότε καλά κρυμμένο μυστικό της ταινίας· πως στα αλήθεια δε αφορά τίποτα, όπως ακριβώς το αεροσκάφος δεν έχει τι να ραντίσει προτού επιτεθεί στον Γκραντ. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορεί και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας, αφού η φράση «north by northwest» δεν έχει εφαρμογή στην πραγματικότητα. Επομένως, η λειτουργία της σεκάνς αφορά αποκλειστικά τον ήρωα, καθώς τον υποχρεώνει να πάρει μια απόφαση. Είτε θα κινητοποιηθεί με δική του πρωτοβουλία ώστε να βάλει τέλος στον παραλογισμό -ποιός θα τον πιστέψει εξάλλου ότι κυνηγήθηκε από ένα αεροσκάφος;- είτε θα παραδοθεί αμαχητί στην τρέλα. Έτσι, ο κύκλος του σασπένς ανανεώνεται και ο θεατής εξακολουθεί να παρακολουθεί με τα μάτια ορθάνοιχτα.

8. Μην τον είδατε – «Ο Τρίτος Άνθρωπος» (Κάρολ Ριντ, 1949)

Χωρίς ο αχός του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να έχει ακόμα κοπάσει, στην καρδιά της Ευρώπης παρασκηνιακά παίζονταν οι πρώτες πράξεις ενός νέου αδιόρατου πολέμου που παρέμεινε για δεκαετίες ψυχρός. Ο Κάρολ Ριντ άδραξε την ευκαιρία να αποτυπώσει το νέο κόσμο που αναδυόταν από τα συντρίμμια, θέτοντας τη δράση του αριστουργηματικού «Τρίτου Ανθρώπου» στην πρωτεύουσα μια ουδέτερης χώρας, τη διχοτομημένη από τους νικητές συμμάχους Βιέννη. Εκεί πολιτικές κι εθνικές επιδιώξεις κοντράρονται με αφορμή τις παράξενες συνθήκες θανάτου του Χάρι Λάιμ (Όρσον Γουελς). Όταν ο φίλος του και συγγραφέας Χόλι Μάρτινς (Τζόζεφ Κότεν) ανακαλύψει πως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, η δράση κορυφώνεται σε μια σκηνή καταδίωξης στους υπονόμους της πόλης. Κάτω από τα βήματα ανυποψίαστων πολιτών παίζεται ένα βρώμικο παιχνίδι. Οι μιαροί ημιφωτισμένοι διάδρομοι στους οποίους τρέχουν ο Μάρτινς, η αστυνομία και κατάσκοποι, αντικατοπτρίζουν τον πάτο στον οποίο έχουν φτάσει οι άνθρωποι για να λύσουν τις διαφορές τους. Το σκοτάδι των ψυχών τους βρίσκει το ταίρι του στην εμβληματική εξπρεσιονιστική ασπρόμαυρη φωτογραφία του διευθυντή Ρόμπερτ Κράσκερ, ο οποίος σκαρφίστηκε το ύφος που μετέπειτα ταυτίστηκε με τα φιλμ νουάρ. Ακόμα, καθιέρωσε τη χρήση των πλανών με κάδρα εκτός ισορροπίας («dutch angle») για την απόδοση ενός αγωνιώδους εφιαλτικού ρεαλισμού, που παρότι πέτυχε στην εντέλεια δεν άρεσε σε όλους. Ο προαναφερθείς στο νούμερο 10 Γουίλιαμ Γουάιλερ, για παράδειγμα, αφού είδε την ταινία έστειλε ένα αλφάδι στον Κράσκερ για να ισιώσει τα κάδρα… Ευτυχώς δεν έστειλε επίσης κάποιο κουρδιστήρι στον Άντον Κάρας, ο οποίος με τα επιτηδευμένα «φάλτσα» βιεννέζικα βαλς του, αποτύπωσε την ειρωνεία μιας μεταπολεμικής Ευρώπης η οποία αναζητά μια μοντέρνα ταυτότητα έχοντας θαμπωθεί από τα μεγαλεία του παρελθόντος. Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ.

7. Ομπρέλα να πάρεις – «Τραγουδώντας στη Βροχή» (Στάνλεϊ Ντόνεν, 1952)

Ένα χορευτικό νούμερο που μοιάζει τόσο απλό και εύκολο: ο Τζιν Κέλι καληνυχτίζει την Ντέμπι Ρέινολντς με ένα φιλί και με ανοιχτή ομπρέλα απομακρύνεται από το σπίτι της περπατώντας στη βροχή. Χαρούμενος κι ερωτευμένος, την κλείνει και μούσκεμα πλέον ξεκινά να τραγουδά και να χορεύει ανεβαίνοντας στους φανοστάτες και τσαλαβουτώντας στις λιμνούλες που έχει σχηματίσει στο δρόμο το νερό, με ντάμα του την άλλοτε κλειστή κι άλλοτε ανοιχτή ομπρέλα. Μέχρι που ένας αστυνομικός θα τον επαναφέρει στην τάξη, διακόπτοντας έναν αέρινο, ή μάλλον υγρό λυτρωτικό χορό γεμάτο χάρη, συναίσθημα, χιούμορ και καθαρή κινηματογραφική μαγεία πάνω σε μια από τις διασημότερες σινε-μελωδίες. Το «Singin’ in the rain» σε μουσική Νάσιο Χερμπ Μπράουν και στίχους Άρθουρ Φριντ, το οποίο πρωτακούστηκε σε θεατρική παράσταση του 1927 και αμέσως μετά στο σινεμά με τη φωνή του Ντόρις Ίτον Τράβις στο «The Hollywood Revue» (1929). Έγινε όμως αθάνατο τραγουδισμένο από τον Τζιν Κέλι (έτσι ακούγεται και στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι»), τον σπουδαιότερο μαζί με τον Φρεντ Αστέρ χορευτή της μεγάλης οθόνης.

6. Όποιος θέλει τα πολλά… – «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό» (Μπίλι Γουάιλντερ, 1959)

Ο μεγαλοπαραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ είχε συμβουλεύσει τον Μπίλι Γουάιλντερ πως πολυβόλα και cross dressing είναι ένας εμπορικά καταστροφικός συνδυασμός για μια ταινία, αλλά ο τελευταίος τον διέψευσε με τον ηχηρότερο τρόπο, στήνοντας με το «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό» ένα απολαυστικό παιχνίδι μεταμφιέσεων, απωθημένων επιθυμιών και αντιστροφής των ρόλων αρσενικού - θηλυκού. Καθώς δυο μουσικοί (Τζακ Λέμον, Τόνι Κέρτις) γίνονται μάρτυρες ενός φονικού της μαφίας και για να γλιτώσουν μεταμφιέζονται σε γυναίκες, ακολουθώντας σε περιοδεία ένα θηλυκό συγκρότημα, οι διαρκείς αλλαγές ταυτοτήτων γεννούν απανωτές παρεξηγήσεις και διαδοχικά γκαγκς, διευκολύνοντας ταυτόχρονα το ένα φύλο να πλησιάσει/κατανοήσει το άλλο. Αυτή η δαιδαλώδης, αλλοπρόσαλλη και ανατρεπτική τελικά ερωτική διαδρομή ολοκληρώνεται αφοπλιστικά με τη θρυλική ατάκα «nobody’s perfect» με την οποία απαντά ο εκατομμυριούχος Όσγκουντ Φίλντιγκ (Τζο Μπράουν) στην Ντάφνι (Τζακ Λέμον), όταν αυτή του απαριθμεί όλα τα μειονεκτήματά της που θα σταθούν εμπόδιο στον «έρωτά» τους, για να του αποκαλύψει τελικά πως είναι… άντρας. Ε, «κανείς δεν είναι τέλειος» - το κορυφαίο κινηματογραφικό punchline που συνοψίζει ιδιοφυώς το πιο ξεκαρδιστικό κινηματογραφικό μπέρδεμα ενστίκτων, πόθων και συναισθημάτων.

5. Θανατηφόρα παρτίδα – «Η Έβδομη Σφραγίδα» (Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, 1957)

Μεσαιωνική βόρεια Ευρώπη: ένας κόσμος παραδομένος στην πανούκλα, τη μισαλλοδοξία και το φανατισμό. Εικόνες βγαλμένες από πίνακες του Πίτερ Μπρίγκελ και του Ιερώνυμου Μπος ζωντανεύουν έναν κόσμο όπου ο Θεός, τον οποίο αναζητά εναγωνίως ο ιππότης Αντόνιους Μπλοκ (Μαξ Φον Σίντοβ) και έχει απαρνηθεί ο σκεπτικιστής ιπποκόμος του Γιένς (Γκούναρ Μπγιόρνστραντ), σιωπά εκκωφαντικά. Έτσι, στην απεγνωσμένη αναζήτηση του Μπλοκ για νόημα σε μια πραγματικότητα χωρίς αξίες και διέξοδο λύτρωσης, η απάντηση είναι ο θάνατος. Ο ίδιος ο Χάρος (Μπενγκτ Έκεροτ) μάλιστα, τυλιγμένος στον κατάμαυρο μανδύα του, εμφανίζεται στα πρώτα, υποβλητικά ασπρόμαυρα πλάνα της ταινίας για να πάρει μαζί του τον απελπισμένο σταυροφόρο. Εκείνος θα του προτείνει μια παρτίδα σκάκι ως τελευταία προθεσμία για να απαντήσει στις υπαρξιακές απορίες που τον βασανίζουν, ξεκινώντας με την επιλογή του χρώματος των πιονιών. Ο Χάρος διαλέγει τα «πολύ ταιριαστά» μαύρα και το συναρπαστικότερο παιχνίδι της μεγάλης οθόνης ξεκινά. Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ .

4. Πες τις προσευχές σου – «Ο Νονός» (Φράνσις Φορντ Κόπολα, 1972)

Σε μια ιδέα σχεδόν βλάσφημη, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα στήνει μια από τις διασημότερες, μεταξύ πολλών, σεκάνς του πρώτου «Νονού». Ο Μάικλ Κορλεόνε (Αλ Πατσίνο) έχει πια ενστερνιστεί το ρόλο του ηγέτη της φαμίλιας και το μόνο που απομένει είναι η έμπρακτη ανακήρυξή του σε νονό. Για να την πετύχει ενεργοποιεί ένα πολύπλοκο σχέδιο, το οποίο θέλει όλα τα αντίπαλα αφεντικά να δολοφονούνται μονομιάς και τον ίδιο να τίθεται απόλυτος κυρίαρχος του οργανωμένου εγκλήματος. Ο Κόπολα προσδίδει υπερβατικές διαστάσεις στο βίαιο κρεσέντο, τοποθετώντας τον Μάικλ σε μια κανονική βάφτιση, την ώρα που με τη χρήση παράλληλου μοντάζ ο ένας μετά τον άλλο οι μαφιόζοι πέφτουν νεκροί. Ουσιαστικά παρακολουθούμε τη βάφτιση του Κορλεόνε, το επίσημο πέρασμα στη νέα ζωή του και η αποδοχή του πραγματικού εαυτού του. Ταυτόχρονα, η ψυχρή έκφρασή του και το γεγονός πως αποκρίνεται «απεταξάμην» όπου του το ζητά ο ιερέας, είναι ενδεικτική της υποκρισίας του και των αντιφάσεων που συνθέτουν τη σκηνή. Ο Μάικλ μπορεί να έχει το αδιάφθορο καθωσπρέπει προσωπείο, ενώ γνωρίζει πολύ καλά ότι την ίδια στιγμή έχει δώσει (ιερή) εντολή για ένα μακελειό.

3. Sci-fi ψυχεδέλεια – «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» (Στάνλεϊ Κιούμπρικ, 1968)

Ένα ανεπανάληπτο έπος επιστημονικής φαντασίας που βρίθει ρηξικέλευθων σκηνών και τεχνικών καινοτομιών, αδικείται από μία και μόνο «εκπροσώπησή» του σε αυτήν τη λίστα. Όμως όσα βλέπουμε στην ενότητα του «stargate» δεν είναι μονάχα πρωτόγνωρα ως ειδικά εφέ, αλλά και εικονοκλαστικά, καθώς «οδηγούν» το σινεμά στο μέλλον. Όπως έχει περιγράψει χαρακτηριστικά ο κριτικός και κατόπιν σκηνοθέτης Ολιβιέ Ασαγιάς: «ο Κιούμπρικ απελευθέρωσε τους κινηματογραφικούς χώρους ξεπερνώντας τα όρια του ορίζοντα και καλπάζοντας στο Διάστημα όπως παλιότερα έκαναν στην κατακόκκινη έρημο οι ήρωες των γουέστερν». Τα κατάφερε, μεταξύ άλλων, με μια σεκάνς που βρίσκεται όσο πιο κοντά γίνεται κινηματογραφικά σε μια ψυχεδελική αλλά και θρησκευτική εμπειρία. Ο αστροναύτης Ντέιβιντ Μπόουμαν (Κέιρ Ντουλία) βγαίνοντας από το διαστημόπλοιό του, παρασύρεται σε μια απροσδόκητη δίνη παράξενων μορφών και ανεξήγητα έντονων χρωμάτων. Το φάσμα που αντικρίζει είναι το αποτέλεσμα μιας πρωτοποριακής μεθόδου κινηματογράφησης ειδικών εφέ με τη χρήση χιλιάδων φωτογραφιών, φίλτρων, αρνητικού φιλμ που διανύουν με ταχύτητα τη μεγάλη οθόνη σε παράλληλη τροχιά. Χάρη σε αυτό, μάλιστα, ο Κιούμπρικ απέσπασε το μοναδικό Όσκαρ της καριέρας το. Το τελικό αποτέλεσμα θυμίζει animation, ενώ ακόμα προκαλεί δέος καθώς τολμά να δώσει μορφή σε ένα διαστημικό μυστήριο, που συνήθως ωχριά απέναντι στην ανθρώπινη φαντασία. Το σινεμά όμως για αυτό βρίσκεται εδώ, για να δίνει όψη στο δυσνόητο και να συγκινεί με τις εικόνες του. Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ και το πλήρες αφιέρωμα στη φιλμογραφία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ εδώ.

2. Τα σκαλιά της Οδησσού – «Θωρηκτό Ποτέμκιν» (Σεργκέι Αϊζενστάιν, 1925)

Από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού σκηνοθέτες οι οποίοι άλλαξαν δραστικά την κινηματογραφική γλώσσα, ο Σεργκέι Αϊζενστάιν είναι ο δημιουργός που πάνω στο έργο του – θεωρητικό και «πρακτικό» - θεμελιώθηκαν οι βασικότεροι κανόνες του αφηγηματικού σινεμά. Κυρίως αυτός των πολλαπλών δυνατοτήτων του μοντάζ, τον οποίο θα τελειοποιήσει στο «Θωρηκτό Ποτέμκιν», ανάγοντας ένα προπαγανδιστικό έπος σε μια από τις κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών και την πλέον αναλυμένη, μαζί με τον «Πολίτη Κέιν», από τους κινηματογραφικούς θεωρητικούς. Δομημένη με διαλεκτική λογική, συμπυκνώνει την διηγηματική τεχνική της στη σκηνή όπου το άοπλο πλήθος έρχεται αντιμέτωπο με τον τσαρικό στρατό στα «σκαλιά της Οδησσού»: υπόδειγμα ρυθμού (αυξομειώνεται και κορυφώνεται), συγκίνησης (δημιουργημένη με ευφυή δραματική «έλλειψη») και σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας (χρήση των καθέτων και παράλληλων γραμμών, εναλλαγή από το γενικό στο ειδικό – από μακρινό πλάνο σε λεπτομέρεια), με αξέχαστο… χιτσκοκικό εύρημα το καροτσάκι του μωρού το οποίο κατεβαίνει ανεξέλεγκτο τις σκάλες. Μοτίβο το οποίο έχουν αντιγράψει και παρωδήσει αμέτρητες ταινίες, από τους «Αδιάφθορους» ως τις «Τρελές Σφαίρες»!

1. Η στιγμή που άλλαξαν όλα – «Ψυχώ» (Άλφρεντ Χίτσκοκ, 1960)

Όλα όσα ανάγουν το σινεμά στην πιο γοητευτική ψευδαίσθηση, βρίσκονται στα κάτι παραπάνω από τρία λεπτά που διαρκεί η διάσημη σκηνή του ντους στο «Ψυχώ». Εδώ η διαλεκτική του μοντάζ τελειοποιείται, η ικανότητα της κινούμενης εικόνας να γεννά διαπεραστικά συναισθήματα οξύνεται, ενώ η δημιουργική δεξιοτεχνία των συντελεστών όχι απλώς συμβάλλει στην κατασκευή ενός σοκαριστικού ενσταντανέ, αλλά ταυτόχρονα ανατρέπει αφηγηματικές συμβάσεις και παρακάμπτει το ψαλίδι του λογοκριτή. Για να συμβεί όμως χρειάστηκε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ να περάσει μία ολόκληρη εβδομάδα με τους συνεργάτες του στο πλατό. Στο χαρτί, βέβαια, δε φαίνεται ο λόγος που χρειάστηκε τόσος χρόνος. Το σενάριο λέει πως η Μάριον Κρέιν (Τζάνετ Λι) αποφασίζει να κάνει ένα μπάνιο, προτού πέσει για ύπνο στο ξενοδοχείο όπου κρύβεται, μαζί με τα χρήματα που έχει κλέψει. Λίγα λεπτά αφού ανοίξει ανυποψίαστη την ντουζιέρα, μια μυστηριώδης μορφή εισβάλει αθόρυβα και τη σκοτώνει μετά από ένα σερί δολοφονικών μαχαιριών. Όμως, μια κατά τα άλλα συμβατική σκηνή δολοφονίας ανάγεται σε σημείο τομής του αφηγηματικού σινεμά, χάρη στο ντεκουπάζ που προσεκτικά σκιαγράφησε ο Χίτσκοκ με τη βοήθεια του περίφημου σχεδιαστή Σολ Μπας. Στα storyboards η δράση κατακερματίζεται σε διαδοχικά πολύ κοντινά πλάνα, δίνοντας την ψευδαίσθηση πως ο φόνος απεικονίζεται ρεαλιστικά στην οθόνη. Στην πραγματικότητα ωστόσο χάρη στα 52 κοψίματα του μοντέρ Τζορτζ Τομασίνι, κανείς μας δε «βλέπει» τη δολοφονία, όσο τη νιώθει. Κατασκευάζεται δηλαδή εξ ολοκλήρου στο μυαλό, έτσι το σοκ γίνεται διεισδυτικό. Εξίσου θεμελιώδης υπήρξε η συνδρομή του διευθυντή φωτογραφίας Τζον Ράσελ, ο οποίος εκτός του ότι έφτιαξε ειδικές εξαρτήσεις για τα γυρίσματα της ντουζιέρας, άλλαξε το στήσιμο του σετ 78 φορές, έτσι ώστε τα κάδρα και ο φωτισμός τους να είναι αλάνθαστα. Στην εποχή της αυτή η σκηνή και κατ’ επέκταση η ταινία, άλλαξαν εξ ολοκλήρου το κινηματογραφικό παιχνίδι. Έκαναν μια ριζοσπαστική πράξη, αλλάζοντας κατά τη διάρκεια της αφήγησης τον πρωταγωνιστή με μια ανατροπή τόσο συνταρακτική που εισήγαγε την πρώιμη έννοια του spoiler. Με το μοντάζ ξεγέλασαν τους λογοκριτές που εφάρμοζαν τον κώδικα Χέιζ, ώστε να πειστούν πως αυτό που βλέπουν δεν είναι στ’ αλήθεια αυτό που νομίζουν, δηλαδή γύμνια και αίμα. Παράλληλα, όπως έχει τονίσει ο κριτικός Όουεν Γκλάιμπερμαν, η ταινία εισήγαγε μια νέα εκδοχή του κακού. Ο κίνδυνος πλέον δεν μπορεί να προέρχεται μόνο από μυθικά τέρατα όπως ο Γκοτζίλα ή ο Κινγκ Κονγ, αλλά παίρνει επίσης τη μορφή διεστραμμένων δολοφόνων, αντρών της διπλανής πόρτας. Μια γνώση ιδιαίτερα τραγική, εάν λάβουμε υπόψη πως η σκηνή τους ντους ολοκληρώνεται με δύο κοντινά· πρώτα στο σιφόνι όπου κυλάει το αίμα της Μάριον κι αμέσως μετά, στην ίριδα της άψυχης γυναίκας. Η ζωή της έχει χαθεί μάταια, όπως το νερό που συνεχίζει να τρέχει.


Οι λίστες + Bonus